Το πρώτο πράγμα που πρέπει να λεχθεί για την αυξημένη φορολογία σε μια κατηγορία πολιτών, για τις περικοπές στα κονδύλια για τα νοσοκομεία και την παιδεία, καθώς και σε άλλα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, και για την πληρωμή των $7 δολαρίων για επισκέψεις στο γιατρό και η αύξηση κατά $5 του ποσού που πληρώναμε για φάρμακα, αποτελούν αδιάντροπη αθέτηση προεκλογικών δηλώσεων του κ. Tony Abbott από τη θέση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όταν ζητούσε την ψήφο μας τον Σεπτέμβριο του 2013.

Η δήλωση της Κυβέρνησης πως τα μέτρα αυτά επιβάλλονται για την σταδιακή μείωση του ελλείμματος του Προϋπολογισμού, καθώς και του δημόσιου χρέους, με άλλα λόγια για την αντιμετώπιση της «οικονομικής κρίσης», που σύμφωνα με την Κυβέρνηση αντιμετωπίζει η χώρα, είναι πρόσχημα, όχι αιτιολογημένη εξήγηση.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να λεχθεί είναι ότι η Αυστραλία δεν βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής κρίσης, όταν συγκρίνουμε το δημόσιο χρέος της με το αντίστοιχο χρέος άλλων μεγάλων και ανεπτυγμένων χωρών, όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα, που δείχνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Δημόσιο χρέος ως % του ΑΕΠ 2012
ΗΠΑ        100%
Γαλλία         90%
Καναδάς         88%
Γερμανία         78%
Αυστραλία        ..27%

ΟΙ ΠΑΡΕΝΈΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Ένα από τα χειρότερα μέτρα του Προϋπολογισμού είναι οι περικοπές στη χρηματοδότηση του CSIRO (Commonwealth Scientific and Industrial Research Organisation).
Όταν πριν από την ανακοίνωση του προϋπολογισμού είχαν διαρρεύσει πληροφορίες για μείωση στα κονδύλια για τον οργανισμό CSIRO, η εφημερίδα The Age καυτηρίασε αυτήν την πρόθεση της Κυβέρνησης στο κύριό της άρθρο με τίτλο “Scientific funding cuts are vandalism” – Περικοπές κονδυλίων στις επιστήμες ισοδυναμούν με βανδαλισμό. Στο ίδιο άρθρο η εφημερίδα αναφέρεται στην άποψη που είχε εκφράσει ο Robert Menzies το 1959 από τη θέση του πρωθυπουργού: «Ο οργανισμός CSIRO υπήρξε καθοριστικός παράγων στην ανάπτυξη της Αυστραλίας».

Τώρα που η Αυστραλία έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της, και ο ορυκτός της πλούτος σε λίγες δεκαετίες θα έχει εξαντληθεί, οι επιστημονικές έρευνες είναι η μόνη ελπίδα για βελτίωση του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας – γεωργία και κτηνοτροφία, αλλά και για τη δημιουργία νέων βιομηχανιών με βάση την τεχνολογία.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τα έσοδα που εξασφαλίζει ο οργανισμός CSIRO από τις επιστημονικές και τεχνολογικές του πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, τα τελευταία 5 χρόνια τα έσοδα από την αξιοποίηση της ασύρματης τεχνολογίας που εφηύρε ανήλθαν στα 420 εκατομμύρια δολάρια (The Age, Funding cut would hurt innovation, 15/4/14).

Ως αντάλλαγμα η Κυβέρνηση ανακοίνωσε την δημιουργία ενός νέου ερευνητικού οργανισμού, για έρευνες που σχετίζονται με θέματα υγείας. Αν και αυτό είναι θετικό μέτρο, οι περικοπές στα κονδύλια για τον οργανισμό CSIRO στερούνται λογικής.

ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Η Αυστραλία είναι πλούσια χώρα, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την Κυβέρνηση να προβεί στη μείωση κοινωνικών προγραμμάτων που προστατεύουν τα πιο ευπαθή στρώματα της κοινωνίας, και στην αύξηση του κόστους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Το χειρότερο μέτρο της Κυβέρνησης είναι οι περικοπές στα επόμενα δέκα χρόνια 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση στις Πολιτείες και στις δύο Περιφέρειες για την παιδεία και για τα νοσοκομεία.

Γενική είναι η αντίληψη πως για να καλύψουν το τεράστιο κενό, οι Πολιτείες και οι δύο Περιφέρειες θα ζητήσουν αύξηση του GST, τα έσοδα από το οποίο κατανέμονται σε αυτές. Όπως γνωρίζουμε, το GST επηρεάζει δυσανάλογα τους συνταξιούχους και τους χαμηλόμισθούς, αφού πληρώνουν το ίδιο ποσοστό με τους υψηλόμισθους και τους εκατομμυριούχους για οτιδήποτε αγοράζουν.

Ακατανόητη είναι και η αύξηση της ηλικίας για τη σύνταξη γήρατος στα 70 χρόνια, που θα αρχίσει να ισχύει από το 2035. Η Αυστραλία είναι η μόνη χώρα μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών που έχει ανεβάσει στα 70 χρόνια την ηλικία για σύνταξη γήρατος. Ομολογουμένως το προσδόκιμο όριο ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά από το 1909, όταν η ηλικία για συνταξιοδότηση καθορίσθηκε στα 65 χρόνια για τους άνδρες, και το 1910 στα 60 χρόνια για τις γυναίκες. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το 2009 η τότε Εργατική Κυβέρνηση είχε ανεβάσει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, που θα γινόταν σταδιακά μέχρι το 2023.
Το ερώτημα είναι αν ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων που πλησιάζουν τα 70 χρόνια της ηλικίας τους θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να εργάζονται, και αν οι εργοδότες θα είναι διατεθειμένοι να τα κρατήσουν, παρά το ποσό των $10.000 που θα δίνει ετησίως η Κυβέρνηση.

