Μια νύχτα του 1957, στις αποβάθρες της Βοστώνης, ο νεαρός τότε ναυτικός, Γιάννης Λιβανός, αποφάσισε να ρισκάρει. Παράτησε το εμπορικό πλοίο που τον είχε πάει εκεί και εγκαταστάθηκε παράνομα στις ΗΠΑ. Χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα διαμονής για πολύ καιρό, ζούσε και εργαζόταν στα κρυφά. Καχύποπτος και μόνος, σπάνια μοιραζόταν την ιστορία του. Στους δρόμους καραδοκούσαν οι ελεγκτές της Υπηρεσίας Μετανάστευσης. «Κάποτε ήμουν και εγώ λαθραίος» λέει.
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο λίγες ημέρες μετά το νέο ναυάγιο στο Αιγαίο Πέλαγος, ανοιχτά της Λέσβου, με θύματα επτά μετανάστες. Από αυτό το νησί, από το χωριό Μόλυβος της Λέσβου, κατάγεται και ο Γιάννης Λιβανός. Σήμερα στα 75 του χρόνια είναι πετυχημένος επιχειρηματίας στις ΗΠΑ. Τα επτά εστιατόρια που έφτιαξε τα διαχειρίζονται τα τρία παιδιά του.
Ο ΠΟΝΟΣ
«Έχω και εγώ έναν πόνο σαν και τον δικό τους και τους λυπάμαι» λέει για τους μετανάστες που πνίγηκαν πρόσφατα. «Τους κλαίει η ψυχή μου. Έρχονται να δουλέψουν στην Ελλάδα και είναι κρίμα να χάνονται γυναίκες με παιδιά σε μια παλιόβαρκα».
Ο Γιάννης Λιβανός δεν είναι ο μόνος Έλληνας που βρέθηκε στη θέση των «άλλων». Τις δεκαετίες που φούντωναν τα κύματα μετανάστευσης προς τη Δύση πολλοί ήταν εκείνοι που αναζητούσαν καλύτερη ζωή χωρίς χαρτιά. Δημοσίευμα της 16ης Σεπτεμβρίου 1927 στην εφημερίδα «New York Times» έγραφε ότι οι διακινητές της Φλόριδα χρέωναν 300 δολάρια το κεφάλι στους Έλληνες και Ιταλούς παράνομους μετανάστες για να τους περάσουν από την Κούβα στις ΗΠΑ. Για Ιάπωνες, Κινέζους και Ινδούς η ταρίφα ανέβαινε στα 750 δολάρια.
Οι γονείς του Λιβανού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον σπουδάσουν στην Ελλάδα και γι’ αυτό μπάρκαρε. Ήταν 21 ετών όταν το πλοίο του έδεσε στις ΗΠΑ. Θα μπορούσε να μην αποβιβαστεί και να συνεχίσει την καριέρα του για να γίνει καπετάνιος. Δεν του άρεσε όμως η θάλασσα. «Βγήκα λαθραίος στη Βοστώνη μαζί με ένα άλλο παιδί. Τότε τους κυνηγούσαν πολύ τους λαθραίους. Στους τρεις μήνες τον άλλον τον έπιασαν και τον έστειλαν πίσω. Σε ρωτούσαν εάν έχεις τα ναύλα για την επιστροφή, αλλιώς στα πλήρωναν εκείνοι» αναφέρει.
Χωρίς άλλα προσόντα ή καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο Λιβανός έγινε λαντζέρης σε ελληνικά εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Δεν αποκάλυπτε στους εργοδότες του ότι δεν είχε άδεια διαμονής. Εκείνοι δεν ρωτούσαν γιατί χρειάζονταν εργατικά χέρια. «Ζούσα με τον φόβο» λέει. «Απέφευγα να μιλήσω και δεν μπορούσα να ανοιχτώ σε καλύτερες δουλειές. Ελεγκτές της Υπηρεσίας Μετανάστευσης επέλεγαν κάθε μέρα κι έναν δρόμο και ξεκινούσαν τις εφόδους σε ιταλικά, ελληνικά και κινέζικα εστιατόρια. Γι’ αυτό και εμείς δεν μέναμε για πολύ καιρό σε ένα μαγαζί». Οι έλεγχοι των Αρχών συνεχίστηκαν για πολύ καιρό. Το 1971 άλλο δημοσίευμα της εφημερίδας «New York Timesς» ανέφερε ότι η Υπηρεσία Μετανάστευσης έχει βάλει στο στόχαστρο και τα εστιατόρια των Ελλήνων.
