Έφυγε από την Ελλάδα, θα πει, με τη βαλίτσα του σχεδόν άδεια -να χρωστά ακόμα κι αυτό το πουκάμισο που είχε μέσα- αισθανόμενος, όμως, προνομιούχος.
«Είχα, πάνω απ’ όλα, την ευχή της μητέρας μου, τη βαριά κληρονομιά της εργατικότητας και τιμιότητας του πατέρα μου και τον βαρύ εξοπλισμό της τέχνης μου. Αν σκεφτείς ότι οι περισσότεροι νεομετανάστες, την εποχή εκείνη, ήταν ανειδίκευτοι, εγώ ήμουν προνομιούχος».
Βρισκόμαστε στο γραφείο του σιδηρουργείου του Παναγιώτη Νυφάκου, Alpha Wrought Iron, όπου δεν υπάρχει ούτε σπιθαμή, χωρίς ένα δείγμα από την ιλιγγιώδη πορεία του στην Αυστραλία. Δεν ξέρω τι να πρωτοθαυμάσω, πού να ζητήσω να με πάει για να δω τι κρύβεται πίσω από την εικόνα. Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα θησαυρό προσωπικής δημιουργίας μισού αιώνα.
Ο Παναγιώτης Νυφάκος, σεμνός, συντηρητικός, ευγενικός και πάντα μετρημένος στις εκφράσεις του, κάθε άλλο παρά προδίδει το λιοντάρι που κρύβεται μέσα του.
Γι’ αυτό και θα με ξαφνιάσει, όταν μ’ ένα απλό ερώτημα για την πρώτη του επαφή με την Αυστραλία, θα είναι χειμαρρώδης, ορμητικός, παραστατικός, ξαναζώντας -προφανώς- το σκηνικό που μου μεταδίδει: «Φαντάσου ουρές ατελείωτες» θα με προστάξει, «χιλιάδες άνθρωποι, στην Chrysler, άνεργοι, να αγωνιούν αν θα τους πάρουν στη δουλειά κι ανάμεσά τους και εγώ, χωρίς μία. Το αίμα μου έβραζε. Ήμουν αποφασισμένος να μην το κουνήσω αν δεν έπιανα δουλειά, όχι αύριο ή μεθαύριο, όπως άκουγα να λένε μεταξύ τους, όσοι αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να μην προσληφθούν, αλλά αυτή την ίδια μέρα.
Βγήκε κάποιος από την κεντρική πόρτα και μας ανακοίνωσε ότι δεν θα έπαιρναν άλλους και να φύγουμε. Πετάχτηκα μ’ όλη τη δύναμη που είχα μέσα μου, οργισμένος που ήλθα στην άκρη της γης, όχι για μια δουλειά, αλλά και δύο αν ήθελα, όπως μου είχαν πει, και πήδησα έναν πανύψηλο φράχτη από συρματόπλεγμα. Όρμηξα μέσα στα γραφεία της εταιρείας και τους είπα ότι θέλω δουλειά. Πιστεύω ότι τους αιφνιδίασα. Στη συνέχεια, έδωσα δείγματα γραφής, προτείνοντας έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο από εκείνον που εφάρμοζαν οι εργάτες εκεί μπροστά μου και παρ’ ότι δεν ήταν αυτό που ακριβώς ήθελα, ως απασχόληση, έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό και με προσέλαβαν. Έβγαζα πολύ περισσότερη δουλειά, ως συναρμολογητής και έμεινα εκεί αρκετό χρόνο -κάπου δώδεκα μήνες-, όσο χρειαζόταν για να μαζέψω αρκετά να κάνω δική μου δουλειά».
Η «δική του δουλειά», όπως θα πει, θα είναι εκεί δίπλα που είναι τώρα, στο 228 Gertrude Street. «Ένας στενός διάδρομος ουσιαστικά, για αρχή, όμως ήταν θαυμάσιο».
Εκεί θα συνεταιριστεί μ’ έναν δραστήριο φίλο του, τον Διονύσιο Μαρούδα, και θα γίνει η αρχή της ανοδικής πορείας που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια για να τον φέρει στην κορυφή του κλάδου του.
