Ο Γιώργος Βέης πολυταξιδεμένος και πολυβραβευμένος, ζει τη ζωή του διατρέχοντας τον πλανήτη και συλλέγοντας εμπειρίες με τεταμένες και οξυμένες τις αισθήσεις. Από τους ελλαδικούς χώρους επισκέπτεται το Πήλιο, την Αλεξανδρούπολη, την Ορεστειάδα, την Αργολίδα, την Ελευσίνα, τη Ζάκυνθο, την Πάρο, την Αρχαία Μεσσήνη. Και από το βόρειο ημισφαίριο στο νότιο, στην Άπω Ανατολή, στη Βιρμανία, στο Κυότο. Βεβαίως δεν υπάρχει σημείο του ορίζοντα που να μην επισκέφτηκε και να μη βρήκε κάτι από το οποίο να μην γοητεύτηκε.

Η περιπλάνηση στον χώρο εξυπακούεται ότι προϋποθέτει ολοένα και την τάση για περισσότερες αναζητήσεις και κατ’ επέκταση μια περιπλάνηση στο πνεύμα. Και ο αναγνώστης, παρακολουθώντας τα βήματα του ποιητή, παρατηρεί την αδηφάγα διάθεση του να δει, να ακούσει, να οσφρανθεί, να γευτεί, να αγγίξει. Στην παρούσα συλλογή, με τον μονολεκτικό τίτλο Βλέπω, ο Βέης ανύψωσε την όραση σε κυρίαρχη αίσθηση• μια αίσθηση που είναι ιδιαιτέρως δραστική μέσα από τον ενεργητικό, απόλυτο, μονολεκτικό τίτλο, μ’ ένα ρήμα, λέξη κλειδί για την έκφραση του λόγου, γραπτού ή προφορικού. Ένα ρήμα με πολλές σημάνσεις και εξακτινώσεις. Σε αντίθεση προς τον Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος θεωρούσε ιδιαιτέρως δυναμικές, ώστε να καταλήξουν αναγεννητικές, τη γεύση και την όσφρηση, με σπέρμα τη μαντλέν, βουτηγμένη στο φλαμούρι, ο Βέης, χωρίς να έχει παραγκωνισμένη καμιά αίσθηση, στην παρούσα συλλογή προβάλλει την όραση και, με τα μάτια διεσταλμένα αρπάζει τα πάντα αλλά επιλεκτικά σταματά εκεί, όπου η δική του ευαισθησία νιώθει πως συλλαμβάνει το γονιμοποιούν σπέρμα της.

Η συλλογή αρχίζει και πάλι με ένα μότο από το έργο του Ηράκλειτου – Φύσιν ημέρας απάσης μίαν• λέω «και πάλι», γιατί και η προηγούμενη συλλογή, Μετάξι στον κήπο, και η συλλογή Ν, όπως Νοσταλγία, και τα Υστερόγραφα γης, από Ηρακλείτου άρχονται, όπως από Θεού, οι εργασίες του καλού χριστιανού.
 Ο ποιητής, λοιπόν β λ έ π ε ι. Βλέπει μια «μηλιά», «δέντρο τιμιότερο των βιβλίων». Κοιτάζει τα φύλλα που πέφτουν. Τι μπορεί να είναι αυτό; «πρόοδος», «υπόμνηση», «αναφορά»; Οίαπερ φύλλων γενεή, έλεγε ο Όμηρος, έτσι και η μοίρα των φύλλων είναι να πέφτουν με τον αέρα, όπως αέρας «μαντατοφόρος» θα πάρει κι εμάς, για των παραμυθιών τα σοφά λημέρια («Στοργή»), ή για την άλλη άκρη της γης. Ακούει τη γοητευτική μουσική του ξερού φύλλου λίγο πριν πέσει στη γη, αυτή την τέλεια υπόκρουση/ το θρόισμα ενός γράμματος / ενός μορίου γνώσης («Ίμερος») με το κρυμμένο ιαμβικό βάδισμα στον στίχο.

 Η φύση όχι μόνο είναι αντικείμενο μελέτης αλλά γέμει συμβολισμών. Δεν αγνοούμε την «ωραιότητα της μηλιάς» ή την «ευφράδεια των σπάρτων. Κι όπως είναι φανερό από αυτή τη μικρή χάριν δείγματος ανθολόγηση, τίποτα στον στίχο του Βέη δεν μπαίνει χωρίς τα διαπιστευτήρια μιας πέραν των φαινομένων συνυποδήλωσης.
 Στην πολυθεματική ποιητική συλλογή του ο ποιητής δεν ξεχνά κανέναν. Στο προσκλητήριο νεκρών, αναθυμάται παλιούς και αξέχαστους φίλους, συνήθειες και αγάπες. Μεγάλο μερίδιο στις περιπλανήσεις του έχουν οι ομότεχνοι. Ξεχωρίζουν ο Γιάννης Βαρβέρης («Ενθύμιον») και ο Κώστας Καρυωτάκης («Το μισητό σύμπαν»), και ο Καβάφης, όχι δυσδιάκριτος με τη «Θάλασσα του πρωιού» του, στο στίχο του Βέη «από τη θάλασσα του πρωινού» («Υπαινιγμοί αιθρίας»), αλλά και ο Σεφέρης (ταξίδεψα κουράστηκα κι έγραψα λίγο/ μα συλλογίστηκα πολύ το γυρισμό, σαράντα χρόνια, «Αυτός ο πόνος στο δεξί γόνατο»), και ο Άγγελος Σικελιανός («Ας πούμε Θαλερό»), και ο αξέχαστος Μάριος Μαρκίδης στο εκτενές αφιερωμένο σ’ αυτόν ποίημα, και ο Νίκος Καββαδίας, ανωνύμως πλην με τις χαρακτηριστικές «γραμμές των οριζόντων» του κι ας είναι στίχος του Μαρκίδη. Και από τους ξένους, ο Αντόνιο Ματσάδο, ο Σίμων ο Μάγος ή ο Αλέκος Π., ο Καμπαγιάσι Γιατάρο ή Ίσσα, ο Χέγκελ, ο Οκτάβιο Παζ.
Ο ποιητής ζει μέσα στο ποίημα. Το ποίημα είναι το σπίτι του, η ψυχή του, το μυαλό του, η μνήμη του. Κι ακόμα είναι το όνειρό του, εδώ ή στην Ιάβα. Ή καλύτερα ζει και ονειρεύεται και στη χώρα του και στην Ιάβα:
 
