Η Βασιλική Επιτροπή Έρευνας για τη Διοίκηση και τη Διαφθορά στην Οικοδομική Βιομηχανία, που άρχισε τις εργασίες της την Τρίτη, ερευνά καταγγελίες για το αν το κόστος των ανακαινίσεων ιδιωτικής κατοικίας της πρώην πρωθυπουργού, Julia Gillard, τη δεκαετία του ’90 στο προάστιο Abbotsford της Μελβούρνης, καλύφθηκε από ειδικό ταμείο (slush fund), που είχε δημιουργήσει ο πρώην Γραμματέας του συνδικάτου Australian Workers Union (AWU) και πρώην σύντροφός της κ. Gillard, Bruce Wilson.
Μία ώρα, περίπου, πριν την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, ο Bruce Wilson προέβη στην εκρηκτική καταγγελία, ότι ο δικηγόρος Harry Nowicki και δύο άλλα άτομα, τα οποία δεν κατονομάζει, του προσέφεραν 200 χιλ. δολάρια προκειμένου να εμπλέξει την κ. Gillard, στο σκάνδαλο της δημιουργίας του ειδικού ταμείου, από το οποίον σύμφωνα με καταγγελίες χρηματοδοτούνταν «παράνομες δραστηριότητες του κ. Wilson και άλλων στελεχών του συνδικάτου AWU.
Την καταγγελία του κ. Wilson δημοσιοποίησε ο έγκριτος ραδιοσχολιαστής του ABC, Jon Faine, ο οποίος είχε στην κατοχή του αντίγραφο γραπτής κατάθεσης του Wilson στην Επιτροπή. Ο κ. Wilson ισχυρίζεται, ότι ο δικηγόρος Harry Nowicki τον πληροφόρησε, πως «ανώνυμοι δωρητές χρηματοδοτούν την εκστρατεία κατά της κ. Gillard».
Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «7.30 Report», ο Nowicki δήλωσε, ότι επικοινώνησε με τον Wilson όχι «για να τον εξαγοράσει» αλλά για να τον πείσει να «ειπεί την αλήθεια για το σκάνδαλο». Τα περί εξαγοράς του Wilson με 200 χιλ. δολάρια είναι «κατασκευασμένο ψεύδος» ισχυρίστηκε ο Μελβουρνιώτης δικηγόρος.
Ο Nowicki ομολόγησε, ότι είχε τέσσερις συναντήσεις με τον Wilson. Στη μία από τις συναντήσεις παρευρέθηκε και ο Max Markson, ως ειδικός σε θέματα δημοσιότητας. «Όμως, κατά τη συζήτηση ο Wilson δεν έκανε καμία αποκάλυψη» είπε ο Nowicki.
Η διαρροή της γραπτής κατάθεσης του Wilson προβλημάτισε την Επιτροπή. Ο βοηθός του Επιτρόπου, Jeremy Stoljar, δήλωσε στην προχθεσινή συνεδρίαση ότι «αντίγραφα της κατάθεσης είχαν διατεθεί μόνον σε πολίτες που εμπλέκονται στην υπόθεση».
Αναφερόμενος στη δημιουργία του ειδικού ταμείου από τους Βruce Wilson και τον έμπιστό του Ralph Blewitt, ο κ. Stoljar εκτίμησε ότι συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση δέκα ετών.
Εν τω μεταξύ χθες κατέθεσε στην βασιλική Επιτροπή ο Wilson, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι το ειδικό ταμείο πλήρωσε για την ανακαίνιση του σπιτιού της Τζούλια Γκίλαρντ, καθώς και ότι έδωσε πακέτα με μετρητά στην πρώην πρωθυπουργό ή ότι το ειδικό ταμείο εξέδιδε πλαστά τιμολόγια.
Η κατάθεση του κ. Wilson την Πέμπτη ήρθε μία μέρα μετά την κατάθεση του οικοδόμου Athol James που είχε τότε αναλάβει την ανακαίνιση του σπιτιού της πρώην πρωθυπουργού, είπε στην Βασιλική Επιτροπή ότι η κ. Γκίλαρντ του είχε πει τότε ότι θα πληρωνόταν για τη δουλειά του από τον Wilson.
O κ. James κατέθεσε επίσης ότι είδε δύο φορές τον Wilson να δίνει πακέτα με μετρητά στην κ. Γκίλαρντ, αλλά και ότι ποτέ του δεν έλαβε μετρητά για τη δουλειά του στο σπίτι της πρώην πρωθυπουργού και ότι πληρώθηκε από την κ. Γκίλαρντ με επιταγή.
«Με πλήρωσε με επιταγή. Δεν ξέρω τι έγινε με τα μετρητά που της έδωσε ο Wilson» είπε χαρακτηριστικά στην Επιτροπή ο κ. James.
