Ήρθε στην εφημερίδα, όπως και τόσοι άλλοι, να πάρει πληροφορίες, να βάλει κάποια αγγελία μήπως βρει κάποια δουλειά, έτσι για να καλύψει τα προσωρινά έξοδα. Προβλέπει, αισιόδοξα, πως θα βρει κάποια μόνιμη απασχόληση στα μέτρα της και σύμφωνα με τις ικανότητές της.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή μιας και η ιστορία επαναλαμβάνεται καθημερινά από τους νεοφερμένους Αυστραλούς, ελληνικής καταγωγής, που αποφασίζουν να επιστρέψουν στη χώρα που… γεννήθηκαν ή απλά πολιτογραφήθηκαν, μετά από απουσία ετών.
Η Σοφία, μοναχοκόρη γνωστού ομογενούς, γεννήθηκε στη Μελβούρνη, σπούδασε φαρμακοποιός, δούλεψε λίγους μήνες σε φαρμακείο της πόλης μας και μετά γνώρισε το… Γιάννη. Ο Γιάννης ο Θεσσαλονικιός, κάπου οκτώ χρόνια μεγαλύτερός της, ομορφούλης και μαγκάκι, έκλεψε της Σοφίας την καρδιά και… τα λογικά. Ο καρδιοκλέφτης είχε πέντε-έξι θείους εδώ και είχε έρθει να τους επισκεφτεί, και να ρίξει και τις πολύμηνες διακοπές του εις Μελβούρνη και τις άλλες Πολιτείες. Απ’ ό,τι έλεγε, τότε, στη Θεσσαλονίκη, δούλευε στη Δημοτική αστυνομία και τα βράδια ήταν σωματοφύλακας ενός εκατομμυριούχου. Η αλήθεια είναι πως έτσι που τον έβλεπες, ψηλό και σωματώδη, δεχόσουνα πως η δουλειά που έκανε ήταν απολύτως στα μέτρα του. Για να κάνουμε το μακρύ κοντό, ο Γιάννης και η Σοφία παντρεύτηκαν, ωραίος γάμος που λένε και στη γνωστή, τότε, αίθουσα εκδηλώσεων «Παλάτας» μαζευτήκαμε πάνω από 500 άτομα, να δούμε νύφη την όμορφη Σοφία και τον… φουσκωτό τον Γιάννη, να καμαρώνει σαν γύφτικό σκεπάρνι. Ο πατέρας, τους έδωσε ένα σπιτάκι στο Thornbury, και κατάφερε, γιατί γνώριζε το Σάκη τον Ζαφειρόπουλο, να πάρει ο Γιάννης άδεια παραμονής επί τόπου. Στο φαρμακείο η Σοφούλα, στο μαγαζί του πεθερού του ο Γιάννης το πρωί, και το απόγευμα στο σχολείο, μήπως και μάθει Αγγλικά, «…να το βοηθήσουμε το παιδί να μάθει τη γλώσσα για να κάνει μια δική του δουλειά να μη νιώθει μειονεκτικά… », όπως έλεγε ο αφελής πατέρας της Σοφίας και πεθερός του… Φουσκωτού. Και εκεί που έχουν περάσει κάπου δύο χρόνια και ο Γιάννης άρχισε να μιλάει Αγγλικά, ο μπαμπάς της Σοφίας περιμένει πως θα έρθουν τα… παιδιά να τους πουν πως… το εγγονάκι έρχεται, εμφανίζεται το ζευγάρι και ανακοινώνει στους γονείς … πως φεύγουν για Θεσσαλονίκη μεριά.
