ΒΡΕ, μήπως έκανα λάθος;

ΜΗΠΩΣ ο «πραγματικός» Αντώνης Μπαξεβανίδης δεν είναι αυτός που ξέρω, αλλά αυτός που βλέπω (απόψε) μπροστά μου;

ΕΙΝΑΙ δυνατόν να πρόκειται για το ίδιο άτομο; Είναι αυτός που βλέπω ο Αντώνης που ξέρω;

ΜΗΠΩΣ ο άνθρωπος είναι πραγματικά τρελός και δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος;

ΤΟ μάτι του «γυάλιζε» επικίνδυνα εκείνο το βράδυ…

ΣΕ τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που έκανε και εμένα (που τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά για περισσότερο από 35 χρόνια) να αμφιβάλω για την ψυχική του υγεία.

ΜΙΑ ματιά να ρίξετε στη διπλανή φωτογραφία (του Αντώνη) φτάνει να δικαιολογήσετε τις αμφιβολίες μου.

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: την εκπληκτική αυτή φωτογραφία την έβγαλε ένας κοινός μας φίλος: ο Παρασκευάς Μοσχίδης, που -κατά την κρίση μου (αν και φαρμακοποιός!)- είναι ένας από τους καλύτερους φωτογράφους που έχω γνωρίσει. Κρίμα που δεν παρατάει τα γιατροσόφια (και τις συνταγές) και να αφοσιωθεί στη φωτογραφική τέχνη. Κλείνει η παρένθεση.

ΚΑΙ επειδή γνωρίζω καλά τον Αντώνη (και ακόμα καλύτερα ότι πρόκειται για έναν ταλαντούχο ηθοποιό) αναρωτήθηκα, αν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να δραπετεύει, έστω και για δύο ώρες, από τα δεσμά της λογικής και να περνάει, με τέτοια «ευκολία» στη λευτεριά δίχως σύνορα…

ΓΙΑΤΙ τι άλλο είναι η τρέλα, από μια πλήρη απελευθέρωση από τους καθιερωμένους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς και κάθε συμβατικότητα;

ΝΑ προσθέσω εδώ ότι ο «λόγος» ήταν αυτός που (αρχικά) περιθωριοποιήθηκε η τρέλα και (αργότερα) φυλακίστηκε πίσω από τα κάγκελα των ιδρυμάτων. Μέχρι τότε δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ «τρελών» και «λογικών».

ΓΙΑ τον Αντώνη Μπαξεβανίδη, όμως, άρχισα να γράφω και όχι για να κάνω διατριβή στην τρέλα.

ΕΛΑ, όμως, που έχω κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία στους «τρελούς» και δεν κατάφερα να αντισταθώ στην πρόκληση…

ΓΙΑ τον ίδιο λόγο πήγα (πριν τρία χρόνια) να δω και το θεατρικό έργο «Στη φωλιά του κούκου» που ο Αντώνης υποδυόταν τον «τρελό».

ΤΟ έργο, που βασίσθηκε στο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα, Κεν Κέισι, το είδα για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1975, σε σκηνοθεσία Μίλος Φόρμαν.

ΜΟΥ είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση η ταινία που έπαιξε (και πήρε και το Όσκαρ) ο Τζακ Νίκολσον, που στη συνέχεια το είδα και δύο φορές στο θέατρο. Τη μια εξ αυτών το 1984 στην Αθήνα με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο.

Η καλύτερη, όμως, παράσταση θα έλεγα ότι ήταν αυτή του Human Sacrifice Theatre στην οποία ο Αντώνης έδωσε ρεσιτάλ σε «τρελούς» και ηθοποιούς.

ΣΤΗΝ «ουρά» περίμενα στα καμαρίνια, να τον συγχαρώ και να τον ρωτήσω «αν είναι καλά».

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ απέσπασε τον θαυμασμό όλων και απέσπασε τις καλύτερες κριτικές από τα αυστραλιανά Μέσα Ενημέρωσης.

ΚΑΙ επειδή τον γνωρίζω πολύ καλά, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο λόγος που ερμήνευσε (και αυτόν το ρόλο) τόσο καλά είναι γιατί αγαπάει με πάθος το θέατρο και μελετά σε βάθος (και την παραμικρή λεπτομέρεια) των ρόλων που ερμηνεύει.

ΣΤΗΝ κυριολεξία δίνει την ψυχή του όταν παίζει στο θέατρο και τον κινηματογράφο και αυτό κάνει τη διαφορά.

Η αγάπη του για το θέατρο, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, άρχισε από ένα εντελώς τυχαίο γεγονός.

