Κάθε φορά που ξεκινάω αυτή τη στήλη, είμαι έτοιμος να ξεσπαθώσω. Σήμερα θα επιτεθώ, θα γράψω ένα σκληρό άρθρο και θα παρασύρω στο πέρασμα της… πέννας μου τα πάντα, σκέπτομαι. Δεν θ’ αφήσω τίποτα όρθιο, θα γίνω ο… άσπρος σίφουνας. Μετά με πιάνει το ευαίσθητό μου και αλλάζω ρότα.

Άλλη φορά με πιάνει η μανία της αντιγραφής. Μου στέλνουν οι φίλοι, που είναι σαΐνια στα κομπιούτερ, κάτι ωραία κείμενα που είμαι έτοιμος να ζητήσω από τον αρχισυντάκτη να μου δώσει την πρώτη σελίδα (ολόκληρη) για να τα αναδημοσιεύσω. Σταματάω στη σκέψη ότι εκτός από την αφεντιά μου μπορεί, το συγκεκριμένο κείμενο, να το έχουν λάβει και καμιά σαρανταριά χιλιάδες ακόμη, οπότε και θα απογοητεύσω το ένα τρίτο των αναγνωστών μου. Κάποιες φορές σκέπτομαι να σας αφιερώσω μερικά ανέκδοτα και να σας παρακαλέσω αν ακούσετε κάποιο καινούργιο να μου το στείλετε για να το συμπεριλάβω στο βιβλίο που θα… εκδώσω. Αν πάλι σας τα… γράψω από τώρα πως θα είναι… ανέκδοτα στο υπό έκδοση αριστούργημα;

Ένα από τα ελαφρά ανέκδοτα που κυκλοφορούν, αυτή την εποχή, στην πατρίδα είναι το… «Η δουλειά δεν είναι ντροπή… είναι παρελθόν».
Όταν βρίσκω λίγη… δική μου ώρα, ακούω μουσική. Παλιά ελληνικά τραγούδια και κάπου- κάπου κάποια νεώτερα. Πιστεύω πως τα τραγούδια λένε, τραγουδιστά, την ιστορία που, έτσι ή αλλιώς, γράφεται κάθε ημέρα, κάθε εποχή. Αν καταφέρεις και ζωγραφίσεις κάθε στίχο θα δεις πίνακες που αποθανατίζουν και «μιλούν», για θάνατο, πείνα, πόνο, ελευθερία, ξενιτειά, αγάπη και λουλούδια. Άκουγα ένα όμορφο, γεμάτο πίκρα, τραγούδι και ζήτησα από την καλή φίλη και συνάδελφο Θεανώ Ηλιάδη (σαΐνι στα κομπιούτερ), να μου βρει τους στίχους για να δω πότε γράφτηκε και από ποιον μελοποιήθηκε. Στίχοι Μπάμπη Τσικληρόπουλου, μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ήξερα ότι το τραγουδούσε η Χαρούλα Αλεξίου. Γράφτηκε το 1986 και θα νόμιζε κανείς ότι γράφτηκε… χθες

Τίτλος του «Το γράμμα». Η κοπελιά, που έφυγε, ίσως, από το χωριό της και κατέβηκε στην πρωτεύουσα για μια… καλύτερη ζωή, «μιλάει» στη μητέρα της, γράφοντας και… τραγουδώντας: «Αγαπημένη μητέρα έλαβα το γράμμα σου. Σου στέλνω κι εγώ δυο λόγια, μέχρι να καταφέρω να βρω λίγο χρόνο να έλθω να σε δω κάποια μέρα. Νοστάλγησα τον τόπο μου μητέρα. Τούτη εδώ η πόλη με πνίγει μάνα. Οι άνθρωποι πολλοί γύρω μου, μα μοιάζουν μόνοι κι ακόμη πιο μόνη εγώ, μάνα, πάντα μόνη. Χιλιάδες γύρω μου ο κόσμος μα, χωρίς υπερβολή, δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις. Δεν σου το κρύβω πως η μοναδική μου συντροφιά είναι οι παιδικές, δυο-τρεις, αναμνήσεις. Κοιτάζω, σε μια από τις λίγες παιδικές μου φωτογραφίες, το παιδικό μου χαμόγελο. Μάνα αυτό το χαμόγελο, το γλυκό και αθώο, δεν μπορεί να το σβήσει η βοή της πόλης και καμιάς πολιτείας το πλήθος.

Μου παραπονιέσαι πως τελευταία δεν σου γράφω νέα μου και σε φοβίζει η σιωπή μου. Εγώ μανούλα, και ξέρω πως θα σε πικράνω με αυτά που λέω, εγώ δεν ξέρω αν ζω ή πεθαίνω και στους δρόμους που γυρίζω ψάχνω μήπως βρω τον εαυτό μου. Ρωτάω, χωρίς φωνή, γύρω, αν με βρήκε κανείς κι αν με ξέρει. Πίστεψέ με ακόμα και στα όνειρά μου, τα λίγα, τα μικρά, κανείς δε με βρήκε ακόμη. Με ρωτάς για τούτη εδώ τη μεγάλη πόλη, τη φορτωμένη με όνειρα κι’ ελπίδες. Να στην περιγράψω, μάνα, με δυο λέξεις. Γεμάτη ρεκλάμες, πορείες, γεμάτη χαφιέδες, πανό και κάθε ημέρα διαδηλώσεις. Κάτι που πρωτογνώρισα μάνα. Πολλοί ρουφιάνοι μητέρα. Έμποροι ρουφιάνοι που πουλάνε… ελπίδες με δόσεις. Τι άλλο να σου γράψω και τι να περιγράψω. Με ρωτάς μανούλα και σ’ ευχαριστώ, αν είμαι ευτυχισμένη, αν την αντάμωσα την ευτυχία, όπως γράφεις.

Τι λέξη, μητέρα, τη λέξη ευτυχία, σε κάποιο τοίχο την είδα, κάποιας παλιάς γειτονιάς, σε κάποια συνοικία. Σύντομα θα σου ξαναγράψω και μόλις βρω ευκαιρία, θα έλθω να σε δω. Σε φιλώ μανούλα».

Γραμμένο το 1986. Τι σημασία έχει. Κάθε εποχή κουβαλάει πίκρες, λίγες χαρές, κλέφτες, ρουφιάνους, θύτες και θύματα. Σέρνει μαζί πόνο κι’ ανήφορο, η κάθε εποχή. Μην απογοητεύεσαι, έλεγε ο Καπετάν Κωστής. Περίμενε. Από εκείνη τη γωνιά μπορεί για λίγο, λίγες στιγμές μονάχα, να φανεί η ευτυχία με τη χαρά και δίπλα τους το γέλιο κι η ελπίδα.

Τρέξε να τους συστηθείς, χαμογέλασε και καλωσόρισέ τους. Ίσως συγκινηθούν και μείνουν λίγο.