Από τη στήλη αυτή, τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες αναφέρθηκα στην ιδιόμορφη κατάσταση που είχε επικρατήσει στην Ελλάδα με την άφιξη το 1833 του νεαρού Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα, τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης –Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία– είχαν επιλέξει ως μελλοντικό βασιλιά της Ελλάδας.
Μέχρι το 1835, όταν ο Όθων ενηλικιώθηκε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς, την εξουσία ασκούσαν οι τρεις Βαυαροί αντιβασιλείς Άρμανσπεργκ, Μάουερ και Έυντεκ, ενώ καίριες διοικητικές θέσεις είχαν καταλάβει άλλοι Βαυαροί αξιωματούχοι, και στον στρατό οι αγωνιστές της Επανάστασης είχαν αντικατασταθεί από Βαυαρούς μισθοφόρους.
Για τους παραπάνω λόγους, οι ιστορικοί αναφέρονται στην περίοδο εκείνη ως «βαυαροκρατία», αλλά και ως «ξενοκρατία», για τον επιπρόσθετο λόγο ότι μεγάλη επίδραση στην πορεία που θα ακολουθούσε η Ελλάδα ασκούσαν και οι προαναφερμένες τρεις Μεγάλες Δυνάμεις.

Όλη η περίοδος της βασιλείας του Όθωνα, μέχρι την αποχώρησή του από την Ελλάδα το 1862 –πολλοί ιστορικοί την αποκαλούν έξωση, γιατί έγινε ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλων στασιαστικών κινημάτων– χαρακτηρίσθηκε ως απολυταρχία, παρά το γεγονός ότι το 1844 είχε ψηφισθεί το πρώτο Σύνταγμα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μετά από την Επανάσταση του 1843, στην οποία ηγετικό ρόλο είχε διαδραματίσει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης.
Όπως ανέφερα από τη στήλη αυτή, έναυσμα για τη σειρά των άρθρων για τον Μακρυγιάννη υπήρξε ένα δημοσίευμα στην αθηναϊκή εφημερίδα «Η Καθημερινή» για την προσφορά των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη στους αναγνώστες της.

Τώρα διαπιστώνω πως για τους αναγνώστες της στήλης αυτής, οι εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1833-1843 θα ήταν πιο κατανοητές, αν προηγουμένως είχα αναφερθεί στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος άσκησε τα καθήκοντα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας από το 1828, μέχρι τη δολοφονία του το 1831.

Αυτό θα κάνω από τη σημερινή στήλη, και στις επόμενες δύο εβδομάδες, έστω και αν αυτό εκληφθεί ως πρωθύστερο σχήμα.
Ένας επιπλέον λόγος, που με παρακινεί να κάνω αυτήν την ιστορική αναδρομή, είναι η υπενθύμιση των ιστορικών πως λαός που αγνοεί την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να βιώσει εκ νέου τις θλιβερότερες στιγμές της. Και αυτή η υπενθύμιση δεν είναι άσχετη με τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα…

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο του 1776, περίοδο που τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό την κατοχή της Βενετίας. Ο πατέρας του και η μητέρα του κατάγονταν από οικογένειες ευγενών. Και ο ίδιος έφερε τον τίτλο «Κόμης».
Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα της Ιταλίας. Μετά τις σπουδές του, το 1797 εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του Κέρκυρα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού-χειρούργου.

Το 1799, κατόπιν σύντομης πολιορκίας, οι Ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κέρκυρα. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στις 21 Μαρτίου του 1800, τα Επτάνησα αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομο κράτος το 1801, με το επίσημο όνομα «Επτάνησος Πολιτεία», αλλά επικράτησε το όνομα «Ιόνιος Πολιτεία». Ο Ιωάννης Καποδίστριας έγινε ένας από τους δύο Διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, σε ηλικία 25 ετών.

Στη συνέχεια διορίστηκε ομόφωνα από τη Γερουσία της Ιονίου Πολιτείας Γραμματέας της Επικρατείας, που με τη σημερινή ορολογία σημαίνει Πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση.
Το 1807 η Γερουσία του ανέθεσε την οχύρωση και άμυνα της Λευκάδας, την οποία απειλούσε ο Αλή Πασάς από τα Ιωάννινα. Ο τρόπος που ο Καποδίστριας οχύρωσε το νησί απέδειξε πως δεν ήταν μόνο έξοχος διπλωμάτης και πολιτικός, αλλά ότι διέθετε και σπάνια οργανωτικά και στρατιωτικά προσόντα.