 Ποιος γιος ειν’ άραγε άσωτος και πότης
 προδότης τ’ ουρανού, του λόγγου,
 να τον βρω να τον σκοτώσω
 με τα χεράκια μου,
 τραύλισε ο τσοπάνος στον πάντα θυμωμένο Κιθαιρώνα
 κι έγειρε να κοιμηθεί όνειρό μου
 στην Ιάβα.
 («Ύποπτοι ενυπνίων»)
 
Και σαφώς ο λόγος είναι για τον Οιδίποδα, όπως είναι σαφές ότι αυτός είναι ο «άσωτος» και «πότης» και «προδότης», αυτός χρωστάει έναν θάνατο στον Κιθαιρώνα, σαν μακρινή ηχώ του Κάλβου. Σαν να συνδέει ο Βέης τον πάνω και τον κάτω κόσμο, σαν να κρατάει τη γραμμή του αίματος σαν νήμα της Αριάδνης που του επιτρέπει την είσοδο και ασφαλή έξοδο από το λαβύθινθο της ψυχής και της συνείδησης.

Ο Βέης γυρίζει τα πέρατα της γης, όπως και τα πέρατα της ποίησης, ελληνικής και ξένης, συλλέγει τα «τιμαλφή» του από παντού, για να χρησιμοποιήσω μια δική του, διαρκώς επανερχόμενη στα γραπτά του, λέξη. Και συνθέτει τον δικό του ποιητικό κόσμο με ψηφίδες πολύχρωμες, πολυπολιτισμικές. Όμως, επειδή εμείς, το αναγνωστικό του κοινό, είμαστε Έλληνες και η γλώσσα του ποιητή ελληνική, διαβάζουμε προσπαθώντας να διεισδύσουμε στο χρόνο του και στον δικό μας, να ανακαλύψουμε την ελληνική φωνή του, όχι μόνο στην επιφάνειά της αλλά και στο βάθος της. Από ένα τέτοιο βάθος ακούμε τη φωνή της πέτρας, που εξιστορεί την πορεία της στο χρόνο, τους ποικίλους ρόλους που κλήθηκε να υποδυθεί αλλά και που μας υπενθυμίζει, ταλαντευόμενη ανάμεσα στη θέση και στην άρση, την καταγωγή μας, τις ψευδαισθήσεις μας, τις ενοχές μας, τις περιπέτειες του φιλοσοφικού νου:
 
 Διευκολύνει τη μνήμη να φέρει κοντά σας την Πύρρα
 και τον Δευκαλίωνα, αλλά πρωτίστως τον Κάιν
 [.]
 πατέρες πέτρες που μεγάλωσαν μέσα στο κεφάλι του
 Αρίσταρχου ,
 του Γαλιλαίου και τόσων άλλων που μας πήραν στα σοβαρά
 («Πέτρες»)
 
Ο Βέης ξέρει να αποφορτίζει συναισθηματικά την επιφάνεια του ποιήματος. Δεν μας ξεγελά όμως η βαρύτητα του βάθους του. Στη συλλογή αυτή, όπου και πάλι θα δούμε να εφαρμόζει με άνεση και σιγουριά παλιές και νέες μορφές ποιητικής γραφής, μικρές και μεγάλες φόρμες, κατακυρώνει για άλλη μια φορά τη θέση του στο Πάνθεον της Ελληνικής Ποίησης. Και η συλλογή τελειώνει με την ιβ΄ στροφή του Κάλβου από την Ωδή «Εις Σάμον»:

 Καθώς προτού νυκτώση/ μέσα εις τον κυανόχροον/ αιθέρα, μόνος φαίνεται/ λάμπον γλυκύς ο αστέρας/ της Αφροδίτης.
Ο Βέης επικαλείται συχνά τον Κάλβο και με τον λάμποντα αστέρα της Αφροδίτης αισθανόμαστε ότι συνυποβάλλει τη γλυκιά παραδοχή της αναπόφευκτης έλευσης της εσπέρας, με αποχωρούντα ηγεμονικά τον κυανόχροον αιθέρα και ό,τι μια τέτοια εικόνα συνδηλοί.