Προδημοσίευση του νέου μυθιστορήματος του Δρα Γιάννη Βασιλακάκου με τίτλο «Το ανεμογκάστρι» κάνει το λογοτεχνικό περιοδικό των Αθηνών «Αιολικά Γράμματα» σε πρόσφατο τεύχος του (τ.263), προαναγγέλλοντας την έκδοση του παραπάνω ογκώδους πονήματος-blockbuster (600 σελίδων) του γνωστού συγγραφέα το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα προσεχώς από τις αθηναϊκές “Εκδόσεις Γαβριηλίδης.”

Σύμφωνα με συνεντεύξεις του συγγραφέα, η υπόθεση του εν λόγω βιβλίου (το οποίο θεωρεί «το πιο αυτοβιογραφικό και πρωτότυπο έργο του» έως σήμερα, αλλά και «έργο ζωής», καθώς του πήρε 6 ολόκληρα χρόνια για να το ολοκληρώσει) έχει ως εξής:
«Χρονολογικά, τουλάχιστον, πρόκειται για φουτουριστικό πόνημα, αφού υποτίθεται ότι το βιβλίο αυτό εκδίδεται το… 2100, σύμφωνα με την επιθυμία του συγγραφέα του (του μυστηριώδους χειρογράφου). Αυτό όμως κάθε άλλο παρά έργο επιστημονικής φαντασίας σημαίνει ότι είναι. Το τι ακριβώς είναι αποτελεί τελικά και το ζητούμενο. Γιατί κανείς δεν ξέρει, ούτε καν ο ίδιος ο συγγραφέας του, γι’ αυτό και το γράφει. Μήπως λύσει αυτό το μυστήριο – αν όχι ο ίδιος, τουλάχιστον ο αναγνώστης…
    Σύμφωνα με τον κατατοπιστικό πρόλογο που παραθέτει ο επιμελητής του χειρογράφου, φιλόλογος-ερευνητής Μελέτης Αναγνώστου, πληροφορούμαστε ότι ο Ιωάννης Ρηγαλακάκος (χαλκέντερος και πολυσυζητημένος λογοτέχνης και κριτικός) υπήρξε πρωτοποριακή και επίμαχη πνευματική φυσιογνωμία του περασμένου αιώνα. Εξ ου και η δημόσια διαμάχη που πυροδότησε προηγουμένως η δημοσίευση της διδακτορικής διατριβής του κ. Αναγνώστου με θέμα: «Τεχνοτροπίες στο πεζογράφημα του Ιωάννη Ρηγαλακάκου “Το ανεμογκάστρι”» που κατέθεσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

    Βάσει των στοιχείων του Μ. Αναγνώστου, ο Ρηγαλακάκος έζησε στην Αυστραλία επί μια σαραντακονταετία κι επαναπατρίστηκε μεσήλικας το 2005 όπου κι έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αθήνα έως τα βαθιά γεράματα, πεθαίνοντας σε ηλικία 94 ετών. Είχε δημοσιεύσει συνολικά 33 βιβλία, όλων των λογοτεχνικών ειδών. Απ’ όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έως το θάνατό του, δηλαδή για τα επόμενα 40 χρόνια – και για εντελώς άγνωστους λόγους – δεν δημοσίευσε απολύτως τίποτα. Ο επιμελητής βέβαια δεν παύει να κάνει ένα σωρό υποθέσεις γι’ αυτή την τακτική του.

    Ο Ρηγαλακάκος απεβίωσε στις 2 Δεκεμβρίου 2045, δηλαδή την παραμονή των γενεθλίων του. Όμως ποτέ κανείς δεν έμαθε εάν έγραφε, ή τι ακριβώς έκανε, απ’ όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. Παρ’ όλο που οι φήμες οργίαζαν (ότι δηλαδή το διάστημα αυτό έγραφε το magnum opus του, το «βιβλίο της ζωής του») εκείνος ούτε τις διέψευδε ούτε και τις επιβεβαίωνε, πράγμα που έκανε να φουντώνει περισσότερο το λογοτεχνικό κουτσομπολιό.

    Ο θρύλος του μυστηριώδους χειρογράφου αναζωπυρώθηκε και κορυφώθηκε λίγο μετά το θάνατο του συγγραφέα, όταν δημοσιεύτηκαν, υποτίθεται, «σπαράγματα» απ’ αυτό σε δυο λογοτεχνικά αθηναϊκά περιοδικά, που όμως αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστογραφημένα.

