O Νίκος Πιπέρης στο νέο του βιβλίο “Θάλεια”, μιλά για μια από τις πιο τραγικές, ίσως, πτυχές της μετανάστευσης, τον βίαιο ξεριζωμό των νέων από την πατρίδα τους, παρά τη θέλησή τους. Φωτίζει το δράμα που πλέκεται γύρω τους, χωρίς τη δική τους συμμετοχή και το αιχμηρότερο σημείο όλων, χωρίς το δικό τους ρόλο στα αίτια που τον προκαλούν.
Δίνει τις πραγματικές διαστάσεις του υπερατλαντικού ταξιδιού, με ταξιδιώτες , τα ξεριζωμένα νιάτα της Ελλάδας που έχουν στις αποσκευές τους κοινά όνειρα και κοινές ελπίδες.
Μιλά για προβληματισμούς που στην πλειονότητά τους είναι κοινοί. Εξιστορεί καταστάσεις ρεαλιστικές, αιχμηρές, επώδυνες. Εκείνο που εντυπωσιάζει εντούτοις, τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου -βιωματικού κατά την ομολογία του ίδιου κατά ένα μέρος- είναι ο τόνος, το ύφος και η τεχνική που έχει επιλέξει ο Νίκος Πιπέρης να χειριστεί ένα θέμα για το οποίο έχουν ειπωθεί πολλά, χωρίς να φαίνεται εντούτοις ποτέ να εξαντλείται.
Ο τόνος είναι ήπιος, σχεδόν αθόρυβος, χωρίς εξάρσεις και εκκωφαντική χροιά. Το ύφος του είναι ανεπιτήδευτο, λιτό, χωρίς ίχνος προσποίησης ή υπερβολής.
Η τεχνική που επέλεξε είναι αυτή της συνέπειας, της αρμονίας και της πειστικότητας των χαρακτήρων.
“Για τη διαμόρφωση των χαρακτήρων, επειδή πάνω απ’ όλα μ’ ενδιέφερε να είναι αληθινοί, πήρα άτομα που γνώριζα καλά, μέσα από τη ζωή”, θα πει ο ίδιος.
Όσοι γνωρίζουν βέβαια το συγγραφέα, θα πούνε ότι διαβάζοντας τη “Θάλεια”, είναι σαν ν’ ακούνε τον Νίκο να τους μιλά.
Είναι μεγάλη υπόθεση αυτή και δε μπορώ σ’ αυτό το σημείο να μη θυμηθώ τα λόγια του μεγάλου τεχνίτη της πέννας, του Φρέντυ Γερμανού που στην επίσκεψή του, πριν 22 χρόνια στην Αυστραλία, μου είχε πει: “ευλογημένος ο γραφιάς που μπορεί να μιλήσει στη δική του γλώσσα και το δικό του τόνο. Mόνο αυτός μπορεί ν’ αγγίξει πραγματικά τον άνθρωπο”.
Kαι ο Νίκος Πιπέρης, στο βιβλίο του “Θάλεια”, πιστεύω ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό, το επιτυγχάνει.
Ο έρωτας, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, από την πρώτη του επαφή με το τελευταίο έργο του Νίκου Πιπέρη δεν είναι ο κεντρικός πυρήνας της υπόθεσης. Είναι η εμπειρία που σημαδεύει σ’ ένα σημείο τη ζωή του Βαγγέλη, του ήρωα του μυθιστορήματος, χωρίς όμως να τον τυφλώνει σε σημείο που να επηρεάζει την κρίση του και τις αποφάσεις που παίρνει για τη μελλοντική του πορεία.. Είναι το αντίβαρο του σφοδρού πάθους της Θάλειας για τον ίδιο, που μπορεί να τον αιφνιδιάζει και να τον φοβίζει ακόμη, σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας των αποφάσεών του:” Τα λόγια της τον γέμισαν χαρά κι ένιωθε ευτυχισμένος, ωστόσο υποσυνείδητα, η τόσο δυνατή και απόλυτη αγάπη της τον φόβιζε”.
