Κοινωνική έκρηξη έχει προκαλέσει η επιδοκιμασία του ρατσισμού από το Γενικό Εισαγγελέα της Αυστραλίας, γερουσιαστή George Brandis, στην κοινοπολιτειακή Γερουσία και από τον πρωθυπουργό, Tony Abbott, στη Βουλή.
Απαντώντας σε παρατήρηση της ιθαγενούς συναδέλφου του, Νova Peris, ότι η αλλαγή του Άρθρου 18C του Νόμου περί Ρατσιστικών Διακρίσεων, που προωθεί η κυβέρνηση, θα ενθαρρύνει τις ρατσιστικές επιθέσεις, ο κ. Brandis νομιμοποίησε τη ρατσιστική συμπεριφορά με την εξωφρενική δήλωση, «people have the right to be bigots” («οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να είναι ρατσιστές»).
Το «δικαίωμα» των πολιτών να συμπεριφέρονται ρατσιστικά επιδοκίμασε και ο πρωθυπουργός, κατά τις απαντήσεις του στις καταιγιστικές επιθέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ισχυριζόμενος, μάταια, σε κάθε απάντηση, ότι οι προτεινόμενες αλλαγές του Νόμου «προστατεύουν από τις ρατσιστικές επιθέσεις» ενώ «διασφαλίζουν το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης».
Μέλη της κυβέρνησης, η αξιωματική αντιπολίτευση, τα άλλα πολιτικά κόμματα, οι ηγεσίες 150 και πλέον των μεταναστευτικών κοινοτήτων Αυστραλίας, μεταξύ των οποίων και η ελληνική παροικία, και οργανισμοί προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταδίκασαν απερίφραστα τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα και προειδοποίησαν για «ανένδοτο αγώνα» κατά της αποδυνάμωσης του Νόμου περί Φυλετικών Διακρίσεων.
Η νομιμοποίηση του ρατσισμού είναι, προφανώς, στοιχείο της αναχρονιστικής πολιτικής που προτίθεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση Abbott, αιχμές της οποίας είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε αγγλοσάξονες και μη και η αναβίωση των αποικιοκρατικών σχέσεων της Αυστραλίας με «τη μητέρα» Αγγλία.
Σαράντα οκτώ ώρες μετά την κατάπτυστη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα, ο πρωθυπουργός, Tony Abbott, ανακοίνωσε την επαναφορά των βρετανικών τίτλων ευγενείας Knight (σερ) για Αυστραλούς ευπατρίδες και Dame για Αυστραλές, μέλη της κοινωνικής ελίτ, που προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες στη χώρα.
Η ανακοίνωση του πρωθυπουργού προκάλεσε σκωπτικά σχόλια της αντιπολίτευσης, χλευάστηκε από το κίνημα των ρεπουμπλικάνων και απορρίφθηκε ως «γελοία» από τη μερίδα του αυστραλιανού λαού, που διαφωνεί με οπισθοδρομικές αποφάσεις και ενέργειες που ενισχύσουν τη σχέση της Αυστραλίας με το παλάτι της Αγγλίας.
Η συντηρητική παράταξη είχε δεσμευτεί προεκλογικά να καταργήσει το Άρθρο 18C, βάσει του οποίου ο αρθογράφος του «Herald Sun», Andrew Bolt, καταδικάστηκε τo 2011 για «ρατσιστική επίθεση» σε Αυστραλούς ιθαγενείς. Με το διάτρητο επιχείρημα ότι το Άρθρο 18C στην παρούσα μορφή του «περιορίζει την ελευθερία έκφρασης» ο Γενικός Εισαγγελέας σχεδίασε αλλαγές, οι οποίες θα καταστήσουν τους μετανάστες μη αγγλοσαξωνικής καταγωγής –ιδιαίτερα τους μετανάστες από τη Μέση Ανατολή και την Ασία– εύκολους στόχους των ρατσιστών.
Στην εισαγωγή ανακοίνωσης – με τις προτεινόμενες αλλαγές του Νόμου περί Φυλετικών Διακρίσεων, ο Γενικός Εισαγγελέας σημειώνει ότι «οι αλλαγές που ενέκρινε η κοινοβουλευτική ομάδα του Συνασπισμού θα ενισχύσουν την προστασία του πολίτη από τον ρατσισμό, ενώ ακυρώνουν τις διατάξεις του Νόμου που περιορίζουν, παράλογα, την ελευθερία έκφρασης».