Ο,ΤΙ έχει καταφέρει μέχρι σήμερα το χρωστά (όπως λέει ο ίδιος) στην… Γκόλφω, που παρακολούθησε (σε τέντα!) στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης από τον περιοδεύοντα θίασο του Λάκη Σύπρου, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Ο «ηθοποιός» ξύπνησε μέσα του (για να «θεριέψει» τα χρόνια που ακολούθησαν) όταν ένας ηθοποιός, του περιφερόμενου «μπουλουκιού», τον πήρε από το χέρι και τον ανέβασε για πλάκα στη σκηνή…

ΣΤΗΝ Αυστραλία ήλθε τον Αύγουστο του 1968, αφού είχε ξεμπερδέψει με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αφήνοντας πίσω του τη Θεσσαλονίκη, την ηλεκτροτεχνία που είχε σπουδάσει στη Σχολή «Ευκλείδης», και την ερασιτεχνική καριέρα του ως αθλητής της ποδηλασίας.

ΕΝΑ από τα πρώτα πράγματα που αναζήτησε φτάνοντας εδώ (και αφού εξασφάλισε τα προς το ζην) ήταν να σπουδάσει Θέατρο.

ΗΤΑΝ τέτοια η λαχτάρα του, να πραγματοποιήσει το παιδικό όνειρο της… τέντας, που έδωσε (λόγω γλώσσας) έξι φορές εξετάσεις στη δραματική σχολή «ΣΑΥΝΑ ΧΕΒΡΟΝ» για να τον δεχτούν.

Η συγκεκριμένη σχολή ακολουθούσε (αποκλειστικά) τη μέθοδο του μεγάλου Ρώσου θεατρικού σκηνοθέτη, Στανισλάβσκι, ο οποίος και έλεγε ότι «ο ηθοποιός που ανεβαίνει στο σανίδι να παρουσιάσει τον εαυτό του, καλύτερα να καθίσει… σπίτι του»!

ΣΤΗ συνέχεια παρακολούθησε τη σχολή κινηματογράφου «Crawford Production» και αμέσως μετά άρχισε να ερμηνεύει μικρούς ρόλους στο θέατρο και τον κινηματογράφο.

ΛΙΓΟ αργότερα ασχολήθηκε και με το παροικιακό θέατρο, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε, αφού το τελευταίο δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ερασιτεχνική προχειρότητα.

ΣΤΟΝ κινηματογράφο ερμήνευσε μικρούς ρόλους σε ταινίες του γνωστού Αυστραλού σκηνοθέτη Paul Cox (με τον οποίο θα συνεργαστεί και πάλι μετά από 30 χρόνια), τη Νάντια Τασσοπούλου, καθώς σε ταινίες και σειρές του ABC και του SBS.

ΑΡΚΕΤΟΥΣ διαφορετικούς ρόλους έχει υποδυθεί σε περισσότερες από 50 ταινίες μικρού μήκους, ορισμένες από τις οποίες έχουν κερδίσει διακρίσεις σε διάφορα φημισμένα Κινηματογραφικά Φεστιβάλ σε ολόκληρο τον κόσμο.

ΤΟΝ Αντώνη τον γνώρισα πριν 35 περίπου χρόνια όταν γίναμε γείτονες στο Lonsdale Street. Εγώ στο «Νέο Κόσμο» και αυτός στο «Photo Discount», το φωτογραφείο που διατηρούσε στο ισόγειο του παλιού κοινοτικού κτιρίου.

ΕΚΕΙ είχαμε περάσει ατελείωτες ώρες συζητώντας για το θέατρο, τον κινηματογράφο και δοκιμάζοντας τις καινούργιες φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές που αγόραζε κάθε τόσο ο Αντώνης.

ΗΤΑΝ παθιασμένος με τη φωτογραφία, το θέατρο και τον κινηματογράφο και έχουμε δει μαζί εκατοντάδες ταινίες, θα τολμήσω να πω.

Ο Αντώνης πάντα έκανε όνειρα για ταινίες, άσχετα αν πολλά από αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ακόμα.

ΤΟ ότι περάσαμε (πολύ) καλά κάνοντας όνειρα δεν είναι και λίγο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, τι περισσότερο από ένα μεγάλο όνειρο, είναι η ζωή μας…

ΑΥΤΑ τα λίγα, προκειμένου να κερδίσουμε χώρο για τις φωτογραφίες, που όχι μόνο «μιλούν από μόνες τους», αλλά «λένε» και πολύ περισσότερα από όσα έγραψα. Γεια χαρά.