Βρισκόταν σ’ έναν χώρο που «αυτά που κατασκεύαζαν οι σιδεράδες τότε στην Αυστραλία, ήταν πολύ απλά και στερεότυπα. Από την πρώτη μου επαφή με όσα γινόταν στον κλάδο μου, κατάλαβα ότι είχα να προσφέρω πολλά. Τη δουλειά δεν τη φοβόμουν. Θυμάμαι, πήρα την πρώτη παραγγελία για μια πόρτα από κάποιον Εβραίο από τo Balaclava και του την παρέδωσα την ίδια μέρα. Δεν πίστευε στα μάτια του».
ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ
Στην Αυστραλία ο Παναγιώτης Νυφάκος υπήρξε -αναμφίβολα- πρωτοπόρος στο χώρο του. Με τις γνώσεις, την άρτια επαγγελματική κατάρτιση, το μεράκι και το πάθος του για το αντικείμενο, έδωσε νέα όψη, αρχικά, στις οικοδομές της Μελβούρνης και στη συνέχεια σε όλη την Αυστραλία. Εμφανώς, τον μιμήθηκαν πολλοί.
Δείγματα της δουλειάς του υπάρχουν σε πάρα πολλά σπίτια των αριστοκρατικών προαστίων, εξωτερικά και εσωτερικά, σε σχέδια πρωτόγνωρα για τα αυστραλιανά δεδομένα, αλλά και στα εσωτερικά προάστια, σε σπίτια κλασικά, παραδοσιακά ή μοντέρνα. Η έμπνευση ήταν δική του, τα σχέδια από το δικό του έμπειρο χέρι και, φυσικά, η εκτέλεση, με βοηθούς, μάστορας των οποίων ήταν ο ίδιος, αυστηρός, απαιτητικός, αλλά και δίκαιος. Με περίσσια αγάπη για την τέχνη, αλλά και τον άνθρωπο που ήταν εκεί μαζί του για να την μάθει: «Φοβερός δάσκαλος, λίγο αψύς βέβαια, αλλά δίκαιος και γενναιόδωρος. Πάντα έδινε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι υποσχόταν και ιδιαίτερα τις γιορτές» θα πει ο Σωτήρης Χατζημανώλης -ναι ο δικός μας αρχισυντάκτης σήμερα που στην εφηβεία του, είχε περάσει από εκεί. «Ήταν οι πρώτες μέρες μου στην Αυστραλία και, φυσικά, δεν περίμενα από τον πατέρα μου να με συντηρήσει. Ήταν ο μόνος στην οικογένεια που είχε δουλειά. Ο μαστρο-Τάκης, όπως τον λέγαμε, δεν ήταν μόνο άριστος μάστορας, σωστός καλλιτέχνης στη δουλειά του, αλλά και άριστος δάσκαλος. Βέβαια, ανάλογες ήταν και οι απαιτήσεις του, από μας. Δεν έπαιρνε δεύτερη κουβέντα στις οδηγίες που μας έδινε. Και… όποιος αντέξει!».
Ο ίδιος, πάντως, άντεξε και μάλιστα σε μια εποχή που συνδύαζε σπουδές και αμόνι!
«Έχουν περάσει εκατοντάδες από δω» θα πει σήμερα ο Παναγιώτης Νυφάκος, αγκαλιάζοντας με το βλέμμα του ένα χώρο σκληρής δουλειάς, μεγάλων απαιτήσεων της τέχνης, αλλά και τεράστιων ικανοποιήσεων: «Eίναι γεγονός ότι η προσπάθειά μου δεν ήταν μόνο να δώσω την ποιοτικότερη δουλειά που μπορούσα και πιστεύω ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό το πέτυχα, αλλά να βγάλω και καλούς τεχνίτες. Είμαι περήφανος γιατί πολλοί από εκείνους που δούλεψαν μαζί μου είναι σήμερα μεγάλοι και τρανοί.
Υπήρχε τότε, πρέπει να το πω, η δίψα για μάθηση από πάρα πολλούς. Και όταν ο άλλος διψά να μάθει τη δουλειά σωστά, είναι απόλαυση -πίστεψέ με- να του δείχνεις τα μυστικά της τέχνης. Μετά βλέπεις, εκεί μπροστά σου, την πρόοδό τους και αυτή είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Σε τελευταία ανάλυση εκείνοι που πήραν σοβαρά τη δουλειά και αγάπησαν την τέχνη, τη συνέχισαν κι εκείνη τους αντάμειψε με το παραπάνω».
ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΟ»
«Υπάρχουν βέβαια και οι απογοητεύσεις. Όπου δίνεις τη ψυχή σου να διδάξεις κάποιον να τον βοηθήσεις να γίνει πρωτομάστορας, κι όταν το επιτύχεις, μια ωραία πρωία φεύγει, χωρίς καν να σου πει ‘αντίο’. Αυτό, ομολογώ ότι πονάει. Ο γιος μου ο Νικόλας που έχει μάθει την τέχνη από μικρός και πραγματικά την έχει αγαπήσει, όταν βλέπει τέτοιες περιπτώσεις γίνεται ανάστατος.
Του φαίνεται αδιανόητο. «Πες ότι πέθανε» του λέω για να τον συνεφέρω. Δεν ορίζουμε τους ανθρώπους. Οι ίδιοι δεν ορίζουν καν τον εαυτό τους».
Βρισκόμαστε σ’ ένα επίμαχο σημείο του χώρου του. Το μέλλον της σιδηρουργικής. Είναι γεγονός ότι η τέχνη αυτή, όπως άλλες της ίδιας περίπου ηλικίας, φθίνει;
Ναι. Είναι μια διαπίστωση που έχω κάνει τα τελευταία χρόνια και τώρα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ενδιαφέρει πολύ λίγους. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό για το γεγονός ότι ο γιος μου Νικόλας, αγαπά την τέχνη, έτσι όπως την έμαθε από επτά χρόνων που ερχόταν στο εργαστήρι και σήμερα μπορεί να συνεχίσει.
Έχουμε ήδη μεταφερθεί από το Fitzroy, όπου είμαστε εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, στο Fairfield, σ’ έναν νέο χώρο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Προσωπικά, εξακολουθώ να είμαι παρών και νοιώθω περήφανος που ο γιος μου δίνει μεγάλη βαρύτητα στις απόψεις μου. Να πω, επίσης, ότι ενδιαφέρεται και ο μεγάλος μου εγγονός, ο 17χρονος Παναγιώτης, ο οποίος ήδη εκπαιδεύεται. Φυσικά, τον προτρέπω να κάνει πρώτα κάποιες σπουδές στον κλάδο που τον ενδιαφέρει και μετά να αποφασίσει αν θέλει ακόμη να ασχοληθεί με τη σιδηρουργική».
ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ
Ορόσημο της πορείας του θεωρεί το Flemington Racecourse, όπου μεγαλουργεί τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλάζοντας ριζικά την όψη του χώρου που, εξαιτίας της δουλειάς του Παναγιώτη Νυφάκου, έχει γίνει ένα από τα αξιοθέατα της Μελβούρνης.
Πρόκειται για μια τεράστια αριστουργηματική δουλειά, όπου η ιδιαίτερα υψηλή τέχνη, η έμπνευση και η εκτέλεση του αξιοθαύμαστου αυτού έργου, μιλούν ξεκάθαρα για τη μοναδικότητα του καλλιτέχνη και εμπνευσμένου δουλευτή του μετάλλου, Παναγιώτη Νυφάκου.
Είναι ο χώρος όπου απελευθερώνεται, αλλά και χαλινώνεται συνάμα η τέχνη για να δώσει ό,τι πιο τέλειο θα μπορούσε να συλλάβει ο νους του ανθρώπου.
Έντονη η αρχαία ελληνική τεχνική στις κολώνες, στην ανώτερη αισθητική που αποπνέει το τεράστιο αυτό έργο που έχει σχεδιάσει και φιλοτεχνήσει ο ίδιος, επιβλέποντας, στην εκτέλεσή του και στην τοποθέτηση στο χώρο και την ελάχιστη λεπτομέρεια. Είναι ένα έργο που μιλά εύγλωττα για τη μοναδικότητα της έμπνευσής του και της τεχνικής του.
«Σε κάθε έργο βάζω μέσα ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό μου. Το Flemington, μπορώ να πω με πεποίθηση, εκπροσωπεί όχι μόνο την αγάπη μου και το πάθος μου για την τέχνη αυτή, αλλά είναι απόσταγμα μιας μακράς ανεκτίμητης πείρας και καλλιέργειας» θα καταλήξει ο Παναγιώτης Νυφάκος.