Τον Μάιου του 1808 ο επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, με μια θερμή επιστολή, κάλεσε τον Ιωάννη Καποδίστρια να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας. Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε την πρόσκληση και μετέβηκε στην Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε της Ρωσίας, και εντάχθηκε στην διπλωματική της υπηρεσία.

Από τη θέση εκείνη αντιπροσώπευσε τη Ρωσία σε πολλά συνέδρια στην Ευρώπη με ιδιαίτερη επιτυχία. Στη συνέχεια ο Τσάρος τον έχρισε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αξίωμα το οποίο άσκησε από το 1816 έως το 1822, και το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να γνωρισθεί με τους ηγέτες των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Το 1815, μετά την ήττα Ναπολέοντα, οι ηγεμόνες της Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας συνήψαν την Ιερά Συμμαχία, στην οποία προσχώρησαν κατόπιν σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της Ιεράς Συμμαχίας ήταν η πρόληψη ή και καταστολή επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη, με άλλα λόγια, η παγίωση της καθεστηκυίας τάξης. Για την Ελλάδα, όπως και για όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, αυτό σήμαινε τη συνέχιση της τουρκοκρατίας.

Αυτός ήταν ο λόγος που όταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας πήγαν στην Πετρούπολη, για να μυήσουν τον Καποδίστρια στην Φιλική Εταιρεία, και στη συνέχεια να αναλάβει την ηγεσία της, ο Καποδίστριας δεν δέχθηκε, γιατί γνώριζε πως η Επανάσταση που ετοίμαζε η Φιλική Εταιρεία θα συναντούσε την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας.
Με την έναρξη όμως της Ελληνικής Επανάστασης ο Καποδίστριας ήρθε σε ρήξη με τον Τσάρο Αλέξανδρο, όταν διαπίστωσε πως είχε ταχθεί κατά της Επανάστασης, και ζήτησε άδεια επ’ αόριστον από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, η οποία του δόθηκε. Το 1822 ο Καποδίστριας μετέβηκε στη Ελβετία και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου παρέμεινε ως τα τέλη του 1827. Από εκεί δεν έπαψε να εργάζεται για την ελληνική υπόθεση με το πλήθος των γνωριμιών που είχε κάνει, και το μεγάλο κύρος που διέθετε.

Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Στην Ελλάδα, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον Μάρτιο του 1827 εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη των απελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδας για μια επταετία, ενώ η Επανάσταση βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη.

Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε την πρόταση να αναλάβει τα καθήκοντα του Κυβερνήτη της αγωνιζόμενης ακόμη Ελλάδας για την προσδιορισμένη περίοδο της επταετίας. Πριν όμως μεταβεί στην Ελλάδα και αναλάβει την ευθύνη να δημιουργήσει ένα νέο κράτος πάνω στα ερείπια που άφησαν οι αγώνες εναντίον των Τούρκων, αλλά και ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των αγωνιζόμενων Ελλήνων, έκρινε αναγκαίο να επισκεφθεί πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και να εξηγήσει γιατί η περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης έπρεπε να εξαιρεθεί από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας, η οποία καταδίκαζε τα επαναστατικά κινήματα.

Το επιχείρημα του Καποδίστρια πως η Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας απελευθερωτικός αγώνας από έναν ξένο, και βάρβαρο ζυγό, και όχι ένα κίνημα για την ανατροπή του υπάρχοντος εθνικού καθεστώτος, είχε κάποια απήχηση στην ηπειρωτική Ευρώπη, όχι όμως στην Αγγλία, η οποία θεωρούσε τον Καποδίστρια πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων, λόγω του ότι για χρόνια είχε χρηματίσει Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας.

Στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας αφίχθηκε τον Ιανουάριο του 1828, και έγινε δεκτός με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από το λαό. Σύντομα από το Ναύπλιο μετέβηκε στην Αίγινα, η οποία είχε κριθεί πιο ασφαλής από το Ναύπλιο ως έδρα της νέας Κυβέρνησης.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα αναφερθώ στα επιτεύγματα του Ιωάννη Καποδίστρια, από τη θέση του Κυβερνήτη, από τον Ιανουάριο του 1828 μέχρι τη δολοφονία του τον Σεπτέμβριο του 1831.