Το 1984, όταν η Ιωάννα Κλάπα και η Μαρία Δημητροπούλου περνούσαν το κατώφλι των δικαστηρίων ως νεαρές και πρωτοδιοριζόμενες ανακρίτριες, δύσκολα θα φαντάζονταν ότι έπειτα από 30 χρόνια θα έπεφτε σε αυτές το βάρος να αναλάβουν τη διερεύνηση μιας από τις πιο σημαντικές και πιο δύσκολες δικαστικές υποθέσεις των τελευταίων δεκαετιών, αυτήν της αποκάλυψης και εξάρθρωσης της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Η έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη και σημαδεύτηκε από την πολιτική εμπλοκή του παραιτηθέντος γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκου έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες. Κόντρα στο ρεύμα των καιρών της γενικευμένης απαξίωσης των θεσμών, η Ιωάννα Κλάπα και η Μαρία Δημητροπούλου, οι δύο ανακρίτριες στις οποίες ανέθεσε η Ολομέλεια των Εφετών τον φάκελο της οργάνωσης, στον απόηχο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, δουλεύουν καθημερινά. Μέχρι στιγμής έχουν συντάξει έναν φάκελο 15.000 σελίδων με στοιχεία κατά της Χρυσής Αυγής. Ο πανικός των τελευταίων ημερών μοιάζει δικαιολογημένος…
Οι δύο ανακρίτριες ξεκίνησαν μαζί την επαγγελματική σταδιοδρομία τους το 1984, ήταν δικαστές του ίδιου διαγωνισμού, υπηρέτησαν αμφότερες πολλά χρόνια στα έδρανα του Πειραιά και προήχθησαν μαζί και στον βαθμό του εφέτη το 2007. Ολο αυτό το διάστημα διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους. Στις 17 Οκτωβρίου η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών, ανταποκρινόμενη στο αίτημα της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ευτέρπης Γκουτζαμάνη, να ανατεθεί η υπόθεση σε εφέτη ανακριτή λόγω της σπουδαιότητάς της, όρισε χωρίς διαρροή ψήφων ως ειδική ανακρίτρια την Ιωάννα Κλάπα και ως επίκουρη τη Μαρία Δημητροπούλου. Οι δύο γυναίκες, που τα «έβαλαν» με ένα σκληρά ανδροκρατούμενο και σεξιστικό κόμμα, διαθέτουν, πέρα από πολύ καλές σπουδές, πολύχρονη πείρα, φιλοδοξία και τσαμπουκά, όπως συνομολογούν όσοι έτυχε να συνεργαστούν μαζί τους. Το ίδιο επιβεβαιώνουν ακόμη και όσοι βρέθηκαν απέναντί τους. Πρόσφατα, απασχόλησαν και τη διεθνή επικαιρότητα καθώς ο βρετανικός «Observer», με άρθρο του σημείωνε την πορεία των ερευνών τους.
Η ΚΟΝΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟ
Η Ιωάννα Κλάπα γεννήθηκε το 1958. Αφησε εποχή στα δικαστήρια του Πειραιά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με μια δικογραφία-σταθμό για τα κυκλώματα των φυλακών του Κορυδαλλού. Στάθηκε απέναντι στον «εθνικό μας δεσμοφύλακα», τον Αντώνη Αραβαντινό, και εισηγήθηκε την προφυλάκισή του. Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών τότε διαφώνησε και την απόφαση έλαβε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο διέταξε την προφυλάκισή του. Για την ίδια υπόθεση, όταν ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών Αλέξανδρος Ζεκερίδης οδηγήθηκε ενώπιόν της, αρχικά την υποτίμησε εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας και της σεμνότητάς της. «Είναι έξυπνη, αποφασιστική και κυρίως μη ελεγχόμενη» φέρεται να του περιέγραψε ο συνήγορός του. Η Ιωάννα Κλάπα εκείνη την περίοδο, από κοινού με την εισαγγελέα Πρωτοδικών Καίτη Στουραΐτου – η οποία δεν ζει πια – έκαναν μια επίμονη και πολύμηνη έρευνα που περιελάμβανε πολύωρες ανακρίσεις, απροειδοποίητες εφόδους στις φυλακές και κυρίως θάρρος απέναντι στις απειλές που δέχονταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι έπειτα από αυτές τις δίκες ορίστηκε για πρώτη φορά εισαγγελέας φυλακής με έδρα μέσα στο σωφρονιστικό σύστημα.
Παρόμοιο σθένος επέδειξε και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 απέναντι στον Σπύρο Δρακόπουλο, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα θέμα-ταμπού για την ελληνική Δικαιοσύνη, το λαθρεμπόριο καυσίμων, κουβαλώντας όγκους εγγράφων τα βράδια στο σπίτι της. Ο Σπύρος Δρακόπουλος, τότε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εταιρειών Dracoil, ΤΟΤ Ελλάς και Total, συνελήφθη για διοχέτευση τράνζιτ ναυτιλιακού πετρελαίου στην εσωτερική αγορά. «Σε μία ώρα δεν θα είσαι ανακρίτρια» της είπε, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. «Ναι, αλλά εσύ σε μία ώρα θα είσαι στον Κορυδαλλό» απάντησε εκείνη. Το ένα δεν αναιρούσε το άλλο. Ο επιχειρηματίας προφυλακίστηκε και η Ιωάννα Κλάπα μετατέθηκε σε διάφορα δικαστήρια και εφετεία της Περιφέρειας, όπου και εργάστηκε για 16 χρόνια. Μόλις τον Ιούλιο του 2012 μετατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου.
