Η φωτιά που έκαψε τη «Νέα Ελλάδα»

Όσα δεν είπα και όσα δεν έγραψα

Σε προηγούμενη αναφορά μου έγραφα για το πώς, με μεσολάβηση του Σπύρου Μεταλληνού, έπιασα δουλειά στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Νέα Ελλάδα» που ανήκε τότε στον Δημήτρη Παπαγεωργίου.
Όπως εξήγησα, η «Νέα Ελλάδα» ήταν συνέχεια της «Ελλάδας» του Κώστα Αλεξιάδη, που αποτελούσε συνέχεια του δεξιού «Πυρσού», κύριου αντιπάλου του «Νέου Κόσμου».

Ομολογώ ότι όταν άρχισα «δουλειά» στη «Νέα Ελλάδα» είχα φοβερό άγχος. Προσπαθούσα να εφαρμόσω τα όσα μάθαινα στο πανεπιστήμιο σε μια εφημερίδα με ελάχιστα μέσα και με περιορισμένους οικονομικούς πόρους.

Τα κείμενά μας, τότε, ήταν όλα χειρόγραφα. Ούτε καν γραφομηχανή. Θυμάμαι το πρώτο μου ρεπορτάζ ήταν για έναν Έλληνα που σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Θα το έγραψα πάνω από δέκα φορές. (Καμιά σχέση με σήμερα που πολλές φορές δεν ξαναδιαβάζω την είδηση που γράφω).
Επιπλέον, το πήρε ο Δημήτρης, το διόρθωσε και το δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα. Μεγάλη η χαρά και η ικανοποίησή μου.
Ο Δημήτρης ήταν καλός δημοσιογράφος, κυρίως, στις ανθρώπινες ιστορίες. Στο πολιτικό ρεπορτάζ είχε αδυναμίες. Μερικές φορές «κιτρίνιζε». Προσπαθούσε να βρει θέματα που θα «πουλούσαν» μιας και ο «Νέος Κόσμος» έλεγχε αποκλειστικά την αγορά. Επίσης, ένας επιπλέον αντίπαλος ήταν και το συγκρότημα του Θεόδωρου Σκάλκου με πολλά μέσα στη διάθεσή του σε σύγκριση με τη φτωχή (αλλά έντιμη) «Νέα Ελλάδα».

Η «Νέα Ελλάδα» διέθετε μια όλη κι όλη γραφομηχανή που, εκτός από την αλληλογραφία και τους λογαριασμούς, την χρησιμοποιούσαμε σε έκτακτες περιπτώσεις για τις τελευταίες ειδήσεις ή ακόμα και για τίτλους της τελευταίας στιγμής. Η στοιχειοθεσία των κειμένων γινόταν στο Greka Press του Δημήτρη.
Γράφαμε τα κείμενα στο γραφείο, τα πηγαίναμε στο Greka Press, σε ένα στενό στο Fitzroy, όπου τα «κτυπούσε» ο Δημήτρης Τσουκαλάς (αφού έκανε και τις δικές του παρεμβάσεις και πέταγε αρκετά) και μετά παίρναμε τα χαρτιά όπου ήταν τυπωμένα τα κείμενα να τα κόψουμε, να τα κολλήσουμε σε ειδικές σελίδες (μαζί με φωτογραφίες) και να τα στείλουμε στο τυπογραφείο για εκτύπωση με το σύστημα όφσετ.

Μονίμως ήμασταν καθυστερημένοι και το τυπογραφείο μας έβαζε πρόστιμο. Στο τέλος δεν ήθελαν ούτε να μας τυπώσουν. Λόγω οικονομικών προβλημάτων, ο Δημήτρης δεν ήταν πάντα συνεπής στην εξόφληση των λογαριασμών.
Και αλλάξαμε μερικά τυπογραφεία.

