Η κυβέρνηση Άμποτ ξεκαθάρισε ότι θέλει να αυξήσει τα όρια συνταξιοδότησης στα 70 έτη, κι αν συμβεί αυτό θα πρόκειται για το υψηλότερο ηλικιακό όριο που θα ισχύει στον ανεπτυγμένο κόσμο. Μάλιστα, η κυβέρνηση διευκρίνισε ότι το εν λόγω μέτρο θα ισχύσει από το 2035, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η γήρανση του πληθυσμού.
Παράλληλα, η κυβέρνηση σκοπεύει να μην χορηγεί επίδομα ανεργίας σε άτομα κάτω των 25 ετών.
Οι προθέσεις αυτές της κυβέρνησης οδήγησαν σε μείωση της δημοτικότητάς της.
Σύμφωνα με χθεσινή δημοσκόπηση να γινόταν τώρα εκλογές οι Εργατικοί θα κέρδισαν το 52% και ο Συνασπισμός Φιλελευθέρων-Εθνικών 48% καθώς το 72% διαφωνεί με την επιβολή φόρου για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού.
Υπενθυμίζεται ότι προηγούμενη Εργατική κυβέρνηση αύξησε την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη που θα ισχύει σε λίγα χρόνια, ενώ τώρα ο πρωθυπουργός Tony Abbott θέλει να αυξήσει περαιτέρω τα όρια μέχρι το 2035.
Η Αυστραλία τα τελευταία χρόνια εστιάζει στο πώς θα αντιμετωπίσει τη γήρανση του πληθυσμού της και τις τεράστιες δαπάνες για την σύνταξη γήρατος. Κατά τα επόμενα 30 χρόνια, ο αριθμός των Αυστραλών -ηλικίας 65 ετών και άνω- θα διπλασιαστεί από 3,5 εκατ. έως 7 εκατ., αντιπροσωπεύοντας το 22% του πληθυσμού.
Η Αυστραλία έχει σήμερα πληθυσμό 23,4 εκατ. ανθρώπους και το προσδόκιμο ζωής είναι τα 79 έτη για τους άνδρες και τα 84 για τις γυναίκες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αυστραλιανής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Έτσι η Αυστραλία ενώ είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που έχουν χαμηλά ποσοστά ανεργίας, διατηρούν αξιολόγηση ΑΑΑ και εμφανίζουν ρυθμό ανάπτυξης άνω του 3% ετησίως.
Τα μέτρα σκληρής λιτότητας αιτιολογούνται από την κυβέρνηση Άμποτ με το σκεπτικό ότι εάν δεν υπάρξει άμεση ανάληψη δράσης για να «νοικοκυρευτούν» τα οικονομικά, η Αυστραλία κινδυνεύει να βυθιστεί στην ύφεση και να παρουσιάσει δημοσιονομικό έλλειμμα μέσα στα επόμενα 16 χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, η δεξιά κυβέρνηση της Αυστραλίας ετοιμάζεται να επιβάλει ένα ασφυκτικό «Μνημόνιο», φοβούμενη ότι η χώρα θα μπορούσε να ακολουθήσει τη μοίρα του ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως της Ελλάδας.
Με τη λογική «προσέχουμε για να έχουμε» η κυβέρνηση του Τόνι Άμποτ σκοπεύει να προχωρήσει σε σημαντικές μειώσεις σε οικογενειακά επιδόματα, μισθούς, συντάξεις και στον κατώτατο μισθό, συρρίκνωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και κατάργηση κρατικών φορέων.
Ο Αυστραλός πρωθυπουργός έχει στα χέρια του τις προτάσεις της αρμόδιας επιτροπής.
Ο υπουργός Οικονομικών, Τζο Χόκεϊ, έδωσε ήδη μια πρώτη γεύση, ανακοινώνοντας ότι η ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξηθεί στα 70 έτη για όσους γεννήθηκαν μετά το 1965 και ότι η υγεία δεν μπορεί να θεωρείται «δωρεάν αγαθό». Μάλιστα, ο Χόκεϊ προειδοποίησε ότι ο νέος προϋπολογισμός θα αντιστοιχεί σε «κάλεσμα στα όπλα για τους Αυστραλούς», προϊδεάζοντάς τους για το τι μέλλει γενέσθαι.
Σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης, θα απολυθούν 15.000 δημόσιοι υπάλληλοι και θα καταργηθούν 35 κρατικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων ο φορέας έρευνας της κλιματικής αλλαγής. Ο κατώτατος μισθός θα μειωθεί κατά ένα τέταρτο, ενώ οι άνεργοι νέοι θα υποχρεώνονται να μετακομίσουν σε περιοχές όπου υπάρχουν θέσεις εργασίας, διαφορετικά θα κινδυνεύουν να χάσουν το επίδομα ανεργίας.
Στόχος της κυβέρνησης Άμποτ είναι να επιτύχει ένα πλεόνασμα της τάξης των 15 δισ. δολ. Αυστραλίας μέσα στην ερχόμενη δεκαετία. Όπως ανακοίνωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σκοπεύει να επιβάλει έναν «φόρο εθνικού χρέους» σε όλους τους Αυστραλούς με εισόδημα άνω των 80.000 δολαρίων τον χρόνο, κάτι που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις ακόμη και στους κόλπους του συντηρητικού κόμματος. Στις προτάσεις της επιτροπής προβλέπεται ακόμη η ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών υπηρεσιών, όπως το ταχυδρομείο και το ευρυζωνικό Ιντερνετ, για να μειωθεί το έλλειμμα, το οποίο εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 30 δισ. μέχρι το 2017.
Τα μέτρα λιτότητας αιτιολογούνται με το σκεπτικό ότι εάν δεν υπάρξει ανάληψη δράσης για να «νοικοκυρευτούν» τα οικονομικά, η Αυστραλία κινδυνεύει να βυθιστεί στην ύφεση και να παρουσιάσει δημοσιονομικό έλλειμμα μέσα στα επόμενα 16 (!) χρόνια. Η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα στα μέτρα που προσανατολίζεται να υιοθετήσει η κυβέρνηση, καταγγέλλοντας ότι τέτοιου είδους επιβάρυνση των πολιτών δεν συνάδει με τις προθέσεις των κυβερνώντων να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες της χώρας στο 2% του ΑΕΠ.
Ο Εργατικός ηγέτης, Μπιλ Σόρτεν, κατηγορεί την κυβέρνηση για αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων της όταν είχε δεσμευτεί ότι «δεν θα αυξηθούν οι φόροι ούτε θα επιβληθούν νέοι».