Είναι μια συνηθισμένη σκηνή υποδοχής: νεαρές κοπέλες, παρατεταγμένες στην άκρη του δρόμου, αναμένουν με σημαίες ανά χείρας την επικείμενη έλευση του επίσημου με απροσποίητη χαρά. Ο τόπος είναι το Βερολίνο, οι σημαίες σβάστικες και ο αναμενόμενος επίσημος ο Αδόλφος Χίτλερ. Διόλου τυπικό, το εξώφυλλο του βιβλίου «Το Γ΄ Ράιχ στην εξουσία» (εκδ. Αλεξάνδρεια) θέτει από μόνο του εύγλωττα ερωτήματα για την ουσία του στιγμιότυπου, το πριν και το μετά, τη σημασία του για την Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Εργο του 67χρονου Ρίτσαρντ Εβανς, καθηγητή Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, του σημαντικότερου ίσως σύγχρονου μελετητή της ιστορίας του Γ΄ Ράιχ και ευρύτερα γνωστού στο ευρωπαϊκό κοινό από την καταλυτική ανασκευή των ιστορικών θέσεων του αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ιρβινγκ σε μια πολύκροτη υπόθεση δυσφήμησης το 2000, το βιβλίο αποτελεί το μεσαίο τμήμα μιας μνημειώδους τριλογίας έκτασης 2.500 σελίδων (προηγήθηκε η «Ελευση του Γ΄ Ράιχ» και θα ακολουθήσει «Το Γ΄ Ράιχ στον Πόλεμο»). Συναντηθήκαμε στην Αθήνα, με αφορμή την επίσκεψη για την παρουσίασή του στα ελληνικά, και μιλήσαμε μαζί του για τον ναζισμό και τη σημερινή Ακροδεξιά, τον εθνικισμό και τον μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό χάρτη του 21ου αιώνα.
Πώς συνδυάζεται το εξώφυλλο με τον τίτλο σας; Με άλλα λόγια, πώς το Γ΄ Ράιχ στην εξουσία κέρδισε αρχικά την αποδοχή όσων κραδαίνουν χαρωπά τη σβάστικα;
«Δεν ήθελα μια μεγάλη εικόνα του Χίτλερ στο εξώφυλλο. Γιατί εδώ μιλάμε για μια ιστορία του Γ΄ Ράιχ, για όλη τη Γερμανία και για όλες τις πτυχές της, όχι απλώς για ένα πρόσωπο. Από εκεί και πέρα, οι Ναζί εκμεταλλεύθηκαν τέσσερα στοιχεία. Πρώτον, την προπαγάνδα. Σε μια δικτατορία χωρίς άλλα πολιτικά κόμματα, χωρίς ελευθερία του Τύπου, με λογοκρισία στις τέχνες, με τη μετατροπή των σχολείων σε κέντρα διάδοσης του ναζιστικού δόγματος, η προπαγάνδα ήταν παντοδύναμη. Δεύτερον, ισχυρίστηκαν ότι ανόρθωσαν το γόητρο της Γερμανίας. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε αποτύχει στην αναθεώρηση των επαχθών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών με την οποία έληξε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Χίτλερ υποσχόταν να καταστήσει τη Γερμανία την ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης. Εγκαταλείποντας την Κοινωνία των Εθνών, επανεξοπλίζοντας τον στρατό, ανακτώντας τη Ρηνανία, προσαρτώντας την Αυστρία και τις γερμανόφωνες περιοχές της Τσεχοσλοβακίας, κατακτώντας τη Γαλλία το 1940, με ελαφρές μόνο απώλειες, έμοιαζε να πετυχαίνει τα πάντα αναίμακτα. Στην οικονομία, οι Ναζί ισχυρίζονταν, με πλήθος από ταχυδακτυλουργίες, ότι έσωσαν τη χώρα από τη Μεγάλη Υφεση και τη μαζική ανεργία – στη Γερμανία του 1933 το ποσοστό των ανέργων ήταν υψηλότερο του 35%. Και φυσικά, υποστήριζαν ότι επανέφεραν την τάξη. Διόλου παράξενο από τη στιγμή που η βία της δεκαετίας του ’30 ήταν σε μεγάλο ποσοστό ναζιστικής προέλευσης. Το αποτέλεσμα ήταν το καθεστώς να χαίρει μαζικής αποδοχής ως τα τέλη του 1940».
