Για αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεών του κατηγορείται ο πρωθυπουργός, Τόνι Άμποτ, μετά την έμμεση παραδοχή του ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός ενδέχεται να περιλαμβάνει και έναν ειδικό φόρο -«εισφορά» τον λένε- για τη μείωση του ελλείμματος.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, ο φόρος αυτός θα είναι «προσωρινός» και θα διαρκέσει έως γίνει πλεονασματικός και πάλι ο προϋπολογισμός.
Θα επιβληθεί σε άτομα με ετήσιο εισόδημα άνω των 100.000 δολαρίων και αναμένεται να επηρεάσει 2.3 εκατομμύρια οικογένειες της χώρας. Στόχος είναι να συγκεντρωθούν 50 δις δολάρια.

Δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι, το νέο μέτρο ερμηνεύεται ως αθέτηση της υπόσχεσής του.
Ο κ. Άμποτ το αρνείται, λέγοντας ότι δεν πρόκειται για αθέτηση της υπόσχεσής του, γιατί δεν θα είναι νέος φόρος αλλά «προσωρινό μέτρο».
Η αντιπολίτευση έσπευσε να απορρίψει το μέτρο αυτό και να ξεκαθαρίσει ότι δεν θα το ψηφίσει, αλλά ακόμα και κυβερνητικοί βουλευτές εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους και απειλούν με ανταρσία.

Ορισμένοι κυβερνητικοί βουλευτές κάνουν λόγο για «εκλογική αυτοκτονία» του πρωθυπουργού.
Ο νέος φόρος θα επιβληθεί παράλληλα με σκληρές περικοπές σε όλους τους τομείς. Προβλέπεται αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 70, περικοπές σε συνταξιούχους, στην παιδεία, την υγεία και την κοινωνική πρόνοια στον προϋπολογισμό που θα κατατεθεί σε δυο εβδομάδες.

Στο πλαίσιο της «αθέτησης» των υποσχέσεων του πρωθυπουργού, ενδέχεται να αποφασιστεί και η μείωση του ορίου για την χορήγηση επιδόματος μητρότητας.
Ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί το επίδομα μητρότητας να καταβάλλεται επί 26 εβδομάδες σε γυναίκες που έχουν εισόδημα έως 150.000 ετησίως.
Τώρα, όμως, λόγω των περικοπών, λέγεται πως το επίδομα θα καταβάλλεται σε γυναίκες με ετήσιο εισόδημα έως 100.000 δολάρια.
Αν είναι παρήγορη δήλωση προς τους πολίτες αυτής της χώρας η δήλωση του πρωθυπουργού ότι και ο ίδιος θα πονέσει -με την επιβολή του «φόρου του χρέους»- είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς. Εκείνο που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση είναι η υπόσχεση ότι το χαράτσι δεν θα είναι διαρκείας. Θα κρατήσει, υπόσχεται ο πρωθυπουργός, μέχρι το έλλειμμα να έλθει σε όρια λογικά. Μέχρι να αναχαιτιστεί με επιτυχία και η οικονομία να είναι σε υγιή κατάσταση.
«Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όλοι θα συμμετέχουν, συμπεριλαμβανομένων και των υψηλόμισθων, όπως είναι τα μέλη του Κοινοβουλίου».
Ο ίδιος θα προσθέσει ότι «έχουμε ένα βραχυπρόθεσμο πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Αυτή τη στιγμή, εξετάζουμε διεξοδικά όλα τα θέματα που αντιμετωπίζουμε. Έχουμε δύο εβδομάδες περίπου μπροστά μας πριν την ανακοίνωση του προϋπολογισμού και βρισκόμαστε στη διαδικασία των τελικών αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν παρθεί ακόμη».

«ΔΕΝ ΑΝΑΙΡΩ ΤΙΠΟΤΕ»

«Δεν αναιρώ τίποτε, αναφορικά με τις προεκλογικές μου υποσχέσεις. Πιστεύω ότι αν η φορολογική αύξηση ήταν διαρκείας, τότε θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ασυνέπεια, αναφορικά με τις προεκλογικές υποσχέσεις.
Εκείνο που πραγματικά επιδιώκουμε, ως κυβέρνηση, είναι οι φόροι να ελαττωθούν, όχι να αυξηθούν. Όταν όμως βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση, αναγκάζεσαι να πάρεις αποφάσεις οι οποίες βραχυπρόθεσμα ενδέχεται να προξενήσουν πόνο, μακροπρόθεσμα όμως θα είναι επικερδείς».
Ωστόσο, παρά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού για «προσωρινό πόνο», υπάρχει διάχυτη ανησυχία στον επιχειρηματικό χώρο, αναφορικά με τις περικοπές που εκτιμάται ότι θα περιέχει ο νέος προϋπολογισμός και το φόρο του χρέους, έστω και προσωρινό.
Ενδεικτικά, το Australian Industry Group εκφράζει την άποψη ότι οποιαδήποτε φορολογική επιφόρτιση θα έχει ως συνέπεια την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας.