Η ΦΡΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΗΛΟ ΠΡΟΦΙΛ
Η Μαρία Δημητροπούλου γεννήθηκε το 1953. Δούλεψε για πολλά χρόνια στα δικαστήρια του Πειραιά, διετέλεσε προϊσταμένη στο Πρωτοδικείο Πειραιά και τα τελευταία χρόνια υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών. Εχει ασχοληθεί με σημαντικές υποθέσεις εμπορίου ναρκωτικών. Επίσης, συμμετείχε στην έδρα δικαστηρίου που δίκασε μία από τις υποθέσεις της οργάνωσης «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς». Εχει τη φήμη της σκληρής αλλά αδέκαστης δικαστικού.
Είναι και οι δύο δημοκρατικών φρονημάτων αλλά απολύτως ανεξάρτητες από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Γενικά «δεν μασάνε», όπως λένε ατύπως στη νομική πιάτσα. Φρουρούνται σε 24ωρη βάση, όπως προβλέπεται για τους δικαστικούς που αναλαμβάνουν τέτοιας βαρύτητας υποθέσεις. Ωστόσο, διατηρούν χαμηλό προφίλ και αποφεύγουν τις δημόσιες παρεμβάσεις. Εδώ και κάποιους μήνες εργάζονται νυχθημερόν στα γραφεία τους και έχουν συντάξει έναν φάκελο 15.000 σελίδων για τη δράση της Χρυσής Αυγής μελετώντας την ιστορία της από την αρχή της συγκρότησής της, τη δεκαετία του 1980. Είναι ενδεικτικό ότι από τότε που ανέλαβαν οι δύο ανακρίτριες την υπόθεση έγιναν οι περισσότερες προφυλακίσεις στελεχών της οργάνωσης.
Την ικανοποίησή του για το έργο των δύο δικαστικών λειτουργών εξέφρασε στο BHmagazino ο δικηγόρος της οικογένειας Φύσσα, Γιώργος Μαραγκός: «Εχουν κάνει πραγματικό αγώνα οι δύο κυρίες. Είναι ιδιαίτερα λεπτομερείς και η έρευνά τους έχει φτάσει σε βάθος. Δεν υπάρχει καμία κωλυσιεργία. Ειδικά για το ζήτημα της δολοφονίας, με τα στοιχεία που υπάρχουν, εκτιμώ ότι δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση». Η σοβαρότητα και η εγκυρότητα της δουλειάς τους αποτυπώθηκαν στο πόρισμα που έστειλαν στη Βουλή ζητώντας την άρση ασυλίας της εναπομείνασας Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χρυσής Αυγής, με ένα πλήρως τεκμηριωμένο κείμενο. Η καθημερινή εργασία δικαιολογείται από την πίεση του χρόνου. Η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί προτού παρέλθει το 18μηνο της προφυλάκισης για τους βουλευτές και τα στελέχη της οργάνωσης.
Η αντίδραση της Χρυσής Αυγής είναι αναμενόμενη. Υβρεις, απειλές, σεξιστικοί υπαινιγμοί και προσπάθεια απόδειξης μιας σκοτεινής συνωμοσίας. Το μοναδικό πράγμα που είχε να προσάψει ο Ηλίας Κασιδιάρης στην Ιωάννα Κλάπα στην αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλε ήταν ο γάμος της με τον Παναγιώτη Κλάπα, στέλεχος της Δημοκρατικής Αριστεράς. Το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την αίτηση, καθώς έκρινε ότι δεν συντρέχουν γεγονότα ικανά να εγείρουν υπόνοιες μεροληψίας των ειδικών ανακριτριών. Οι δύο ανακρίτριες, απαντώντας στους ισχυρισμούς του Κασιδιάρη, δήλωσαν ότι λειτουργούν με βάση τη συλλογή αποδεικτικού υλικού και με μοναδικό γνώμονα το σύνταγμα, τον νόμο και τη συνείδησή τους.
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αντώνης Ρουπακιώτης εξηγεί: «Τα όργανα της Δικαιοσύνης που ερευνούν ποινικές υποθέσεις βουλευτών, στελεχών και μελών της Χρυσής Αυγής κατά κοινή εκτίμηση παράγουν έργο, παρά τις εγγενείς δυσκολίες, ιδιαίτερα αξιόπιστο. Η προσφορά δικαστών και εισαγγελέων που χειρίζονται τις υποθέσεις αυτές είναι πολύ σημαντική για την υπεράσπιση της συνταγματικής και ευρύτερα της έννομης τάξης αλλά και των δικαιωμάτων των πολιτών που βρίσκονται σε διακινδύνευση από πράξεις της Χρυσής Αυγής». Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, οι δύο ανακρίτριες είναι απολύτως αφοσιωμένες στη δουλειά τους, δεν αναλώνονται σε επικοινωνιακές στρατηγικές και στείρες αντιπαραθέσεις ούτε ικανοποιούν προσωπικές φιλοδοξίες. Γιατί καταλαβαίνουν ότι η μάχη που δίνουν αφορά κάτι πολύ περισσότερο από τους τοίχους ενός ανακριτικού γραφείου. Είναι μια μάχη για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας.