5 Νοεμβρίου 1957. Ο Καθεδρικός ναός του Άγιου Μηνά στις 11 το πρωί ήταν ασφυκτικά γιομάτος. Κάθε δρόμος και σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια και καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά, άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για ν’ αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους – την καυτή ανάσα της Κρήτης. Ο Ψηλορείτης πέρα μακριά στον ορίζοντα ορθωμένος αντρίκεια και περήφανα περίμενε με αδάμαστη λαχτάρα να σφιχταγκαλιάσει το ξενιτεμένο θρέμμα του στ’ ατσάλινα Κρητικά του στήθια. Ούτε ένα δάκρυ δεν έσταξε από τα γέρικα μάτια του.
Φρέσκα στέφανα κατατέθηκαν ξανά στην τιμή του νεκρού από την Ελληνική και παγκόσμια πνοή της πολιτικής και των γραμμάτων. Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του Πρωτοσύγκελου Αρχιμανδρίτη Φιλόθεου. Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Τάου, πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα.
Η Δημοτική μουσική του Κάστρου προηγήθηκε της νεκρικής πομπής παίζοντας τον Κρητικό ύμνο. Το φέρετρο συνόδευσαν βρακοφόροι και κοπελιές του Λυκείου κρατώντας τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολούθησαν η χήρα του νεκρού Ελένη Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία και Έλληνες επίσημοι. Πήραν σειρά οι φοιτητές της παιδαγωγικής Ακαδημίας, άνθρωποι των γραμμάτων και θεάτρου κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη και πίσω ακολούθησε χιλιάδες λαός. Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός μέσα στον πρόχειρο τάφο, στη γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη έγειρε το κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή τη συγκινητική εικόνα ζωγράφισαν οι Ελληνικές εφημερίδες. Η φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά με δέηση τον ύμνο της Κρήτης: “Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά και γοργή κατεβαίνει”.
Μα το άψυχο σώμα του Καζαντζάκη δεν πρόλαβε ν’ αναπαυτεί στη γαλήνη της αιωνιότητας. Την ίδια κιόλας μέρα ο Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης του Ορθόδοξου περιοδικού της Κοζάνης «Σπίθα» σφεντόνισε μίζερο φαρμάκι ενάντια στους Έλληνες επίσημους που τόλμησαν να παρασταθούν στην κηδεία του ανήθικου βλάστημου του Χριστού και γράφει με θυελλώδη οργή:
«Σήμερα ήταν μια σκοτεινή μέρα του Ελληνικού Έθνους. Ο γλυκύτατος Χριστός ξανασταυρώθηκε από τους αισχρούς αντιπροσώπους της λογοτεχνίας και του κράτους. Ρεζίλια των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε! Η πέννα του βρωμερού αντίχριστου ξέσχισε το στήθος του Κυρίου. Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς στις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιον, τον υβριστή της εκκλησίας μας και ο Υπουργός παιδείας και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κρατώντας με ασέβεια τα διεστραμμένα βιβλία του βλάσφημου αντί του Ευαγγελίου, παίνεψαν τον αισχρό νεκρό. Φρίκη, φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία. Έφτασε η Δευτέρα παρουσία! Θλίψη, θλίψη και το θλιβερότερο ο Μητροπολίτης Ευγένιος, παρόλο που ειδοποιήθηκε αυστηρά από την Ιεραρχία άφησε το βλάστημο να μπει μέσα σε Χριστιανική εκκλησία και παραστεί στην κηδεία του! Εύγε Άγιε της Κρήτης Μητροπολίτη Ευγένιε! Η εκκλησία της Κρήτης έδωσε εξετάσεις σήμερα και μηδενίστηκε στη συνείδηση της Ορθοδοξίας! Ντροπή σας, ντροπή σας χυδαιολόγοι της πίστης μας. Να πάτε στη Χάβρες, να πάτε στα τζαμιά αλλά να μην πατήσετε τα πόδια σας σε ιερό ναό της εκκλησίας μας πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, λογοτέχνες και πολιτικοί. Αν ζούσαν σήμερα οι τρεις Ιεράρχες θα σας είχαν αφορέσει όλους σας!».