Παιδιά θα σας ανοίξουμε φαρμακείο, παιδιά θα σας πάρουμε μεγαλύτερο σπίτι. Τα παιδιά… ήθελαν περισσότερη ζωή, αλλιώτικη, με λίγη διασκέδαση, και καμιά βόλτα στα… λαδάδικα. Πολύ ξενέρωτη χώρα η Αυστραλία. Ζωή αληθινή, ζωή γεμάτη, αλλιώτικη ζωή από Θεσσαλονίκη μεριά. Έφυγαν και σε ένα χρόνο έφυγαν και οι γονείς για Ελλάδα πουλώντας ό,τι είχαν, εκτός από το μικρό σπιτάκι στο Thornbury. Συνδρομητής στο «Νέο Κόσμο», μάθαινε τα νέα μας. Εμείς, από Μελβούρνη μεριά, μάθαμε πως απέκτησε τον εγγονό που τον βάφτισαν Βασίλη, τ’ όνομα του πατέρα του φουσκωτού που είχε πεθάνει. Για να μην τα πολυλέμε, πέρασαν κάπου δεκατρία χρόνια και η Σοφία επέστρεψε στη Μελβούρνη, με τον δεκατριάχρονο γιο και την γριά μητέρα της μιας και ο παππούς μας άφησε χρόνους δύο χρόνια νωρίτερα.
«Τον χάσαμε τον μπαμπά, κύριε Κώστα. Έφυγε σαν πουλάκι. Τον έπιασε ένας πόνος στο στήθος και μέχρι να τον πάμε στο Παπανικολάου, ξεψύχησε. Σαν πουλάκι έφυγε. Ήλθαμε για το παιδί περισσότερο. Να έχει ένα μέλλον. Τα Αγγλικά του καλά είναι θα τον γράψω στην πρώτη Λυκείου, είναι πολύ καλός στα μαθηματικά. Η Ελλάδα δεν είναι πια για τους νέους, όλοι φεύγουν με πτυχία και κάθονται ή δουλεύουν σερβιτόροι. Ο Γιάννης θα έλθει αργότερα. Έχει κάνει τα χαρτιά του να πάρει μειωμένη σύνταξη και περιμένει. Θα μείνουμε στο σπίτι του Thornbury, μόλις τελειώσει το βάψιμο, γιατί αυτοί που το είχαν νοικιάσει, το κατέστρεψαν. Εγώ έχω βρει δουλειά στο φαρμακείο μίας φίλης. Μόλις έλθει ο Γιάννης θα έλθουμε να σας δούμε». Πέρασαν τρεις μήνες από τότε και σχεδόν είχα ξεχάσει την Σοφία, την γιαγιά Μαρία, τον Βασιλάκη και κυρίως τον… φουσκωτό, που περίμενε τη μειωμένη. Η Σοφία είχε παχύνει λίγο. Έμοιαζε θυμωμένη. «Πώς ζείτε σ’ αυτή τη χώρα, κ. Κώστα; Αυτή η χώρα είναι άχρωμη, είναι κουρντισμένη, δεν έχει ζωή. Ο Βασίλης μου, έξι μήνες στο σχολείο και δεν έχει κάνει ούτε ένα φίλο. Κανένας δεν είναι «κολλητός του». Δεν έχουν ιδέα από πολιτική τα παιδιά και οι γονείς τους αδιαφορούν. Το παιδί μου έχει μαραζώσει.
Ο Γιάννης δεν πήρε απάντηση ακόμη στην αίτησή του για μειωμένη σύνταξη. Μεγάλη, πλούσια και ακριβή χώρα χωρίς νεύρο, χωρίς ζωή. Μου θυμίζει το ποίημα του Καβάφη με τα κεριά. Οι ημέρες που είναι μπροστά μας κεριά αναμμένα, όλα ίδια και το χτες και το προχτές κεριά σβησμένα που μόλις καπνίζουν τα φιτίλια τους, όλα ίδια κι αυτά. Θα φύγουμε κ. Κώστα. Στην Ελλάδα έβγαζα λιγότερα λεφτά και μου έφταναν. Είπα της μαμάς να πουλήσει το σπίτι και να μην ξαναπατήσουμε εδώ και εκείνη όχι μόνο δεν δέχεται να το πουλήσει αλλά προτιμά να μείνει εδώ και να έρχεται, όσο αντέχει, να μας βλέπει και να κάθεται μαζί μας δυο-τρεις μήνες το καλοκαίρι. Εσάς θα σας ακούσει. Μιλήστε της. Πέστε της κάτι».
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι το τι να πω στην μητέρα της Σοφίας.