    Το 2045 όμως αποδεικνύεται σημαδιακή χρονιά καθώς, μετά από μια πραγματική οδύσσεια, ο Μελέτης Αναγνώστου ανακαλύπτει εντελώς τυχαία το περιζήτητο αυθεντικό χειρόγραφο του Ρηγαλακάκου στο σπίτι μιας φίλης του, που τον φιλοξενεί στο Σίδνεϊ. Της το είχε δώσει, μαζί με άλλα χαρτιά και βιβλία που ήθελε να ξεφορτωθεί, γιατί πουλούσε το σπίτι της, μια Αυστραλέζα φίλη της (σύζυγος ενός Άγγλου καθηγητή, φιλέλληνα και νεοελληνιστή) πριν μπει στο γηροκομείο. Ο σύζυγός της το είχε αγοράσει παλιότερα, για ένα ευτελές ποσόν, σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο, επειδή ήθελε να βοηθήσει οικονομικά τον συγγραφέα, τον οποίο και γνώριζε προσωπικά, αλλά και για να το αξιοποιήσει κάποια στιγμή φιλολογικά. Δεν πρόλαβε όμως γιατί πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Έτσι το χειρόγραφο παρέμεινε επί δεκαετίες στα αζήτητα.

    Όλες τις παραπάνω πληροφορίες τις μαθαίνει ο κ. Αναγνώστου μετά από συνάντηση με τη χήρα του φιλέλληνα καθηγητή στο γηροκομείο όπου την επισκέπτεται. Με τροποποίηση της διαθήκης της, εκείνη καθιστά νόμιμο κάτοχο του επίμαχου χειρογράφου τον Μελέτη Αναγνώστου. Υπό τον όρο όμως να μην το εκδώσει πριν την παρέλευση μιας εκατονταετίας (δηλαδή όχι πριν το 2100), όπως ήταν και η επιθυμία του Ρηγαλακάκου που την είχε εκφράσει ρητώς σε επιστολή του στον Άγγλο καθηγητή.

    Οι πονοκέφαλοι όμως του κ. Αναγνώστου όχι μόνο δεν τελειώνουν εδώ, όπως θα περίμενε κανείς (με την ανεύρεση του αυθεντικού και περιζήτητου χειρογράφου) αλλά μόλις τώρα αρχίζουν! Κατ’ αρχήν έχει να αντιμετωπίσει τεράστια φιλολογικά προβλήματα που αφορούν π.χ. την ταυτότητα του συγγραφέα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Αναγνώστου: «Γιατί τι ακριβώς ήταν ο Ρηγαλακάκος; Ελληνοαυστραλός; Αυστραλοέλληνας; Έλληνας εξ Ελλάδος; Έλληνας εξ Αυστραλίας; Έλληνας της διασποράς; Έλληνας του κόσμου; Έλληνας του εαυτού του; Ελληνοέλληνας; Εμιγκρές; Ομογενής;…»

    Άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι η θεματολογία του χειρογράφου και η ειδολογική του κατάταξη. Γιατί, όπως γράφει, «Πώς να καθορίσεις αν το magnum opus του ήταν μυθιστόρημα, συρραφή διηγημάτων, αυτοβιογραφία, βιογραφία, φιλολογικά απομνημονεύματα, ημερολογιακές σημειώσεις, δοκίμιο, κριτική ή επιστημονική φαντασία, τη στιγμή που το βιβλίο του δεν ήταν παρά μια παρωδία όλων αυτών των διασταυρουμένων ειδών, μια εκτρωματική απόφυση της περιπέτειας ενός βιβλίου (…) Μήπως επρόκειτο για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών (…) μια απονενοημένη προσπάθεια, μέσα από το κύκνειο αυτό άσμα του να κατανοήσει το πραγματικό νόημα της γραφής;».
    Ένα τρίτο σοβαρότατο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο κ. Αναγνώστου ήταν βέβαια η ασφάλιση του χειρογράφου «έναντι ενός αστρονομικού ποσού», όπως γράφει, «για παν ενδεχόμενο (όπως π.χ. κλοπή, πυρκαγιά, πλημμύρα κτλ)» που του κόστισε μια περιουσία και που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει χωρίς την αρωγή φιλόμουσων φίλων του.