Ένας άλλος μάρτυρας ο Wayne Hem, πρώην υπεύθυνος του αρχείου του AWU δήλωσε την Τετάρτη ότι ο κ. Wilson τότε του είχε δώσει $5,000 μετρητά τα οποία και του ζήτησε να καταθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό της κ. Γκίλαρντ.
Ο κ. Wilson αρνήθηκε τα όσα ανέφερε ο κ. James και όσον αφορά τις δηλώσεις του κ. Hem είπε ότι δεν θυμόταν κάτι τέτοιο. Εκείνο πάντως που δεν αρνήθηκε ο πρώην Γραμματέας του συνδικάτου AWU ήταν την ύπαρξη του ειδικού ταμείου Workplace Reform Association το οποίο όπως είπε δημιούργησε με τον στενό του συνεργάτη Ralph Blewitt.
Ο κ. Blewitt, καταθέτοντας στην Επιτροπή ανέφερε ότι στο ειδικό ταμείο η κατασκευαστική εταιρία Thiess κατέθεσε δεκάδες χιλιάδες δολάρια τα οποία ήταν η πληρωμή της εταιρίας για την εκπαίδευση των εργαζομένων της όσον αφορά την ασφάλεια στο χώρο εργασίας, μαθήματα που όμως ποτέ δεν δόθηκαν. Ο κ. Wilson όμως διέψευσε τον έμπιστο συνεργάτη του λέγοντας στην Επιτροπή ότι όντως τα συγκεκριμένα μαθήματα δεν δόθηκαν το 1992 και αυτό γιατί η εταιρία καθυστερούσε την κατασκευή ειδικών εγκαταστάσεων οι οποίες και θα χρησιμοποιούνταν για την παράδοση των μαθημάτων. Το 1993 όμως και όταν η Thiess ολοκλήρωσε την κατασκευή των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων το συνδικάτο παρέδωσε και τα συγκεκριμένα μαθήματα, σύμφωνα με την κατάθεση του κ. Wilson και το άτομο που ήταν υπεύθυνο για την εκπαίδευση του προσωπικού της Thiess ήταν ο κ. Glen Ivory ο οποίος και έλαβε ως πληρωμή το ποσό των $15,000, χρήματα που προέρχονταν από το ειδικό ταμείο. Εντούτοις ο Glen Ivory που δεν ζει πλέον σε ορκωτή κατάθεσή του το 1997 είχε δηλώσει ότι ουδέποτε παραδόθηκαν μαθήματα στους εργαζόμενους της Thiess.
Μεταξύ των μαρτύρων που κατέθεσαν στην Επιτροπή είναι και ο ομογενής, συνταξιoύχος εργoλάβος οικοδομών, κ. Κώστας Σπυρίδης.
O κ. Σπυρίδης ήταν ένας από τους εργολάβους, που ανέλαβαν έργα ανακαίνισης της κατοικίας Gillard. Η επαγγελματική συναλλαγή του με την πρωθυπουργό αποκαλύφθηκε προ καιρού, που πρώην στελέχη του Συνδικάτου Εργατών Αυστραλίας αποκάλυψαν, ότι το AWU είχε δημιουργήσει ειδικό ταμείο -με νομική συμβουλή της κ. Gillard- το οποίο χρηματοδοτούσε την επανεκλογή συνδικαλιστών. Τον κ. Σπυρίδη είχε συστήσει στην πρώην πρωθυπουργό ο συνδικαλιστής, Μπιλ Τελικωστόγλου, γνωστός και ως “Bill the Greek”.
Ο κ. Σπυρίδης στην κατάθεσή του αρκέστηκε σε μονολεκτικές απαντήσεις με κύριο και βασικό μήνυμα ότι ποτέ του δεν έλαβε χρήματα από τον Wilson.
Το 1995 η κ. Gillard δήλωνε στον κ. Gordon, εκ των εταίρων της νομικής εταιρείας, Slater & Gordon, στην οποία εργαζόταν, ότι δεν γνώριζε τίποτα για συναλλαγές του κ. Σπυρίδη με τον “Bill the Greek” και απλήρωτους λογαριασμούς. «Πιστεύω, ότι ο Κον (σ.σ. Σπυρίδης) αναζήτησε τον Bill στα γραφεία του AWU για την εξόφληση κάποιου λογαριασμού» είχε δηλώσει στον πρώην συνεταίρο της.
Η Βασιλική Επιτροπή θα ερευνήσει όλες τις πτυχές της υπόθεσης με έμφαση στη νομιμότητα της δημιουργίας του AWU Workplace Reform Association, το οποίον αντί να καλύπτει ανάγκες των μελών του συνδικάτου και να χρηματοδοτεί αγώνες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, χρηματοδοτούσε την επανεκλογή συνδικαλιστών και κάλυπτε «ανάγκες» συνδικαλιστών, υποστηρικτών και φίλων τους.