Ο έρωτας στο έργο αυτό του Νίκου Πιπέρη είναι το πικρό κεφάλαιο που είχαν να αντιμετωπίσουν οι περισσότεροι νέοι της μαζικής μετανάστευσης. Μαζί με τον αποχωρισμό των γονιών τους, των αδελφών τους, του τόπου που είδαν το πρώτο φως και οι περισσότεροι, δεν γνώριζαν άλλη γη από αυτή που γεννήθηκαν, έπρεπε να σφίξουν την καρδιά τους και να δώσουν το στερνό φιλί στην αγαπημένη τους.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΦΡΟΝΗΜΑΤΑ
Στο ίδιο έργο θίγεται το μεγάλο θέμα των πολιτικών φρονημάτων που κυνηγά αδυσώπητα στην μεταπολεμική Ελλάδα και μετά τον εμφύλιο, τα παιδιά εκείνων που έφεραν τη ρετσινιά των αριστερών. Η Πολιτεία, τους αφαιρούσε σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και αυτό το δικαίωμα να βρουν την τύχη τους στην ξενιτιά. Ο ήρωας του Νίκου Πιπέρη, αποβάλλεται από τη Σχολή Ικάρων -παρ’ ότι ήλθε πρώτος- λόγω των πολιτικών φρονημάτων του πατέρα του. Η ίδια τύχη τον περίμενε αν έδινε σε άλλη σχολή εξετάσεις. Ο ίδιος φαίνεται να το γνωρίζει αυτό καλά, παρότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του.
“Τη στιγμή που σου κρέμασαν ουρά, όπου και να πας, θα σ’ ακολουθεί. Είναι σαν το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα. Απ’ το γονιό στα παιδιά, και πάει λέγοντας, δεν ξέρω για πόσες γενιές, για πάντα. Και δεν υπάρχει ακόμα ένας δεύτερος Χριστός να μας σώσει απ’ αυτό το αμάρτημα των πολιτικών φρονημάτων”.
Ότι το πρόβλημα δεν είναι μεμονωμένο και δένεται άμεσα με τον διωγμό του ανθού της Ελλάδας από την πατρώα γη φαίνεται και σε άλλο σημείο του βιβλίου του Νίκου Πιπέρη: “Tώρα, σήμερα, αφορούσε το Βαγγέλη, αύριο ίσως τον εαυτό τους ή τη γενιά ύστερα από τη δική τους. “Δεν είχε δοθεί αμνηστία στο τέλος του εμφυλίου; Ήταν η ερώτηση που ερχόταν ασταμάτητα στο νου τους. Τώρα τί δουλειά είχαν οι φάκελοι πολιτικών φρονημάτων που μάστιζαν την πατρίδα μας κι ιδιαίτερα τη νέα γενιά που δεν είχαν καν ιδέα για τέτοια θέματα; Ήταν ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν από κείνους που απαιτούσαν πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν και να διαιωνίσουν το μίσος και το διχασμό της δικής τους γενιάς, τη δική τους ιδιοτέλεια, τα δικά τους ατομικά συμφέροντα”.
ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗς ΦΥΣΗΣ
Η ζωντανή περιγραφή του τόπου που άφησε πίσω του ο ήρωας του βιβλίου, προδίδει την παρουσία του βιωματικού στοιχείου που εμπεριέχει το έργο: “Από πολύ ψηλά ο τόπος που ήταν χτισμένο το χωριό φαινόταν στρωτός και λείος, ένα ισιωματάκι απλωμένο ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές, η μια δώθε κι η άλλη κείθε, κι έφτιαναν μια μικρούτσικη τριγωνική κοιλάδα που έφτανε μέχρι το ακρογιάλι.
