Σ’ ένα απίστευτα συναρπαστικό και μαγικό ταξίδι στο χρόνο θα είναι επιβάτες όσοι αποφασίσουν να είναι εκεί το ερχόμενο Σαββατοκύριακο, όταν το Ελληνικό Μουσείο Roxy στο Bindara θα ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό.
Είναι το τελευταίο επίτευγμα μιας προσπάθειας δέκα ετών περίπου για την ανακαίνιση ενός κτιριακού συγκροτήματος, που περιλαμβάνει το Roxy Cafe, to Roxy Theatre και τώρα το Roxy Greek Museum.
Στο Bindara, ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι της Ν.Ν.Ουαλίας, επτά ώρες οδήγησης από το Σίδνεϊ και τέσσερις από το Μπρίσμπαν, οι κάτοικοί του που σήμερα αριθμούν τους 1.300 περίπου, περιμένουν με ανυπομονησία τη μεγάλη στιγμή. Και είναι περίεργο ότι σ’ έναν χώρο που μόνο 4.5% των κατοίκων δεν είναι αγγλοσαξονικής καταγωγής, αναβιώνει ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κεφάλαια της ιστορίας των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, την προσπάθειά τους να εισχωρήσουν στον οικονομικό ιστό της χώρας με τα cafe στην ύπαιθρο.
Αρχικά, το 1936 κτίστηκε το cafe από τρεις συνεργάτες, οι οποίοι, στη συνέχεια, έχτισαν δίπλα ακριβώς το Roxy Theatre που επρόκειτο να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των ντόπιων αλλά και επισκεπτών από όλη την Αυστραλία και το εξωτερικό.
Ο εγγονός ενός εξ αυτών, του Πίτερ Φέρου, ο νομικός–συγγραφέας, Πίτερ Πρινέας, ανέλαβε τον συντονισμό του εξοπλισμού του Μουσείου, ενώ το 2006 εξέδωσε το βιβλίο «Katsehamos and the Great Idea», όπου περιγράφεται η Οδύσσεια των τριών συνεταίρων και απεικονίζεται το κλίμα τη εποχής.
Σήμερα, μετά από επτά περίπου χρόνων πορείας ενός δρόμου «πλήρους εκπλήξεων, ικανοποίησης, αλλά και δυσχερειών, οικονομικής κυρίως φύσης, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα αποτέλεσμα που έχει ξεπεράσει και αυτές τις προσδοκίες μας’» θα πει ο Πίτερ Πρινέας.
«Το Μουσείο αυτό «μιλά» για τους Έλληνες που ήλθαν στην Αυστραλία από το 1890 μέχρι το 1950.
Κοίταζαν πώς να εισχωρήσουν στην τοπική οικονομία και τα cafe ήταν η πρώτη τους επιλογή. Μερικοί προχώρησαν μετά στην απόκτηση και λειτουργία κινηματογράφων. Το Roxy Theatre που χτίστηκε το 1936 και το Cafe στο Bingara είναι αντιπροσωπευτικά αυτής της εποχής, συμπληρώνονται, δε, σήμερα από το Μουσείο».
Το Μουσείο αυτό, θα συμπληρώσει ο ίδιος, «είναι γεμάτο από θησαυρούς που μας έχουν παραχωρήσει οικογένειες Αυστραλο–Ελλήνων πολύ πιο πέρα από τα σύνορα του Bindara. Έτσι έχουμε ολόκληρα σερβίτσια πιάτων με το έμβλημα του Niagarra Cafe στο Gandagai, καθώς και από το Great Northern Cafe στο Maitland. Έχουμε διάφορα αναμνηστικά από το Barwon Cafe στο Walgett καθώς επίσης και από το Luxury Theatre, από το California Cafe Nyngan και από άλλα cafe αυτής της περιόδου.
Απ’ όλα, βέβαια, πιο σημαντικό, είναι ότι έχουμε «ζωντανά», όπως ήταν και λειτουργούσαν τότε to Roxy Cafe και το Roxy Theatre. Όλα αυτά τα δένει και τους δίνει υπόσταση και ζωντάνια το σημερινό Mουσείο. Είναι ένα επίτευγμα για το οποίο είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι» θα πει ο Πίτερ Πρινέας ο οποίος έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Prineas Cafe στο Holbrook της N.N.Oυαλίας.
«Ναι, έζησα και μεγάλωσα μέσα σε cafe, αλλά, όπως πολλά παιδιά των οικογενειών που ήταν στην ίδια θέση με τη δική μου, δεν ήθελα να συνεχίσω στην ίδια επιχείρηση. Δεν με ενέπνεε.
Είναι γεγονός εντούτοις, αν κοιτάξεις στον πίνακα τον κοινωνικo–οικονομικό αυτής της εποχής, ότι οι πιο επιτυχημένοι στα Cafe επιχειρηματίες, ήθελαν και επέτυχαν να επεκταθούν και στο χώρο του θεάματος. Ας μη μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι ο κινηματογράφος ήταν από τους πιο βασικούς χώρους ψυχαγωγίας, στην ύπαιθρο την εποχή εκείνη».
