Να ανοίξω παντζούρια να δω τι καιρό κάνει έξω;
Γιατί, αυτό θα σε βελτιώσει ως άτομο;
Να μην ανοίξω;
Ανοίξεις δεν ανοίξεις ένα και το αυτό. Σκοτάδι πριν, σκοτάδι και μετά.
Ναι, αλλά κάθε πρωί δεν ανοίγουμε παντζούρια; Είναι κάτι σαν συνήθεια… ξέρω ‘γώ… σαν έθιμο…
Ναι, σαν τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού ένα πράμα. Συμβολικά. Για το καλό του χρόνου!
Εγώ ανοίγω! Ανοίγω εγώ τώρα!
Ναι, αλλά όχι απότομα! Μαλακά. Λάου λάου.
Με τρόπο;
Με τακτ! Μην τη φάμε τη συννεφιά μες στη μούρη. Τη μαύρη τη μαυρίλα, την κατίμαυρη, που μου βγάζει γλώσσα κάθε πρωί έξω απ’ το παράθυρό μου…
Τις παίρνεις πολύ προσωπικά τις καιρικές συνθήκες!
Αυτές με παίρνουν προσωπικά! Με παίρνουν και με σηκώνουν! Ασχετο…
Κι άλλο;
Πού τον πήγανε τον καταγάλανο αττικό ουρανό; Πού τον μετακομίσανε, νύχτα, μην το πάρουμε χαμπάρι;
Ο αττικός ουρανός ήτανε πρώτη φίρμα στη μαρκίζα κάποτε!
Κάποτε! Τώρα, ψάξε βρες τον. Βροχές, αστραπές, συννεφιά, το γκρι σουρί ένα πράγμα…
Έχω ένα γκρι σουρί μεταξωτό…
Ναι! Να βάλεις τα μεταξωτά και να φυσάει! Άσε με, καλό μου, πρωινιάτικα. Εδώ, για να βγεις έξω πρέπει να ντυθείς πολυκατάστημα. «Τι είστε ντυμένη;». «Γυναικεία α’ όροφος!» Γυρίζω σπίτι και θέλω τρία τέταρτα για να ξεφλουδίσω το ένα ρούχο μετά το άλλο!
Τα παιδιά μου δεν τα φιλάω πια. Τρίβουμε τις μύτες μας σαν τους Εσκιμώους! Έχουμε κρεμάσει και στο περιλαίμιο της γάτας ένα παγούρι με κονιάκ. Το περιφέρει από σαλόνι σε κουζίνα.
Ότι η γάτα είναι ο σκύλος του Αγίου Βερνάρδου και καλά;
Και καλά! Κι ότι αν μας βρει στο χολάκι με κρυοπαγήματα και γάγγραινες θα μας ποτίσει το κονιάκ να μας σώσει τη ζωή.
Τη ζωή τη συννεφιασμένη…
Το πρόσεξες κι εσύ; Το παρατήρησες; Αλλιώς αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα με λιακάδα, αλλιώς με τη μαυρίλα. Το ίδιο πρόβλημα, το ολόιδιο, το φτυστό, το ταμάμ, μιλάμε. Ή το λύνεις ή σε παίρνει από κάτω, ανάλογα με την καιρική τη συνθήκη.
Τον Ιούλιο μου κάηκε η ασφάλεια στον πίνακα και την άλλαξα. Προχτές μου κάηκε κι έβαλα τα κλάματα.
Ψυχοπλακώνεσαι, αγάπη μου. Την τρίχα την κάνεις τριχιά. Πέφτει η ψυχολογία σου στο χαμηλό βαρομετρικό…
Στο τάρταρο…
Τις θερμοκρασίες τις κάτω-κάτω, ένα με τη μοκέτα…
Τάπες!
Στούμπες! Εγώ πλέον, για να σηκώσω τον ψυχισμό μου, πρέπει να κωλοσούρνομαι στα μωσαϊκά;
Μην το λες αυτό. Τότε τι να πουν οι Άγγλοι που ειδικά φέτος έχουν μουλιάσει ως λαός;
Γι’ αυτό είναι έτσι οι Άγγλοι. Μες στην ξινίλα και στη μουράκλα. Χώρια που μας μισούν εμάς τους Έλληνες.
Γενικώς, πας μη Άγγλος βάρβαρος.
Μόνο όταν πλακώνουνε στου Χάροντς και το αδειάζουνε αυτές με τις μπούρκες από τα αραβικά εμιράτα! Μόνο τότε οι καραρατσιστές οι Άγγλοι ξέρουνε να κάνουν τεμενάδες! Που να τους ξεχειλίσει ο Τάμεσης…
Τους ξεχείλισε…
Και να τον μαζεύουνε κουβαδάκι-κουβαδάκι…
Για τα σένα το ‘φτυσα…
Άσχετο.
Κι άλλο;
Για κοίτα απ’ τη γρίλια, διακριτικά…
Μη γίνω αντιληπτή και μούσκεμα;
Πάνω δεξιά σαν να βγήκε μια αχτιδούλα ήλιου! Τρέχα!
Περίμενε! Να βάλω τα μυωπικά και να φυσάει!
Τζάμπα τρέχεις, πάει, την έχασες!
Κλείσε το παντζούρι, χαρά μου! Κλείσ’ το ρημάδι να τελειώνουμε μ’ αυτή την παρωδία.
Τα λάθη μας πληρώνουμε! Μια χαρά πλανήτης – πάει, τον καταστρέψαμε. Και τώρα μας εκδικείται η φύση!
Καλά κάνει και μας εκδικείται. Κλείσε!
Γιατί;
Έτσι που την κάναμε τη φύση; Να μην τη βλέπουμε τουλάχιστον!
Advertisement