Ο Μανούσος Βοτζουράκης όταν αποφασίσει να κάνει το ταξίδι στο χρόνο είναι φανερό ότι στις “αποσκευές του”, έχει κρατήσει ‘αυτά μόνο που μετράνε’. Κατά τον ίδιο, την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων της Κρήτης που με κίνδυνο της ζωής τους, έκρυβαν και προστάτευαν τους συμμάχους. Την ανιδιοτέλεια του κρητικού λαού, από τους γέροντες μέχρι τα εξάχρονα αγόρια, όπως ήταν ο ίδιος, όταν πάτησε το πόδι του στην Κρήτη ο κατακτητής, που πάνω από τη δική τους ασφάλεια, έβαζαν εκείνη των Άγγλων. Νεοζηλανδών και Αυστραλών.
“Θυμάμαι τον πατέρα μου να φυγαδεύει τους Αυστραλούς στα βουνά, κάτω από την ανάσα των Γερμανών. Δεν είναι ότι δεν είχε συναίσθηση του κινδύνου, αφού κάθε τόσο, μάς υπενθύμιζε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Μας έκανε μαθήματα πώς να μην πέσουμε στις παγίδες των Γερμανών, όταν τυχόν, μάς έκαναν ερωτήσεις. Γιατί, το περίεργο είναι ότι γνώριζε πολύ καλά ο κατακτητής τι συνέβαινε. Γνώριζε το ρόλο του κρητικού λαού, γι’ αυτό και τα αντίποινα για κάθε πράξη ηρωισμού, ήταν σκληρά, απάνθρωπα”.
ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
Θυμάμαι τη μητέρα μου να ζυμώνει και να μοσχομυρίζει η αυλή, έτσι όπως έβγαιναν τα ψωμιά ζεστά και ροδοκόκκινα από το φούρνο. ‘Αυτά μην τ’ αγγίζετε” μάς έλεγε και ο λόγος της ήταν προσταγή. Ξέραμε ότι προορίζονταν για τους έξι Αυστραλούς που είχαμε κρύψει στα βουνά και που στηριζόταν σε μας για την επιβίωσή τους. Κάθε τόσο ο πατέρας μου έσφαζε και ένα ζωντανό γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Νιώθαμε ένα βαθύ αίσθημα ικανοποίησης που μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε. Ήταν εκείνοι που δεν πρόλαβαν να φύγουν και εγκλωβίστηκαν στο νησί. Πιστεύω ότι οι Κρήτες ένιωθαν ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης αλλά και υποχρέωσης να τους βοηθήσουν. Σε μας στηρίζονταν για την επιβίωσή τους. Να ξεφύγουν από τους Γερμανούς που είχαν βαλθεί να τους εντοπίσουν, πράγμα που δεν μπορούσαν να κάνουν χωρίς τη δική μας βοήθεια και επίσης να συντηρηθούν. Εκεί έμαθαν οι Αυστραλοί να τρώνε ψωμί και ελιές, αλλά εκεί γνώρισαν και το απίστευτο θάρρος και μεγαλοψυχία των Κρητών”.
ΕΨΑΧΝΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΡΩ
Στο κατώφλι των 80 του χρόνων σήμερα, ο Μανούσος θυμάται με νοσταλγία το μονοπάτι που τον έφερε κοντά στους Αυστραλούς που έκρυβε η οικογένειά του, μετά από αρκετές δεκαετίες, στη Μελβούρνη.
“Όταν ήλθα στη Μελβούρνη το ’64, το πρώτο πράγμα που ένιωσα την επιθυμία να κάνω, ήταν να ψάξω να βρω τους Αυστραλούς που η οικογένειά μου είχε κρύψει στην Κρήτη. Θυμάμαι ότι πήγα στο καφενείο του Νικάκη, στη Lonsdale St., και ρωτούσα, όποιον έβρισκα μπροστά μου. Kατάφερα, όχι χωρίς πολύ κόπο, να εντοπίσω έναν απ’ αυτούς, τον Βασίλη, όπως είχαμε ‘βαφτίσει’ τότε τον Bill, ο οποίος μας πήγε, μαζί με τα δυο αδέλφια μου που είχα εν τω μεταξύ φέρει από την Κρήτη, στο RSL, στο Carlton, όπου συνάντησα και τους υπόλοιπους Αυστραλούς φίλους μας. Τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Μας αγκάλιαζαν, μας κοίταζαν χωρίς να μας χορταίνουν. Η συγκίνηση πραγματικά ήταν μεγάλη. Αξέχαστες στιγμές με ανθρώπους που μας έδεναν τα πιο ωραία ιδανικά. Από τότε τους έβλεπα κάθε χρόνο στις επετείους της Μάχης της Κρήτης. Ήταν μεγάλες στιγμές, τόσο για κείνους, όσο και για μας.
Εκείνο δε, που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ποτέ δεν έπαυσαν να εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Τώρα, ένας-ένας, έχουν φύγει. Νομίζω ότι από τους βετεράνους που πήραν μέρος είναι στη ζωή μόνο ένα-δύο. Ας μην ξεχνάμε ότι από τότε έχουν περάσει εφτά δεκαετίες”.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΘΑΡΡΟΣ
” Όσες φορές κι αν ακούσει κανείς αυτές τις ιστορίες, είναι δύσκολο να κατανοήσει το θάρρος και την αυτοθυσία αυτών των ανθρώπων” θα πει η κόρη του Μανούσου, Στέλλα, η οποία έχει επισκεφθεί τα Σφακιά και το χωριό του πατέρα της, Ασκήφου, πολλές φορές. “Κοιτάζω τα γύρω βουνά, την ασύγκριτη ομορφιά του τοπίου, τα Λευκά Όρη με το απρόσιτο ύφος και διερωτώμαι πού, σε ποιο μέρος του κορμιού τους κρύβονταν οι Αυστραλοί. Είναι βουνά πανέμορφα, αλλά και κακοτράχηλα. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τους Κρητικούς που έκρυβαν εκεί τους συμμάχους.
Ο πατέρας μου αποφεύγει να μιλά για την εποχή εκείνη. Έχω την εντύπωση ότι δεν θέλει να μας μεταδώσει τη σκληρότητα των περιστάσεων που σημάδεψαν τη ζωή του, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία.
Ίσως δεν γνωρίζει ότι μόνο θαυμασμό μπορούμε να νιώσουμε για όλους εκείνους που με τον έναν ή άλλον τρόπο σημαδεύτηκαν από τη Μάχη της Κρήτης”.