ΟΙ ΕΦΟΔΟΙ
Τουλάχιστον τρεις φορές γλίτωσε ο Λιβανός από τις εφόδους. Σε μία από αυτές οι υπάλληλοι της υπηρεσίας μετανάστευσης τον βρήκαν στην κουζίνα ενός εστιατορίου. «Με ρώτησαν από πού κατάγομαι και τότε ψέλλισα στο αφεντικό που βρισκόταν δίπλα μου ότι δεν έχω κάρτα. Δεν του το είχα πει, αν και σκόπευα. Ήταν και αυτός πρώην ναυτικός που είχε εγκατασταθεί παράνομα αρχικά σαν κι εμένα» θυμάται. Το αφεντικό για να τον προστατεύσει έδειξε στους ελεγκτές ότι πανικοβλήθηκε. Όσο εκείνοι ασχολούνταν μαζί του για να εξακριβώσουν εάν βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, ο Λιβανός κρύφτηκε στις γυναικείες τουαλέτες και ξέφυγε.
Η νομιμοποίηση για τους περισσότερους παράνομα διαμένοντες αλλοδαπούς στις ΗΠΑ γινόταν τότε με εικονικούς γάμους. Υπέγραφαν συμβόλαιο με τις νύφες οι οποίες αμείβονταν με 1.000 ή και 2.000 δολάρια. Ο Λιβανός λέει ότι είχε βρει μια Σπανιόλα με αμερικανικό διαβατήριο που ήταν πρόθυμη να τον εξυπηρετήσει. Δεν χρειάστηκε όμως να την παντρευτεί. Λίγο αργότερα γνώρισε τη γυναίκα του με την οποία είναι παντρεμένος από το 1958 μέχρι σήμερα. Απέκτησαν τρία παιδιά και δέκα εγγόνια. «Δεν ήταν γάμος σκοπιμότητας» τονίζει.
Η ΑΝΟΔΟΣ
Όταν είχε εγκαταλείψει το εμπορικό πλοίο, ο Λιβανός σκεφτόταν να μείνει λίγα χρόνια στις ΗΠΑ, να συγκεντρώσει χρήματα και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δεν φανταζόταν ότι θα έφτιαχνε σε αυτήν τη χώρα το σπίτι του. Στην ξένη γη ο Λιβανός δούλεψε πολύ και σκληρά. Η πρώτη του βάρδια ξεκινούσε στις επτά το πρωί και τελείωνε στις πέντε το απόγευμα. Συνέχιζε ύστερα από μισή ώρα σε άλλο εστιατόριο ώς τις εννιά το βράδυ. Κάθε μέρα. Σε τρία χρόνια μάζεψε τα χρήματα που ήθελε και αγόρασε το μαγαζί ενός πτωχευμένου επιχειρηματία στην Αστόρια.
«Μου ζήταγε 2.500 δολάρια, το πήρα με 1.300. Το έβαψα και το έφτιαξα μόνος μου. Το δούλεψα σκληρά με έναν μάγειρο, έναν πιατά και τη βοήθεια της γυναίκας μου» λέει. Το μαγαζί έγινε γνωστό, προσελκύοντας τους εργάτες της κοντινής βιομηχανικής ζώνης. «Το κράτησα 18 μήνες και μετά το πούλησα 18.000 δολάρια. Τόσο καλό όνομα είχε αποκτήσει» σημειώνει. Ακολούθησαν κι άλλες αγοραπωλησίες και έξυπνες επιχειρηματικές κινήσεις.
Σήμερα έχει επτά εστιατόρια στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και του Κονέκτικατ. Κάποτε είχε τα διπλάσια. Όλα μαζί απασχολούν 460 υπαλλήλους. Αν και οι δύο του γιοι και η κόρη του ανέλαβαν τα ηνία της επιχείρησης ο ίδιος δεν έχει σταματήσει να τα επισκέπτεται και να επιβλέπει. Είναι, άλλωστε, δικά του δημιουργήματα.