1972, λίγο μετά το Πάσχα. Το περιοδικό «Ταξίδι» των Αθηνών μ’ έστειλε στην Κρήτη να κάνω ένα ρεπορτάζ για τον τουρισμό. Το μεγαλύτερο σφάλμα που μπορούσε να κάνει περιοδικό σ’ ένα νιούτσικο ατίθασο δημοσιογράφο. Ο πρώτος μου σταθμός ήταν το Ηράκλειο – η γενέτειρα του Καζαντζάκη! Λωλάθηκα, παλάβωσα, έχασα το μυαλό μου. Ο πνευματικός μου έρωτας με τον Καζαντζάκη με παρέσυρε σαν θύελλα στον ανεμοστρόβιλο της πανούργας καρδιάς μου. Τίποτα δεν σταματούσε τον ταύρο μέσα μου που ζητούσε να μονομαχήσει με το κόκκινο πανί της αλήθειας και δικαίωσης. Μια έρευνα για την κηδεία και τον αφορεσμό του Κρητικού συγγραφέα θα ηρεμούσε το σκουλήκι που μ’ έτρωγε μέσα μου.
Πέταξα τη βαλίτσα στο ξενοδοχείο κι ανηφόρησα κατά τον προμαχώνα του Μαρτινέγκου! Ανατρίχιασα σαν αντίκρισα τον χωματένιο μίζερο τάφο του απομονωμένος, ερημικός, πεταμένος στην κορφή του Ενετικού τείχους σαν ένα μοναχικό ξερόκλαδο σε μια απέραντη έρημο. Μαύρη συννεφιά με πλάκωσε, με πήρε το παράπονο κι έβαλα τα κλάματα. Μάζεψα μερικά ατίθασα αγριολούλουδα που φύτρωσαν από συμπόνια ολόγυρα στον τάφο του και τα απόθεσα τρυφερά στον ξύλινο λιτό σταυρό. Διάβασα τα σκαλισμένα αθάνατα λόγια του Καζαντζάκη: ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. Τα λόγια του σαν ελαφρό αγεράκι δρόσισαν την πυρωμένη καρδιά μου.
Κατηφόρισα σκυθρωπά τους δρόμους της πρωτεύουσας και σεργιάνισα άσκοπα στα σοκάκια της. Ξαφνικά η ματιά μου έπεσε σε μια ταμπέλα ενός γραφείου που έγραφε: «Δικηγορικό Γραφείο Καζαντζάκη». Ψυχανεμίσθηκα. Όρμησα μέσα σαν σίφουνας.Ο άνδρας που ήταν χωσμένος στο γραφείο, ξεπετάχτηκε μεμιάς.
– Μπορώ να σας εξυπηρετήσω με ρώτησε με σοβαρότητα.
– Ξέρατε τον Νίκο Καζαντζάκη; Ρώτησα απότομα.
– Ναι, απαντά πλέκοντας τα φρύδια του, είναι συγγενής μου. Γιατί ρωτάτε;
– Μόλις γύρισα από το Μαρτινένγκο. Εκεί τον πετάξατε;
– Ο Νίκος είχε αφοριστεί από την εκκλησία και δεν μας επέτρεψαν να τον θάψουμε σε νεκροταφείο.
– Τον έθαψε παπάς; Τσίριξα σαρκαστικά και χωρίς να περιμένω απάντηση πετάχτηκα έξω.
Το ιστορικό Μουσείο Κρήτης που φιλοξενούσε δυο αίθουσες με προσωπικά αντικείμενα του Καζαντζάκη δεν ήταν πολύ μακριά. Περπάτησα μέχρι εκεί με λαίμαργη λαχτάρα. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός που δώρισε το κτίριο στο Μουσείο Κρήτης ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Μορφωμένος, αξιοπρεπής, ευγενικός. Αισθάνθηκε τη συμπόνια μου για τον Καζαντζάκη από την πρώτη στιγμή κι ένιωσε την έντονη ταραχή που φώλιαζε μέσα μου. Με φιλοξένησε με καλοσύνη για βδομάδες στο μουσείο και μου μίλησε με αφθονία για τη ζωή του Καζαντζάκη, για το ταξίδι του στο Άγιο Όρος, για την εθελοντική του στρατιωτική υπηρεσία στο Βαλκανικό πόλεμο και για τη φλογερή του αγάπη για την Ελλάδα κι ιδιαίτερα για τον μεγάλο του έρωτα: την Κρήτη.
Μια μέρα καθώς τρώγαμε κολατσιό μαζί στο Μουσείο, το ‘φερε η κουβέντα και περιστραφήκαμε στο καυτό απαγορευμένο θέμα του αφορισμού και της κηδείας του Καζαντζάκη. Ο Ανδρέας σοβαρεύτηκε μεμιάς και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Κάτι πήγε να πει, αλλά κοντοστάθηκε.
– Κάτι ξέρετε και δεν θέλετε να μιλήσετε;
– Πήγαινε στον Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Ευγένιο να του μιλήσεις, μου απάντησε επιτακτικά. Μην του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Είσαι τετραπέρατη Κρητικιά, θα βρεις ένα τρόπο να τον ψαρέψεις. Τότε και μόνο θα μάθεις πράγματα για τον Καζαντζάκη πούνε θαμμένα χρόνια. Ούτε μια χούφτα άνθρωποι στον κόσμο δεν τα ξέρουν. Αν τον καταφέρεις να σου μιλήσει, θα ‘σαι η μεγαλύτερη κατάσκοπος του αιώνα! Μετά έλα εδώ και θα σου ‘χω την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής σου — το πιο πολύτιμο υλικό για την ερευνά σου για τον Καζαντζάκη!
Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρέθηκα στα σκαλιά της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, ντυμένη σεμνά και χωρίς μακιγιάζ. Έτρεμαν τα χέρια μου και τα πόδια μου κόπηκαν. Σίμωσα ένα βυζανιάρικο παπαδάκι, όμορφο ντροπαλό και καλοσυνάτο. Του ‘πα ότι δουλεύω για το περιοδικό «Ταξίδι» και θέλω να πάρω συνέντευξη από τον Αρχιεπίσκοπο. Ξέρω ότι δεν θα με δεχτεί αν δεν ήταν κάτι εκκλησιαστικό και ρώτησα τι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του Αρχιεπισκόπου που θα τον αναγκάσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη.
– Το μεγαλύτερο όνειρο του Αρχιεπισκόπου, ψιθύρισε ταραγμένο το παπαδάκι χωρίς να με κοιτάζει, είναι να χτίσει μια σχολή Βυζαντινής εικονογραφίας και να την ονομάσει EL GRECO σε τιμή του Κρητικού ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου.
– Σε παρακαλώ, μπορείς να με βοηθήσεις; Θέλω να γράψω ένα άρθρο για την σχολή και την ευγενή προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Θα μπορέσεις να μου κλείσεις ραντεβού; Θα σου έχω ευγνωμοσύνη για πάντα!
Το καλοσυνάτο, αγνό πρόσωπο του νέου κληρικού γύρισε πίσω σε δέκα λεπτά κατακόκκινο, με τα μάτια χαμηλωμένα.
– Αύριο στις 11 το πρωί σας έκλεισα ραντεβού με τον Αρχιεπίσκοπο!
Η καρδιά μου πήδηξε από χαρά και τραγούδησε κρυφά μια μαντινάδα. Μου ‘ρθε ν’ αγκαλιάσω το παπαδάκι και να το φιλήσω από την χαρά μου, αλλά κρατήθηκα.
Από νευρικότητα, είχα σταθεί από τις δέκα το πρωί έξω από την Αρχιεπισκοπή. Παρόλο που ψιχάλιζε, άρχισα να ιδρώνω. Μπήκα μέσα διστακτικά, τρέμοντας σαν επιληπτική. Ο αντιπρόεδρος της Χούντας, Στυλιανός Παtτακός κατηφόριζε την ίδια στιγμή τα σκαλιά με συνοδεία στρατιωτικής φρουράς. Το ευγενικό παπαδάκι με πλησίασε αργότερα ντροπαλά και με οδήγησε στην αίθουσα που με περίμενε ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος.
Κυπαρισσένιος, εύσωμος επιβλητικός, μου ‘δωσε το χέρι του να το φιλήσω. Δεν ξέρω τι βιδώθηκε στο μυαλό μου κείνη την αστραπιαία στιγμή και του λέω με ναζιάρικο χαμόγελο.
– Σεβασμιότατε αν μου φιλήσετε το δικό μου θα σας φιλήσω κι εγώ το δικό σας!
Ο Ιεράρχης άλλαξε χρώμα και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Πριν προλάβει να συνέλθει του λέω αστειεύοντας:
– Καλέ πως βγήκατε εσείς λαμπάδα κι εγώ κερί; Ούτε στη μέση δεν σας φτάνω!