Πίστευε, πάντως, στην πολυφωνία, έδινε βήμα σε όλους και δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα στο «Νέο Κόσμο».
Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο Βασίλης Κεραμάς (αργότερα υπεύθυνος της ασφάλειας του Ανδρέα Παπανδρέου), ο Λάμπης Καλπακίδης, ο Βασίλης Καρυτινός, ο Παρασκευάς Μηλιόπουλος κ.ά.).

Τα πιο καλά ρεπορτάζ (και συχνά αποκαλυπτικά) τα έκανε ο Σπύρος Μεταλληνός.
Εγώ είχα ρίξει το βάρος μου και στις διαφημίσεις. Μεταξύ άλλων, τολμώ να πω ότι «καθιέρωσα» τα αφιερώματα. Κάναμε ειδικά αφιερώματα σε προάστια, στην Ολυμπιακή, την Ελλάς Μελβούρνης, τον Ολυμπιακό Πειραιώς κ.λπ. και έτσι παίρναμε κάποιες διαφημίσεις που ήταν «τονωτική ένεση» για την εφημερίδα. Η οποία «Νέα Ελλάδα» είχε φτάσει να πουλά ένα μικρό διάστημα κοντά 6 χιλιάδες φύλλα, ένας αριθμός ιδιαίτερα εντυπωσιακός για εκείνη την εποχή (και για σήμερα) – όχι όμως αρκετός.
Για να βγάλει κάποια χρήματα, ο Δημήτρης σκέφτηκε το «Χρυσό Μικρόφωνο». Οι αναγνώστες θα «ψήφιζαν» για να αναδείξουν τον καλύτερο εκφωνητή ή την καλύτερη εκφωνήτρια της Μελβούρνης. Οι εκφωνητές πολλοί, μιας και υπήρχε σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ 3ΕΑ και 2ΖΖ και κάποιων άλλων προγραμμάτων.

Η ιδέα πέτυχε, αλλά δεν υπολογίστηκαν κάποιες «λεπτομέρειες». Εκατοντάδες οι αναγνώστες που ψήφιζαν, μόνο που -προς έκπληξή μας- η Ρένα Φραγκιουδάκη δεχόταν σκληρό ανταγωνισμό από τον Νίκο Πάρη. Μετά από κάθε έκδοση με τα κουπόνια, εκατοντάδες οι συμμετοχές για τον Νίκο Πάρη.
Ο νικητής ή η νικήτρια θα ανακοινωνόταν σε ένα χορό που οργάνωνε η «Νέα Ελλάδα» όπου θα έδινε και το «Χρυσό Μικρόφωνο». Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία ο Δημήτρης ήταν ανήσυχος. «Αν συνεχιστεί αυτή η τάση με τον Πάρη να συναγωνίζεται τη Ρένα, θα γίνουμε ρεζίλι» μας έλεγε.

Ευτυχώς, στο τέλος, υπερίσχυσε η Ρένα Φραγκιουδάκη. Λίγες ώρες πριν την έναρξη του χορού, όμως, ο Δημήτρης διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε «Χρυσό Μικρόφωνο». Δανείστηκε, λοιπόν, ένα μικρόφωνο από παροικιακή ορχήστρα, το έβαψε χρυσό με ένα σπρέι και το απένειμε στη Ρένα στο χορό που δόθηκε!
Ζήσαμε ωραίες στιγμές με τον Δημήτρη και τους άλλους συνεργάτες στη «Νέα Ελλάδα». Είχαμε επιτυχίες, κάναμε λάθη και απολαμβάναμε κάθε φορά που «ζορίζαμε» το «Νέο Κόσμο». Κύριος στόχος του Δημήτρη, βασικά ήταν ο (πρώην συγκάτοικός του) Χρήστος Μουρίκης, λόγω Κοινότητας.
Προς την κατεύθυνση αυτή τον έσπρωχνε και ο (μετέπειτα πρώτος Έλληνας δήμαρχος Κόλιγουντ και πρώτος Έλληνας πολιτειακός βουλευτής) Θεόδωρος Σιδηρόπουλος, ο οποίος στήριζε τη «Νέα Ελλάδα». Η εφημερίδα είχε καθαρά μαχητική, αντιδεξιά, ΠΑΣΟΚική γραμμή και στους στόχους της ήταν ακόμα το Προξενείο (είχαν ξεσπάσει τότε κάποια οικονομικά σκάνδαλα εκεί) και η Ελληνική Εβδομάδα.