Τα στατιστικά στοιχεία του Australian Bureau of Statistics για το 2010 δείχνουν πως το 51% ατόμων ηλικίας μεταξύ 60 και 64 ετών είχαν κάποια έμμισθη απασχόληση, ενώ το ποσοστό για άτομα ηλικίας μεταξύ 65 και 69 με κάποια μορφή έμμισθης απασχόλησης ήταν μόνο 24%. Όμως ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων ατόμων ηλικίας 65-69 ετών ήταν είτε επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, κλπ), είτε υψηλόβαθμα στελέχη διαφόρων επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, τα άτομα στις κατηγορίες αυτές δεν κάνουν χειρωνακτικές εργασίες, και ως εκ τούτου είναι σε θέση να συνεχίσου να εργάζονται και σε προχωρημένη ηλικία. Εκείνοι που θα επηρεασθούν αρνητικά είναι οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται μέχρι το 70ό έτος της ηλικίας τους σε χειρωνακτικές εργασίες.
Εξυπακούεται, λοιπόν, πως ένα μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων σε αυτήν την κατηγορία θα παραμένει άνεργο, και ως εκ τούτου θα καταφεύγει στα ταμεία ανεργίας. Με άλλα λόγια, φαύλος κύκλος, αφού και πάλι θα πληρώνονται από το κράτος…

Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως εσκεμμένα ή από ακρισία, με τις αλλαγές της στα μέτρα της σύνταξης γήρατος, συν τοις άλλοις, η Κυβέρνηση προκαλεί και ένα κοινωνικό πρόβλημα, που θα πλήττει ως επί το πλείστον άτομα που ανήκουν στην εργατική τάξη.
Είναι προφανές πως στην περίπτωση των ηλικιωμένων η Κυβέρνηση βλέπει μόνο το κόστος των συντάξεων. Καμιά αναγνώριση της μακρόχρονης συμβολής τους στην οικονομία της χώρας.

Η συνεχιζόμενη κοινωνική προσφορά των ηλικιωμένων παραβλέπεται. Για παράδειγμα, στατιστικά στοιχεία της Αυστραλιανής Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνουν πως η εθελοντική εργασία των ηλικιωμένων – η φροντίδα νεαρών μελών της οικογένειάς τους, καθώς και ατόμων που πάσχουν από διάφορες αναπηρίες, και η κοινωνική εθελοντική προσφορά τους – αντιστοιχεί με 75 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Επιπλέον, στην περίπτωση ατόμων με αναπηρίες, ένα σημαντικό ποσοστό που το φροντίζουν οι ηλικιωμένοι, θα χρειαζόταν να τοποθετηθεί σε ειδικά δημόσια ιδρύματα, με μεγάλο κόστος στο κράτος.

ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Ο Θησαυροφύλακας, Joe Hockey, καταθέτοντας τον Προϋπολογισμό δήλωσε με έμφαση: “The age of entitlement is over” (Η εποχή των δικαιωμάτων έχει περάσει), και πως οι χρήστες υπηρεσιών πρέπει να πληρώνουν το κόστος.
Αυτό τα αξίωμα θα είχε λογική βάση, αν λαμβάνονταν μέτρα για την δίκαιη κατανομή του επιπρόσθετου κόστους, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πολιτών.
Οι μεγάλες περικοπές σε δημόσιες δαπάνες, χωρίς αντίστοιχα μέτρα για την προστασία των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων της κοινωνίας, έχουν αντικοινωνικό χαρακτήρα.

Το γεγονός ότι τέτοια μέριμνα δεν έχουν ληφθεί, ο Προϋπολογισμός του 2014-115 θα περάσει στην ιστορία της Αυστραλίας ως Προϋπολογισμός που διευρύνει περαιτέρω την ήδη μεγάλη ανισότητα που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας.

Άξια προσοχής είναι τα ακόλουθα σχόλια της εφημερίδας The Age (14/5) στο κύριό της άρθρο με τίτλο “Cheap promises make for a costly budget”:
«… είναι δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα πως αυτή η Κυβέρνηση στερείται ευσπλαχνίας για τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας… Ενώ οι πλούσιοι θα αισθανθούν για τρία χρόνια το κόστος του φόρου που η Κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως προσωρινό μέτρο για τη βελτίωση του Προϋπολογισμού… οι αλλαγές στις συντάξεις και οι άλλες περικοπές θα ισχύουν για απροσδιόριστο χρόνο».

Η αναξιοπιστία που έχει δείξει η Κυβέρνηση, αθετώντας τις υποσχέσεις που είχε δώσει πριν από τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, για να εξασφαλίσει την ψήφο των πολιτών, και τα αντικοινωνικά μέτρα που περιέχει ο νέος Προϋπολογισμός, προοιωνίζουν δύσκολα χρόνια για τους χαμηλόμισθους πολίτες, για τους συνταξιούχους, και για την σπουδάζουσα νεολαία, το μέλλον της χώρας.

Και αυτά, χωρίς να υπάρχουν επιτακτικοί οικονομικοί λόγοι.