Κράτησε το στομάχι του από τα τρανταχτά γέλια κι έτσι έσπασε ο πάγος μεταξύ μας. Μιλούσαμε πια σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μου πρόσφερε ένα δίσκο από Λαμπριάτικα κουλουράκια, κόκκινα αυγά και τσουρέκι. Μου μίλησε μ’ ενθουσιασμό για ώρα πολύ για την σχολή εικονογραφίας. Με ρώτησε πώς μου φάνηκε το Ηράκλειο. Τότε ταράχτηκα. Χλιμίντρησε η καρδιά μου. Άρπαξα την ευκαιρία από τα μαλλιά.
– Τα Χανιά είναι πιο όμορφα, γραφικά, η γενέτειρα του Βενιζέλου! Το μόνο που έχει να καυχιέται το Ηράκλειο είναι ο τάφος του Καζαντζάκη!
Γέλασαν τα μουστάκια του Αρχιεπισκόπου. Τέντωσε με περηφάνια τις θεόρατες πλάτες του και κορδώθηκε σαν παγώνι.
– Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη, μου εξομολογείται χωρίς δισταγμό. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρετε η εκκλησία είναι στενοκέφαλη. Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα. Θα με πετούσαν έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Τι πέννα είναι αυτή κοπελιά μου! Πιάνει πουλιά στον αέρα! Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.
– Μα η εκκλησία τον αφόρεσε!
– Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε αγαπητή μου. Η Ιερά Σύνοδος τον καταράστηκε και τον αφόρεσε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει τον αφορισμό του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ’ ένα συρτάρι κι ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε. Όχι μόνο αυτό αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου!
Είχα μείνει άφωνη, λύγισαν τα γόνατα μου. Έκαμα κόμπο την καρδιά μου και σώπασα.
– Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά κι έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!
– Δεν φοβηθήκατε;
– Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα τη σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το ‘χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς.
Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο κληρικό!
– Εσείς τον θάψατε;
– Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μη γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στη σωρό του Καζαντζάκη.
– Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε ο Καζαντζάκης;
– Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό.
Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν καθώς έμαθα από άλλους παρόντες, άρπαξαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό!
Ούτε ήξερα ποιος ήταν, πως βρέθηκε εκεί κι από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!
-Τώρα ξέρετε ποίος ήταν;
-Αρκετά, είπαμε κοπελιά. Ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για τον Καζαντζάκη και δώσε μου το τηλέφωνο σου στο ξενοδοχείου που μένεις να σε καλέσω για τραπέζι μια απ’ αυτές τις μέρες. Και στείλε μου το περιοδικό όταν θα γράψεις το άρθρο για τη σχολή εικονογραφίας.
Τον αγκάλιασα και του ‘κανα νόημα να σκύψει. Τον φίλησα στο μάγουλο και πήδηξα τα σκαλιά σαν αγριοκάτσικο.
Το άλλο πρωί πριν ακόμα ανοίξει το Μουσείο είχα κουκουβίσει σαν ανυπόμονη γατούλα στα σκαλοπάτια. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός μόλις με είδε έλαμψε το πρόσωπο του.
– Συγχαρητήρια, τα κατάφερες!
– Ναι!
– Σου είπε ο Αρχιεπίσκοπος ότι δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης;
– Ναι! Απίστευτο!
– Για τον παπά που τον έθαψε;
– Ναι, αλλά δεν μου ‘πε ποιος.
– Θα σου το πω εγώ!
Ποτέ μου δεν ένιωσα τόση ευγνωμοσύνη για άνθρωπο. Ξεκόλλησα απότομα από τον τοίχο κι άρχισα να κλαίω.
Μου έδωσε το όνομα, τη διεύθυνση και τον τόπο που έμενε ο άγνωστος παπάς που είχε το διγενικό θάρρος και τιμιότητα να κάνει την κηδεία του μεγάλου συγγραφέα.
– Να μου υποσχεθείς ότι ποτέ δεν θ’ αναφέρεις το όνομα του καλού τούτου ανθρώπου.
– Υπόσχεσαι;
– Υπόσχομαι!
Σαν χτύπησα δειλά την πόρτα του σπιτιού του καλοσυνάτου ήρωα παπά, νόμιζα ότι θα σταματούσε η αναπνοή μου. Μου άνοιξε την πόρτα μ’ ένα ήρεμο, απλοϊκό χαμόγελο γιομάτο αγάπη.
– Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μου. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;
Του είπα την αλήθεια. Δεν έδειξε φόβο ή έκπληξη. Απλά και σεμνά μου ζήτησε να μην αναφέρω τ’ όνομα του στην έρευνα για τον Καζαντζάκη, μόνο την ιστορία..
– Ποτέ, σας τ’ ορκίζομαι!
– Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς κι έδωσε διαταγή να μη βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι αρχές κι ο στρατός φοβόταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφή ο Καζαντζάκης. Αν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσον αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.
– Πως τα καταφέρατε;
Το ‘σκασα κρυφά από το στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου κι έτρεξα στο Μαρτινένγκο και τον έθαψα.
– Ο κόσμος που περίμενε στο Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;
– Όχι. Όλοι νόμισαν ότι μ’ έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν πίσω από τα παρασκήνια!
– Τιμωρηθήκατε;
– Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξη μήνες!
Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο με απέραντη ευλάβεια. Του ‘πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!
Σαν γύρισα στην Αθήνα, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ταξίδι» με απέλυσε και με το δίκιο του. Σε λίγες μέρες είχα την έρευνα έτοιμη. Χοροπηδούσα από υπέρτατη χανιώτικη περηφάνια. Έδωσα το δακτυλογραφημένο κείμενο σε ένα φίλο Κρητικό, δημοσιογράφο που δούλευε για το περιοδικό «Επίκαιρα». Ήταν ανταποκριτής μιας Ελληνο-αμερικανικής εφημερίδας κι έγραφε σε διάφορες άλλες Αθηναϊκές εφημερίδες.
Μετά από καμπόσες μέρες αγωνίας με παίρνει τηλέφωνο. Συναντηθήκαμε στην Πλατεία Συντάγματος για καφέ. Φαινόταν σκοτεινιασμένος.
– Τι έγινε με την έρευνα του Καζαντζάκη; Τι είπαν οι εφημερίδες, τα «Επίκαιρα»;
– Ότι θα πας πέντε χρόνια φυλακή αν προσπαθήσεις να τη δημοσιεύσεις, μου άπαντα ωμά, σχεδόν με θυμό.
-Μα…
– Ξέχασέ το Ελένη. Αυτήν την έρευνα σου συνιστώ σαν φίλος να την κάψεις. Ποτέ δεν θα δημοσιευτεί στην Ελλάδα, τόσο αγαθή είσαι; Ξύπνα!
– Μα είναι αλήθεια!
– Γι’ αυτό ακριβώς δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, γιατί είναι αλήθεια!
Κραυγές οργής και φρίκης υψώθηκαν μέσα μου. Αισθάνθηκα σαν κάποιος να ξερίζωσε την καρδιά μου και την πέταξε σ’ ένα γκρεμό, χωρίς έλεος. Μα δεν το ‘βαλα κάτω.
Μια φίλη μου μετάφρασε το κείμενο στ’ Αγγλικά και το ‘στειλα στο Αμερικανικό περιοδικό «Newsweek». Μέσα σε δυο βδομάδες έλαβα απάντηση. Το περιοδικό δέχτηκε το κείμενο για τον Καζαντζάκη σαν πληροφοριακή πηγή και φυλάχτηκε στη βιβλιοθήκη.
Αργότερα έστειλα την έρευνα στη Ελένη Καζαντζάκη. Η χήρα του Καζαντζάκη τη δέχτηκε όπως ένας σταυρωμένος περίμενε με λαχτάρα την ανάσταση του. Ανακουφίστηκε η καρδιά της. Ξελάφρωσαν τα στήθια της. Μου ζήτησε να ευχαριστήσω τον Διευθυντή του μουσείου Κρήτης, τον Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, και ιδιαίτερα τον ηρωικό παπά που έθαψε τον άνδρα της και ζήτησε συγνώμη για τη φυλάκιση του. Είχε επίσης συγκινηθεί πολύ από τη Χριστιανική στάση του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Μα έφυγα τον ίδιο χρόνο από την Ελλάδα και δεν εκπλήρωσα το έργο μου.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Εγώ πήγα στην Αγγλία, η Ελένη παρέμεινε στην Ελβετία, χαθήκαμε. Αργότερα ήρθα στην Αμερική. Μια μέρα στη Νέα Υόρκη, χάζευα αφηρημένα ένα Ελληνοαμερικανικό κανάλι και ξαφνικά βλέπω την Ελένη Καζαντζάκη να συνομιλεί μ’ ένα Έλληνα δημοσιογράφο. Στη συνέντευξη της φανέρωσε όλα αυτά που της είχα δώσει να διαβάσει σχετικά με τον αφορισμό και τ’ απόκρυφα της κηδείας του Νίκου. Τότε και μόνο ένιωσα ότι είχα κάνει το χρέος μου!