    Σ’ όλα τα παραπάνω προβλήματα πρέπει να προστεθεί ίσως το σημαντικότερο:  η αποκατάσταση του χειρογράφου λόγω της φθοράς που είχε υποστεί εξαιτίας του χρόνου (κιτρινισμένες σελίδες), των κλιματολογικών συνθηκών (υγρασίας κτλ) αλλά και τις ανορθόδοξες πρακτικές του συγγραφέα του (που είχε κάψει το χειρόγραφο σε διάφορα σημεία, καθότι θεριακλής καπνιστής και το είχε ξεσχίσει εδώ κι εκεί με το στυλό όταν τον πιάνανε τα μπουρίνια του.).

    Τέλος, ο κ. Αναγνώστου είχε να αντιμετωπίσει το μένος των αμετανόητων επικριτών και πολεμίων του. Οι τελευταίοι ισχυρίζονταν ότι το χειρόγραφο του Ρηγαλακάκου είχε υποστεί τόσες και τέτοιες αλλοιώσεις κι επεμβάσεις (εξωγενείς κι ενδοκειμενικές) στα χέρια του Αναγνώστου που είχε παραμορφωθεί και καταντήσει αγνώριστο. Συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί γνήσιο πνευματικό τέκνο του Ρηγαλακάκου αλλά περισσότερο νόθο τέκνο του Αναγνώστου!…

    Τι ακριβώς όμως πραγματεύεται το επίμαχο όσο και μυστηριώδες χειρόγραφο με τον περίεργο τίτλο «Το ανεμογκάστρι»; Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, την επικείμενη συντέλεια του κόσμου, που όλοι άλλωστε στον πλανήτη περίμεναν στα τέλη του 1999. Στην πραγματικότητα όμως κάνει χίλια δυο άλλα πράγματα, προσπαθώντας να κατανοήσει το πραγματικό νόημα της γραφής και να πει τον τελευταίο του λόγο για το μέγα μυστήριο της λογοτεχνίας…»

    Το δημοσιευμένο απόσπασμα στα «Αιολικά Γράμματα» που φέρει τον τίτλο «Η ιστορία του παππού» είναι το ακόλουθο:
 «Μας είχανε πιάσει οι αντάρτες, οι κουμμουνιστές. Εμένα, το Τζίμμη τον αδερφό μου κι άλλους ― όλοι δεξιοί. Όλους για εκτέλεση, την άλλη μέρα. Μας είχανε δεμένους σαν τα ζα, με τριχιά. Τρίγκα, σουρτοθηλιά. Το δικό μου δέσιμο όμως παραήταν σφιχτό. Νόμιζα θα μου κοπεί το χέρι. Κόντευα να κρεπάρω. Σβουρλιζόμουνα ― τίποτα! Υπόφερνα. Τέτοιο σφίξιμο. Πόνος, όχι αστεία. Φαγούρα, άλλο πράμα. Ξέχναγα ακόμη και την εκτέλεσή μας!… Ήξερα πως θα μας σκοτώνανε. Μέσα μου όμως δεν μπόραγα να το χωνέψω ― ότι θα πεθάνω. Είχα παιδιά, φαμελιά μεγάλη. Οχτώ στόματα. Θα μένανε στο δρόμο. Ήμαστουν ξεγραμμένοι, αλλά μέσα μου πίστευα πως θα γλίτωνα. Ο πόνος του χεριού αβάσταχτος. Χειρότερος κι από το θάνατο που μας περίμενε. Σε μια στιγμή γυρνάω και ψιθυρίζω στον αδερφό μου το Τζίμμη. Αδερφέ, εγώ δεν αντέχω άλλο. Θα μου κοπεί το χέρι! Θα λακίσω. Με κοίταξε σαν ξένο. Νόμισε ότι μουρλάθηκα. Μου λέει: Είσαι στα καλά σου; Θα στην ανάψουνε στο πιτς-φιτίλι. Ασ’ τις κουταμάρες. Το χέρι μου να με παιδεύει, να χειροτερεύει. Μαρτύριο. Είχα λυσσάξει απ’ το σφίξιμο, τον πόνο. Κόντευα να πλαντάξω. Έδωσα-πήρα, από δω, από κει, άρχισα σιγά-σιγά να χαλαρώνω, να μποσικάρω το σκοινί ― μια ιδέα. Έφαγα τα λυσσακά μου. Κι άντε άντε, άντε άντε, χωρίς να το καταλάβω, κατάφερα να ξελυθώ! Οι άλλοι το ’χανε πάρει απόφαση. Εγώ όχι. Να πεθάνω στα καλά καθούμενα! Λέω του Τζίμμη, εγώ θα σκαπουλάρω… Και σε μια στιγμή που δεν παραφυλάγανε, ξέκοψα. Λαγός. Οι πατούσες μου βαράγανε στο κεφάλι. Τέτοιο λάκημα. Ακόμα και τώρα νομίζω πως λακάω! Τους άλλους τους ντουφεκίσανε χαράματα. Είχα άγιο κοντά μου. Ήτανε θέλημα Θεού να ζήσω. Γιατί είχα οικογένεια. Το σφίξιμο της τριχιάς μ’ έσωσε. Αλλιώς θα ’μουνα κι εγώ τώρα μακαρίτης. Στα κυπαρισσάκια. Δόξα να ’χει ο Μεγαλοδύναμος!…»
Δεν ξέρω τι μου ’ρθε και θυμήθηκα τούτη την ιστορία του παππού. Σα να ήταν μια «κληρονομημένη ανάμνηση [που] είχε περάσει από γενιά σε γενιά κι είχε φτάσει σε [μένα] μέσ’ από τη μνήμη του παππού (…)» θα μπορούσα να πω, σαν τον αφηγητή του Μάρκες. Ίσως είναι μια διαστροφική αντίληψη ότι κάθε περιστατικό στη ζωή ενός συγγραφέα ενδιαφέρει αναγκαστικά και τους άλλους αφού, όπως λέει ο Πάτρικ Γουάιτ, «Η ικανότητα να αγαπάει κανείς τον εαυτό του είναι ίσως αυτό που κάνει τον ηθοποιό· το ότι ως ένα σημείο αυτό είναι που κάνει και το μυθιστοριογράφο, ήταν κάτι που ανακάλυψα πολύ αργότερα». Ίσως, υποσυνείδητα, να ταύτισα τη φαγούρα του παππού, μ’ εκείνη της παιδικής μου ηλικίας. Ίσως επειδή, αυτή η ανάμνηση του παρ’ ολίγον τουφεκισμού του παππού, «είχε δώσει προορισμό στη ζωή του και ξαναγύριζε στη μνήμη του όλο και πιο ξεκάθαρα όσο μεγάλωνε, λες και το πέρασμα του χρόνου τον έφερνε όλο και πιο κοντά» όπως λέει ο Μάρκες. Ίσως επειδή προσπαθώ να κατανοήσω τη σχέση μεταξύ μνήμης και φαντασίας και πώς διαμορφώνουν το παρόν. Ή, για να παραθέσω τον Πεντζίκη: «Πάω να πω ότι υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στον τρόπο οργάνωσης της ζωής στο παρόν, και την εμφάνιση των μορφών της μνήμης, μέσα από τα σκουπίδια και τα λοιπά κατάλοιπα και συντρίμμια που αποτελούν την φαντασία».