«Η επιχειρηματική κοινότητα αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η κυβέρνηση έχει ένα πολύ δύσκολο έργο να επιτελέσει αναφορικά με την επαναφορά του κρατικού προϋπολογισμού σε πλεόνασμα, σε κάποιο μακρυπρόθεσμο διάστημα.

Η επιβολή, εντούτοις, πρόσθετων φόρων, έστω και για μικρό διάστημα, σε άτομα τα οποία εργάζονται, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και δαπανούν σε μια εποχή που η οικονομία είναι εύθραυστη, πιστεύουμε ότι δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα» θα πει ο διευθύνων σύμβουλος του οργανισμού, Innes Willox.
«To μόνο που θα επιτύχει ένα τέτοιο μέτρο είναι να επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας», τόνισε.

Ο ίδιος συνέχισε, λέγοντας ότι «πάντα πριν από την ανακοίνωση του προϋπολογισμού, είθισται οι εκάστοτε κυβερνήσεις να προτείνουν διάφορες προτάσεις, με στόχο να διαπιστώσουν ποια θα είναι η αντίδραση της κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εννοούν τα μέτρα που κυκλοφορούν πριν την ανακοίνωση του προϋπολογισμού. Εκείνο που ελπίζουμε είναι όλα αυτά που ακούγονται τώρα για πρόσθετους φόρους να μην είναι παρά ένας αετός που τον πέταξαν δοκιμαστικά και θα τον φέρουν το γρηγορότερο κάτω στη γη. Ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα και θα σκεφτούν σοβαρά τις (αρνητικές) επιπτώσεις που θα έχει στην ανάπτυξη της οικονομίας».

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Ο κ. .Willox θα τονίσει ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που θα πρέπει να εξεταστούν, όπως είναι , για παράδειγμα, αλλαγές στο GST και ο φόρος μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας που εφαρμόζουν οι πολιτειακές κυβερνήσεις.
Ο ίδιος θα αναφερθεί και στο επίμαχο θέμα της γονικής άδειας που πραγματικά έχει διασπάσει τις απόψεις του Συνασπισμού.
«Αν είμαστε σε τόσο δύσκολη θέση, από την πλευρά του ελλειμματικού προϋπολογισμού, όπως διακηρύττει η κυβέρνηση, ίσως χρειαστεί να κατανοήσουμε ότι δε γίνεται να έχουμε και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο».

Η πίεση που δέχεται ο πρωθυπουργός, εν τω μεταξύ, επί του θέματος της πληρωμένης εξαμήνου γονικής άδειας, εντός του Συνασπισμού, αυξάνεται διαρκώς. Θα στοιχίζει $5.5δις. ετησίως, εκτιμάται δε ότι θα καταψηφιστεί από το ίδιο το κόμμα του.
Ενδεικτικά, να πούμε, ότι ο γερουσιαστής των Εθνικών, John Williams, υποστηρίζει ότι «το μέτρο αυτό θα πρέπει να εφαρμοστεί μόνο όταν η οικονομία είναι ανθηρή. Προς το παρόν, θα πρέπει να παγώσει» θα πει, προσθέτοντας ότι “εκείνο το οποίο επείγει είναι να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας. Να σταματήσουμε να δανειζόμαστε και να μην κάνουμε υπερβολές”.

Αναφορικά με τις συντάξεις, ο πρωθυπουργός θα πει ότι για τα επόμενα τρία χρόνια, δεν πρόκειται να γίνουν αλλαγές. Προειδοποιητικά, εντούτοις, θα αναφέρει ότι οι μελλοντικές μεταρρυθμίσεις, στον τομέα των συντάξεων, θα αφορούν στην αυστηρότερη επιλογή των δικαιούχων σύνταξη γήρατος.