Στη μέση αυτής της κοιλάδας φιδοπερνούσε η ρεματιά με πλατάνια και πικροδάφνες, με φλόμους και λυγαριές, μ’ αρμύρες και σφεντάμια που φύτρωναν εδώ κι εκεί σαν κάποιος να είχε αρπάξει χούφτες σπόρους από διάφορα τσουβάλια και να τους είχε πετάξει, σποριές, σποριές, πέρα-δώθε”
Η περιγραφή συνεχίζεται ζωντανή, με αφοπλιστική απλότητα και ευαισθησία, με βλέμμα καθάριο και ψυχή δοσμένη στη λατρεία της φύσης: “Κι’ ένα ποταμάκι που κατέβαινε ορμητικό και θυμωμένο το χειμώνα με νερά θολά κι αγριεμένα, ξαστέρωνε την Άνοιξη και γάργαρο πια και πάντα δροσερό κυλούσε, μουρμουρίζοντας πάνω από κάτασπρα ποταμολίθαρα και χρωματιστά χαλίκια που έλαμπαν στον ήλιο. Στις στροφές βάθαινε και ησύχαζε, σχηματίζοντας νερόλακκους που γέμιζαν με βατράχια, νεροχελώνες και νεροφίδες που κάθε νύχτα έστρωναν πρωτόγονα πανηγύρια με τα δικά τους ρεσιτάλ μουσικής και ήχου. Το καλοκαίρι με τις μεγάλες ζέστες στέρευε σταδιακά προς τα πάνω,παίρνοντας μαζί του όλο εκείνο το τσούρμο από πουλιά, έντομα, ζουζούνια κι’ ερπετά που ζούσαν απ’ το νερό του: τις πετροπέρδικες και τις τσίχλες που κατέβαιναν από τις γύρω βουνοπλαγιές με τις κουμαριές, τα κοτσύφια και τ’ αηδόνια που φώλιαζαν στα πλατάνια της λαγκαδιάς και τ’ άλλα μικροπούλια, τους σπίνους, τους κοκκινολαίμηδες, τα χρυσογάρδελα και τους φλώρους που έρχονταν πρωί και βράδυ, απ’ τις λάκκες και τις πλαγιές με τις αγριελιές, τις χαρουπιές και τα σπάλαθα., να πιουν και να τσαλαβουτήξουν στα νερά του”.
Φανερός ο έρωτας του συγγραφέα με τη φύση, ο στενός ρομαντικός δεσμός μαζί της, που με την ευαισθησία της ψυχής του δεν αφήνει τίποτε να του διαφύγει, αλλά και να μην τον πλανέψει.
Αυτόν τον έρωτα, ίσως δυνατότερο και πιο βασανιστικό από αυτόν της πρώτης του αγάπης, τον αποκαλύπτει με την ίδια λεπτότητα και διεισδυτικότητα σε πολλά σημεία του βιβλίου. Είναι μια χαρακτηριστική, όσο και βασανιστική πτυχή της ζωής του Έλληνα μετανάστη που αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γη που λάτρεψε και αυτή η άνευ όρων αγάπη, τον κυνηγά μέχρι την τελευταία του πνοή.
Η μετανάστευση του ήρωα στην Αυστραλία “συμπίπτει”, με αυτή του συγγραφέα, οπότε έχουμε εδώ, ολοζώντανα όλα αυτά τα στοιχεία, γνώριμα μεν, δοσμένα όμως σ’ έναν τόνο ήρεμο, ήπιο και αφοπλιστικό για τη λιτότητα και την απλότητά που χαρακτηρίζει όλο το έργο, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Εκείνο το οποίο πιστεύω ότι επιδιώκει και επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό ο συγγραφέας της “Θάλεια”, είναι να δώσει σ’ όλο το εύρος της την πορεία των ταλαντούχων νέων που θα μπορούσαν να διαπρέψουν στην πατρίδα τους, και να την στηρίξουν στις δύσκολες στιγμές, αν εκείνη δεν τους έδιωχνε βάναυσα από κοντά της, μ’ έναν τρόπο απλό μεν, αδιαφιλονίκητα όμως ακριβή και αιχμηρό, πίσω από την λιτότητά του.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει σε συνεργασία του Ελληνο-Αυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας, αυτή την Κυριακή, 3 Μαΐου, στις 3μμ., στην αίθουσα εκδηλώσεων του Παναρκαδικού Συλλόγου, επί της 570 Victoria St., North Melbourne. Είσοδος ελεύθερη