Εγώ, πάλι, την χρησιμοποιούσα για να προωθώ τη «Λαϊκή Σκηνή», ένα θεατρικό σχήμα που κάναμε όσοι φύγαμε δυσαρεστημένοι ή μιας έδιωξαν από την «Γέφυρα» του Σκιαδόπουλου, ο οποίος με τον ίδιο (και πιο απροκάλυπτο) τρόπο χρησιμοποιούσε το «Νέο Κόσμο» για να προωθήσει τη δραματική σχολή του, τις παραστάσεις του και τις άλλες δραστηριότητές του.

Όλα τα μέλη της εφημερίδας ήμασταν σαν μια οικογένεια. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι και τις δυο φορές που η Μυρσίνα έφερε στη ζωή τις χαριτωμένες κόρες της (Αλία και Ιωάννα), εγώ την πήγα στο νοσοκομείο αφού ο σύζυγος (ο Δημήτρης) απουσίαζε στο εξωτερικό.

Και ενώ η κυκλοφορία της εφημερίδας σταθεροποιήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα και τα οικονομικά της ήταν κάπως ανεκτά, ένα αναπάντεχο γεγονός την «ξετίναξε».
Τα γραφεία της στο Swanston Street, πάνω από την Ελληνική Ακαδημία, κάηκαν. Η είδηση έγινε θέμα εκείνο το βράδυ στα κανάλια της Μελβούρνης και η αστυνομία έκανε λόγο για «εμπρησμό». Όλοι σκεφτήκαμε «πονηρά». Ότι δηλαδή την έκαψε ο Δημήτρης, λόγω των οικονομικών προβλημάτων για να πάρει αποζημίωση. Μόνο που η εφημερίδα ήταν ανασφάλιστη… Αυτό, ουσιαστικά, ήταν και το τέλος της ως ανεξάρτητη εφημερίδα.

Η αστυνομία έκανε λόγο για εμπρησμό. Οι υποψίες πολλές, αλλά ο δράστης δεν βρέθηκε ποτέ.
Εκείνο που με βασανίζει εμένα είναι αυτό: Γιατί κάποιος να κάψει τα γραφεία της εφημερίδας που δεν είχαν …  τίποτα; Θέλω να πω ότι μπορούσαμε να την βγάζουμε και από το…  Μεντάλιον τότε!

Τέλος πάντων, μετά τη φωτιά μετακομίσαμε στην Losndale Street. Εκεί τα έξοδα ήταν πολλά, ο Δημήτρης «δεν άντεχε» και, παρά το γεγονός ότι για την απόκτησή της ενδιαφέρθηκαν και «οι προοδευτικές δυνάμεις» της παροικίας, η «Νέα Ελλάδα» αγοράστηκε από το «Νέο Κόσμο» όπου καταλήξαμε κι εμείς που εργαζόμασταν εκεί. Ουσιαστικά, η αγορά από το «Νέο Κόσμο» έσωσε εμάς από την ανεργία, η εφημερίδα συνέχιζε να κυκλοφορεί αλλά «σιώπησε» μια άλλη, διαφορετική φωνή.
Όπως είναι γνωστό, η «Νέα Ελλάδα» συνέχισε την έκδοσή της, ως ο «αδύναμος κρίκος» του «Νέου Κόσμου». Διέκοψε την έκδοσή της πριν τέσσερα χρόνια περίπου, όταν κυκλοφόρησε ο δίγλωσσος «Νέος Κόσμος», έχοντας ήδη γράψει ένα σημαντικό κεφάλαιο του παροικιακού Τύπου.