    Όσο γερνώ τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ την αξία των «σκουπιδιών» και τη σπουδαιότητα των «συντριμμιών» στη διαμόρφωση της λογοτεχνίας. Η τελευταία συναρμολογείται απ’ αυτά τα κομμάτια, τα θρύψαλα και τα θραύσματα της ζωής μας, αρκεί να τα διατηρήσουμε ατόφια, να μην προσπαθήσουμε να τα εξευγενίσουμε, να τα νοθέψουμε. Ο Μπόρχες είναι κατηγορηματικός σ’ αυτό: «(…) νομίζω ότι όσο λιγότερο επεμβαίνω σ’ ό,τι γράφω, τόσο το καλύτερο. Δηλαδή, αν μου ’χουν πει μια ιστορία, και αν αυτή η ιστορία με έχει εντυπωσιάσει, είναι καλύτερα να την πω ακριβώς όπως την άκουσα, αντί να ψάξω να βρω λεπτομέρειες σε βιβλία…»

Το πιθανότερο είναι ότι ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο, να αποτίσω φόρο τιμής, στους πρώτους μου δασκάλους (της αφήγησης), κοντά στους οποίους θήτε

1 Μάρκες, «Εκατό χρόνια μοναξιάς», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1983 (μτφ. Κλαίρη Σωτηριάδου – Μπαράχας).
2 Πάτρικ Γουάιτ, «Ψεγάδια στον καθρέφτη», εκδ. Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2008 (μτφ. Γιάννης Βασιλακάκος).
3  Μάρκες, ό.π.
4 Πεντζίκης, «Σημειώσεις εκατό ημερών», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988.
5 Μπόρχες, βλ. Sorrentino Fernando “Seven conversations with Jorge Luis Borges”, εκδ. The Whiston Publishing Company, Troy New york, 1982.