Όταν ένας Έλληνας φίλος από την Αυστραλία στις αρχές του 2003 μου ζήτησε να ξαναγράψω την έρευνα για τον Καζαντζάκη, μπιρπίλισαν τα μάτια μου. «Μετά από τόσα χρόνια», ρωτώ; «Ψάξε, μου λέει, θα βρεις το κείμενο. Πρέπει να το βρεις! Κάνε το για τον Νίκο!» Ένιωσα αγκαθωτές τύψεις να με βασανίζουν ανελέητα.
Ήρθα σε επαφή με την βιβλιοθήκη του «Newsweek». Τ’ αρχεία είχαν μεταφερθεί σ’ ένα Πανεπιστήμιο του Τέξας. Η διευθύντρια δεν έδωσε καμιά σημασία. Έψαξε τάχα αλλά δεν μπόρεσε να βρει άκρη γατί δεν ήξερε σε τι φάκελο είχε κατοχυρωθεί το άρθρο μου.
Τηλεφώνησα στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Ψαλιδάκης είχε πεθάνει το 1978. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός το 1992. Έγραψα στον γιο του καμπόσες φορές, σημερινό διευθυντή του μουσείου Κρήτης, δεν μου απάντησε. Έστειλα τηλεομοιότυπο (φαξ) στον Μητροπολίτη Μελέτιο της Φιλαδέλφειας, αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και ζητούσα να μου επιβεβαιώσουν αν πραγματικά αφορίστηκε ο Καζαντζάκης. Καμιά απάντηση για μήνες.
Μα η μοίρα και το ριζικό είναι αναπάντεχο και παίζει αλλόκοτα παιχνίδια και καμώματα. Πριν από καμπόσες εβδομάδες καθώς ψαχούλευα ένα αραχνιασμένο σιδερένιο κουτί γιομάτο με γράμματα, μαντινάδες και ποιήματα–σπίθες της νιότης, βρήκα στα Ελληνικά την έρευνα του Καζαντζάκη! Τα χέρια μου έτρεμαν σαν επιληπτικά. Τα μάτια μου θόλωσαν. Ήταν το πνεύμα του μεγάλου συγγραφέα που ζητούσε δικαίωση; Δεν ξέρω. Οι κιτρινισμένες σελίδες είχαν φαγωθεί και δύσκολα διαβαζόταν. Κάθισα και το ξανάγραψα. Ήταν μια εσωτερική ανάγκη κι ένα ιερό χρέος για να τιμήσω τον πνευματικό άνθρωπο που δεν υποτάσσεται σε καλόβουλες αυλές και δεν αναπαύεται σε καρποφόρα, εφήμερα λιβάδια, παρά φορτώνει το δισάκι της ευθύνης στον ώμο και παίρνει την ανηφοριά να βρει την αλήθεια.
Κάμποσους μήνες αργότερα, τελείως αναπάντεχα, έλαβα ένα συστημένο γράμμα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Κόπηκε η ανάσα μου, ανανταριασε η φουρτουνιασμένη μου ατίθαση ψυχή. Τα χέρια μου τρέμανε σαν άνοιξα το εκκλησιαστικό γράμμα με ανείπωτη αμηχανία και φόβο. Ήταν μια σπάνια ιστορική στιγμή- μια στιγμή που άφησε ανεξίτηλα χνάρια στον τόπο και χρόνο της πνευματικής ύπαρξης και χάραξε νεογέννητους ορίζοντες στα σπλάχνα της Χριστιανικής πίστης. Μετά από πενήντα χρόνια ανατριχιαστικής σιωπής το Πατριαρχείο επίσημα επιβεβαίωνε ότι ο Νίκος Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από την Ορθόδοξη Ελληνική εκκλησία.
*Η Ελένη Κατσουλάκη, συγγραφέας, δημοσιογράφος, καταγόταν από τα Χανιά της Κρήτης. Τελείωσε το Κολέγιο Δημοσιογραφίας στην Αθήνα και την Αγγλία και εργάστηκει ως ελεύθερη δημοσιογράφος από το 1960 ενώ τελευταία δημοσίευσε στην εφημερίδα National Herald και Greek News της Αμερικής. Η έρευνα αυτή για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας και αποτελεί σημαντικότατο σταθμό στην ιστορία και το ρόλο του μεγάλου μας λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο πολλοί θεωρούν πανάξιο τέκνο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από τα μεγαλύτερα που η ελληνική γλώσσα είχε αναδείξει.