Σε νεοφιλελεύθερα μοντέλα, που συνδέουν το ύψος της σύνταξης με οικογενειακά και περιουσιακά στοιχεία, στρέφεται η κυβέρνηση Σαμαρά. Επαναφέροντας το πρότυπο της Αυστραλίας, (το οποίο θέλει να αλλάξει η κυβέρνηση Άμποτ) ειδικοί των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας το μελετούν, ενώ η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για νέα μείωση των κρατικών δαπανών σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό.
Μετά το «χαράτσι», τα ακίνητα θα αποτελούν κριτήριο και για την περικοπή συντάξεων και στην Ελλάδα,
Βήμα-βήμα φαίνεται ότι χτίζεται το μοντέλο της Αυστραλίας και στην Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς διαψεύσεις της κυβέρνησης. Από την επόμενη χρονιά αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων, που πλέον θα προκύπτουν από το άθροισμα της βασικής -περί τα 360 ευρώ-, ενώ το υπόλοιπο ποσό θα προκύπτει από τις εισφορές που αναλογούν στα έτη ασφάλισης.
Ταυτόχρονα, οι βάσεις πληροφοριών, που σταδιακά εμπλουτίζονται στην Εφορία σε ό,τι αφορά σε κινητή και ακίνητη περιουσία, όπως και σε έσοδα από τόκους καταθέσεων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικά εργαλεία προς υλοποίηση ενός ανάλογου συστήματος στη χώρα.
Στην Αυστραλία λαμβάνονται υπ’ όψιν όχι μόνο εισοδηματικά κριτήρια, όπως η αξία αυτοκινήτων, σκαφών, μερίδια σε αγροκτήματα, επιχειρήσεις, αλλά και η περιουσιακή κατάσταση ακινήτων, εκτός αυτού όπου κατοικεί ο πολίτης. Με βάση αυτά προβλέπονται διάφορα «πλαφόν» προκειμένου να υπολογίζονται αναλογικά μειώσεις σε συντάξεις.
Η μεταφορά ενός τέτοιου μοντέλου στην Ελλάδα θα ανατρέψει τον προγραμματισμό των ασφαλισμένων και θα φέρει τα πάνω κάτω. Ένας πολίτης με περιουσιακά στοιχεία, έστω και από κληρονομιά των γονέων του, θα κληθεί να υποστεί μειώσεις ακόμα κι αν αυτά δεν αποδίδουν πρόσθετο εισόδημα.
Αλλά και όσοι κατέβαλαν τις ίδιες εισφορές στο ίδιο διάστημα εργασιακού βίου θα λαμβάνουν διαφορετικό μηνιάτικο. Ποιους θα ευνοήσουν τέτοιες αλλαγές; Τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, στις οποίες μοιραία οι αποφάσεις θα στρέψουν τους ασφαλισμένους.