Τι είδους εθνικοσοσιαλιστές είναι όσοι τυγχάνουν αυτής της μαζικής αποδοχής;
«Οι Ναζί πίστευαν ότι θα προσηλυτίσουν όλους τους Γερμανούς καθιστώντας τους φανατικούς Ναζί. Αυτό δεν συμβαίνει. Για παράδειγμα, σε καθολικά σχολεία προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους σταυρούς με εικόνες του Χίτλερ και έρχονται αντιμέτωποι με διαδηλώσεις γονέων στα τοπικά γραφεία του κόμματος. Λύνουν το πρόβλημα με την εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης, όμως τελικά προκύπτει μια σιωπηρή συμφωνία: πολλοί καθολικοί, πρώην σοσιαλιστές ή κομμουνιστές, είναι Ναζί μόνο στα λόγια και οι Ναζί δέχονται τη φαινομενική αποδοχή τους όσο δεν εξεγείρονται ή δεν καταφέρονται ανοιχτά εναντίον τους».
Η άσκηση της ναζιστικής εξουσίας όπως την περιγράφετε μοιάζει με ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό φεουδαλικό κράτος.
«Οι Ναζί δεν είχαν πολύ σαφές πρόγραμμα προτού ανέλθουν στην εξουσία. Υιοθετούν, για παράδειγμα, σχέδια δημιουργίας θέσεων εργασίας της προηγούμενης κυβέρνησης και τα παρουσιάζουν ως δικά τους. Το ναζιστικό καθεστώς αποβαίνει τελικά εξαιρετικά διεφθαρμένο, γιατί αποδίδει την εξουσία σε άτομα, χωρίς ελέγχους και ισορροπίες. Εξού και οι ληστείες έργων τέχνης ή το πλιάτσικο των εβραϊκών περιουσιών. Υπάρχει το λεγόμενο “διπλό κράτος”, όπως το αποκαλούσε ο γερμανός νομικός Ερνστ Φράνκελ: το “κανονιστικό κράτος”, των θεσμών, των υπουργείων, των δικαστηρίων, και το “προνομιακό κράτος” των Ες Ες, των γκαουλάιτερ, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όλων όσα δηλαδή προκύπτουν από την προσωπική εξουσία του Χίτλερ. Στην πορεία, αυτά τα δύο συγκλίνουν: οι πολιτικοί αντίπαλοι, ας πούμε, αρχικά κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εν συνεχεία όμως θεσμοθετούνται για αυτούς νόμοι περί προδοσίας και τα δικαστήρια επιφορτίζονται με την ευθύνη να διαιωνίσουν το ναζιστικό καθεστώς».
Σημειώνετε ότι «η δυνατότητα πρόσβασης στον Χίτλερ απέκτησε όλο και μεγαλύτερη σημασία για την εξασφάλιση δύναμης». Γιατί αυτή η πρόσβαση δεν είναι η τυπική πολιτική πρόσβαση στους διαδρόμους της εξουσίας;
«Γιατί στο Γ΄ Ράιχ η εξουσία γίνεται προσωπική. Ο Χίτλερ επικροτεί τον ανταγωνισμό μεταξύ προσώπων ως δαρβίνεια πάλη όπου ο πιο αδίστακτος θα κέρδιζε την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό κυβερνά με προφορικές εντολές. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30 η γερμανική οικονομία, λόγω των αυξανόμενων πολεμικών εξοπλισμών, αντιμετώπιζε έλλειψη εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα την είσοδο των γυναικών στον χώρο εργασίας. Ο γραμματέας της καγκελαρίας του κόμματος, Μάρτιν Μπόρμαν, συναντά τον Χίτλερ στις σκάλες και τον ρωτά αν πρόκειται να επιτραπούν και γυναίκες δικηγόροι. “Οχι”, φωνάζει ο Χίτλερ, “ούτε γυναίκες δικαστές ούτε γυναίκες δικηγόροι!”. Και αυτό είναι όλο. Κανένα διάταγμα, κανένας νόμος, ό,τι λέει ο Χίτλερ είναι ο νόμος. Μάλιστα, νομικοί του Γ΄ Ράιχ επιβεβαιώνουν με γνωμοδοτήσεις τους τη θέση αυτή».