Ο σκιώδης Γενικός Εισαγγελέας, κ. Mark Dreyfus, σχολιάζει, ότι οι αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση αποδυναμώνουν το Νόμο, διότι αντικαθιστούν τις βασικές λέξεις «προσβάλλω, υβρίζω, ταπεινώνω» με λέξεις περιορισμένης σημασίας. Με απλά λόγια, οι αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση, αν περάσουν από το κοινοβούλιο, θα προστατεύουν τους ρατσιστές και θα αφήνουν ακάλυπτους τους πολίτες-στόχους.
Κατά της αλλαγής του Νόμου τάσσεται και ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής του πρωθυπουργού για θέματα ιθαγενών, Warren Mundine. O ιθαγενής ακτιβιστής χαρακτηρίζει «παράξενη» τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα «οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να είναι ρατσιστές» και εκτιμά ότι οι αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση δεν πρόκειται να μετριάσουν ή να μειώσουν τις ρατσιστικές επιθέσεις που δέχονται καθημερινά ο ίδιος και άλλοι συμπολίτες. «Έχουμε μακρά ιστορία ρατσισμού και ρατσιστικών επιθέσεων και ρατσιστικής μεταχείρισης ανθρώπων {…} βρίσκω αστείο το γεγονός, ότι δεν επιτρέπεται να υβρίζουμε σε δημόσιους χώρους, αλλά επιτρέπονται οι ρατσιστικές επιθέσεις. Σας διαβεβαιώνω, ότι οι ύβρεις δεν σκότωσαν κανένα, όμως οι ρατσιστικές επιθέσεις σκότωσαν πολλούς».
Τη δήλωση του κ. Brandis καταδίκασε και η ομογενής γερουσιαστής, Τζένη Μικάκου.
Η ομογενής σκιώδης υπουργός δηλώνει υπερήφανη διότι συμμετείχε στις Εργατικές κυβερνήσεις της Βικτωρίας που θέσπισαν Νόμους κατά ρατσιστικών υποθέσεων και σημειώνει, ανήσυχη: «Τα σχόλα των κ. Abbott και Brandis, ατόμων που καταλαμβάνουν ανώτατα πολιτικά αξιώματα, δεν ενισχύουν τις προσπάθειες διατήρησης της κοινωνικής συνοχής μας. Σε τελευταία ανάλυση, η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών διαφορετικής καταγωγής δημιουργεί το συμπαγές κοινωνικό και κοινωνικό θεμέλιο της Βικτωρίας».
Τέλος, το Ελληνικό Συμβούλιο Νέας Νότιας Ουαλίας εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για τις προτεινόμενες αλλαγές του Νόμου.
Σε δηλώσεις του στο «Νέο Κόσμο» ο αναπληρωτής συντονιστής του Συμβουλίου, Γεώργιος Βελλής, χαρακτηρίζει «απογοητευτικό» το σχέδιο των αλλαγών που έδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας για δημόσια διαβούλευση.
«Τελευταία παρευρέθηκα, μαζί με αντιπροσώπους άλλων μεταναστευτικών κοινοτήτων, σε δύο ευρύτατες συναντήσεις με το Γενικό Εισαγγελέα κ. Brandis, και συμφωνήσαμε ότι δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς από την κυβέρνηση η ανάγκη αλλαγής του Νόμου. Ο ρατσισμός είναι απαράδεκτος και επιζήμιος για μεμονωμένα άτομα και την κοινωνία μας. Οι ρατσιστικές ομιλίες, επιθέσεις και χαρακτηρισμοί πλήττουν την υπόληψη, τον αυτοσεβασμό και την ακεραιότητα ανθρώπων, επειδή είναι αυτοί που είναι. Ο προτεινόμενος Νόμος θα αυξήσει τα κρούσματα ρατσισμού και επιθέσεων και θα υποβαθμίσει τη σημασία των ρατσιστικών επιθέσεων».
Ο κ. Βελλής βεβαιώνει, ότι «το Ελληνικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να καταγγέλλει τις προτεινόμενες αλλαγές και θα υποβάλει τις απόψεις του στον Γενικό Εισαγγελέα».