Το σχέδιο του Mουσείου ανήκει στην εταιρία Convergence Associates, από τη Μελβούρνη, που έχει σχεδιάσει και το Ιταλικό Μουσείο στο Carlton..
Η διευθύντρια της αρχιτεκτονικής εταιρίας, Jenny Klemfner, θα πει ότι «είναι κάτι ιδιαίτερα σπουδαίο, ένας πραγματικός θησαυρός για τους ντόπιους αλλά και την ευρύτερη κοινωνία. Το να έχεις το προνόμιο να έχεις στα χέρια σου κάτι τόσο πολύτιμο, είναι κάτι που σπάνια συμβαίνει.
Τα κτίρια που ήδη υπήρχαν εκεί, έχουν μια ανεπανάληπτη ιστορία να πουν, επομένως είναι μοναδικά. Το μουσείο, έπρεπε να είναι μια φυσική συνέχεια, που θα έδινε νόημα και ζωντάνια στην παράδοση, τόσο βασική στην ιστορία της μετανάστευσης των ελλήνων στην Πέμπτη ήπειρο. Τα κτίρια είναι φυσικά διατηρητέα, γι’ αυτό και χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε βήμα μας».
Κάθε χώρος, θα έχει τον δικό του αέρα και ρόλο χρησιμότητας. Το cafe, για παράδειγμα θα δίνει τη δυνατότητα, μέσω οπτικoακουστικού συστήματος, να ακούει ο επισκέπτης ιστορίες από ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και μνήμες πελατών, με την υπόκρουση ελληνικής μουσικής.
Θα υπάρχουν οι βιογραφίες αξιόλογων Ελληνοαυστραλών που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στα cafe.
«Είναι μια απόδοση τιμής στον κάθε Ελληνοαυστραλό που έφτασε στην Αυστραλία από το 1817 και μετά. Mε την πάροδο του χρόνου, πιστεύω ότι θα γίνει τόπος προσκυνήματος για κάθε Έλληνα της Αυστραλίας και του κόσμου τελικά» θα πει ο Γιώργος Πούλος, μέλος της Επιτροπής του Μουσείου.
Όσοι θα βρεθούν εκεί το Σαββατοκύριακο, θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ειδικές περιηγήσεις στο Μουσείο, να δουν φιλμ στο υπέροχο Roxy Theatre, ανακαινισμένο σε τρόπο που είναι σαν μόλις τώρα να ξύπνησε από το χθες, με τα βελούδινα καθίσματα και το αρχοντικό φουαγιέ που σε καλωσορίζει στο σήμερα με ένδυση του χθες.
Στους εορτασμούς θα συμπεριλαμβάνεται και έκθεση αυτοκινήτων της περιόδου.
Το Σάββατο το βράδυ θα είναι μια βραδιά που θα μείνει αλησμόνητη σε όσους βρεθούν εκεί, δηλώνουν οι διοργανωτές. Υπόσχονται να αναβιώσουν την εποχή του ’30 με μια υπέρλαμπρη χοροεσπερίδα, κάτω από τα άστρα και ό,τι ωραιότερο –και γευστικότερο– έχει να προσφέρει η ελληνική κουζίνα. Ζωντανή μουσική από το συγκρότημα HA VA LE που θεωρείται από τις κορυφαίες ελληνικές ορχήστρες, θα συντείνει αναμφίβολα στο να μείνει αυτή η βραδιά αλησμόνητη.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΛΑΙΩΝΑΣ
Την Κυριακή θα συνεχιστούν οι εορτασμοί με περίπτερα και τα εγκαίνια του Ελαιώνα των Μεταναστών, στον δρόμο Cunningham, πολύ κοντά στο Roxy Cafe. Tα ελαιόδενδρα θα φυτευτούν προς τιμή των Ελλήνων μεταναστών. Οι ντόπιοι, αλλά και οι επισκέπτες, θα έχουν την ευκαιρία να τιμήσουν ένα άτομο ή και μια οικογένεια Ελλήνων αγοράζοντας ένα δέντρο αντί $100 και δίνοντας τα στοιχεία στο μουσείο που θα φροντίσει για τη φύτευσή τους.
Η όλη αναβίωση του «ελληνικού ονείρου» που φέρει την ονομασία Roxy, σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Αυστραλίας, έχει πολύ πιο μεγάλες επεκτάσεις από τις φαινομενικές.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται μόνο για μια συγκεκριμένη ιστορία τριών ανθρώπων που δημιούργησαν κάτι συγκεκριμένο, αλλά για την αναβίωση του πνεύματος των μεταναστών που ήλθαν από τα χωριά τους στην άγνωστη γη, αποφασισμένοι να επιτύχουν και να κάνουν συνεχώς νέες κατακτήσεις. Μιλά για το όραμα των σκαπανέων που δεν δείλιασαν να αναμετρηθούν με τις αντιξοότητες που βρέθηκαν στο διάβα τους και να δημιουργήσουν έργα που μιλούν για το ψυχικό τους σθένος, την τόλμη, την περηφάνια και το απτόητο πνεύμα τους.