Γράφετε επίσης ότι ο Χίτλερ αδιαφορεί για ολόκληρες πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Για αυτές πώς λειτουργεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων;
«Τότε προσφεύγει κανείς στις καθοδηγητικές αρχές του ναζισμού. Επειδή, όμως, οι άνωθεν διαταγές δεν είναι πάντα σαφείς, χρήζουν ερμηνείας. Και η καλύτερη περιγραφή για το πώς γίνεται αυτό είναι μια διάσημη φράση ενός ναζιστικού στελέχους, ο οποίος ερωτάται σχετικά από συναδέλφους του και απαντά “θα πρέπει να φανταστείτε τι θα ήθελε ο Φύρερ. Δουλεύουμε στη γραμμή του Φύρερ”».
Η σημαντικότερη διαπίστωσή σας είναι ότι από τη στιγμή που οι Ναζί έρχονται στην εξουσία αντικειμενικός στόχος τους δεν είναι η διατήρησή της, αλλά ο πόλεμος.
«Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πόσο ακραία ήταν η ναζιστική ιδεολογία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ακραία διεστραμμένη μορφή δαρβινισμού που βλέπει τον κόσμο με όρους φυλετικού πολέμου για κυριαρχία. Η γλώσσα του πολέμου εφαρμοζόταν σε κάθε έκφανση της κοινωνίας: “Ο αγώνας των εξοπλισμών”, “Ο αγώνας για τη σοδειά”, “Η μάχη της εκπαίδευσης”. “Μάχη” και “αγώνας” είναι, βλέπετε, οι έννοιες που οι Ναζί θέλουν να εμφυσήσουν στον γερμανικό λαό. Αν είχαν κατακτήσει τη Σοβιετική Ενωση, θα έκαναν αυτό που έλεγε ο Χίτλερ το 1928: θα χρησιμοποιούσαν τους πόρους της για να ισχυροποιηθούν και θα στρέφονταν εναντίον των ΗΠΑ. Γιατί για τον Χίτλερ ένα έθνος που δεν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση ήταν ένα αδύναμο έθνος».
Υφίστανται καταβολές της σύγχρονης Ακροδεξιάς, καλυμμένες και μη, στον φασισμό και στον ναζισμό ή η αλυσίδα της Ακροδεξιάς έχει σπάσει μεταξύ τότε και τώρα;
«Οχι, η αλυσίδα δεν έχει σπάσει. Κρίκοι της μεταποιούνται σε διαφορετικά κόμματα. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα κυριαρχεί το ζήτημα της μετανάστευσης, όπως συμβαίνει με το UKIP στη Βρετανία ή το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, κόμματα που αποδέχονται τη δημοκρατική διαδικασία. Το κόμμα Γιόμπικ στην Ουγγαρία έχει αντισημιτικά και μιλιταριστικά γνωρίσματα. Το Γιόμπικ και η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, τα σημαντικότερα μεταφασιστικά, μπορούμε να τα ονομάσουμε, κόμματα, δανείζονται σύμβολα, εμβλήματα και ένα μέρος της ναζιστικής γλώσσας για να δικαιολογήσουν τις ακροδεξιές θέσεις τους και χρησιμοποιούν τη βία, η οποία αποτελούσε τον πυρήνα του ναζισμού».
Ενα καλό εκλογικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές θα μπορούσε να συμβάλει στη διαδικασία σύμπηξης μιας διεθνούς πια ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς;
«Αμφιβάλλω. Πρόκειται για πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους σχηματισμούς. Δεν μπορώ να φανταστώ τη βρετανική Ακροδεξιά, για παράδειγμα, να συμμαχεί με μεταφασιστικά κόμματα, ειδικά τη Χρυσή Αυγή».
Η σημερινή κρίση στην Ουκρανία είναι μέρος της κληρονομιάς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου;
«Ναι. Η Ουκρανία είναι ένα σχετικά πρόσφατο κράτος, στον Μεσοπόλεμο μεγάλο μέρος της ανήκε στην Πολωνία. Πολιτικά, είναι διχασμένη μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών περιοχών της και οι κοινότητές της χρησιμοποιούν τη γλώσσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις διαφορές τους: οι ρωσόφωνοι αποκαλούν την κυβέρνηση του Κιέβου φασιστική και η κυβέρνηση του Κιέβου απαντά αναβιώνοντας την ψυχροπολεμική γλώσσα».
Οι ευρωσκεπτικιστές, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ή ο Ταγίπ Ερντογάν, μέλη της κινεζικής ή της ιαπωνικής ηγεσίας, ποντάρουν εμφανώς στο χαρτί του εθνικισμού. Πρόκειται για προσωρινή ανάφλεξη ως αντίδραση στην οικονομική κρίση ή μόνιμη στροφή;
«Ελπίζω ότι είναι κάτι προσωρινό. Μια οικονομική κρίση μπορεί να προαγάγει εθνικιστική ρητορική γιατί χάρη σε αυτή μια κυβέρνηση εκτρέπει την προσοχή του κόσμου από την πολιτική της. Ομως παίζει ρόλο και ένας άλλος παράγοντας: μια αναζήτηση ταυτότητας που χρονολογείται από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Επί Ψυχρού Πολέμου μπορούσαμε να περιγράφουμε τον εαυτό μας ως δημοκρατικό ή κομμουνιστή, φιλελεύθερο ή σοσιαλιστή, όμως αυτά τα ιδεολογικά χάσματα σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχουν πια. Σε όλη την Ευρώπη αυτό που τα έχει αντικαταστήσει είναι μια ταύτιση με το έθνος. Το βλέπετε στη Βρετανία με τον σκωτικό και τον ουαλικό εθνικισμό. Η Σκωτία ετοιμάζεται για δημοψήφισμα με ερώτημα την ανεξαρτησία της».
Αν και οι ηγέτες του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας προτιμούν να αυτοπροσδιορίζονται περισσότερο ως σοσιαλδημοκράτες παρά ως εθνικιστές.
«Είναι και αυτό ένα ιστορικό στοιχείο της εμπειρίας του κόμματος. Τόσο η Σκωτία όσο και η Ουαλία βρίσκονται, πολιτικά μιλώντας, αριστερά της Αγγλίας. Οι Συντηρητικοί αποτελούν σήμερα μια σχεδόν αποκλειστικά αγγλική δύναμη. Στη Σκωτία έχουν μόνο έναν βουλευτή και κυκλοφορεί το αστείο ότι, καθώς ο ζωολογικός κήπος του Εδιμβούργου διαθέτει δύο πάντα, υπάρχουν πιο πολλά πάντα από Συντηρητικούς στη Σκωτία. Και ο εθνικισμός εκεί, είναι αλήθεια, μοιάζει περισσότερο με το γνωμικό για την ολόκληρη πίτα και τον χορτάτο σκύλο: θέλουν και περισσότερο έλεγχο των υποθέσεών τους, και τη βασίλισσα, και τη λίρα, και την κοινή αμυντική διάταξη, και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι περισσότερο ρητορικό παρά ρεαλιστικό αυτό το σχήμα».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαΐου 2014