Γνωρίζω την Ασημίνα Αλεξανδράτου εδώ και πολλές δεκαετίες. Την θαύμαζα για τη συμμετοχή της σε χορωδιακά σχήματα της παροικίας μας και ομολογώ πως την ζήλευα. Προικισμένη με μελωδική φωνή, τραγουδούσε τις ομορφιές της Ελλάδας μας σε σόλο εκτελέσεις ιδιαίτερα τις Επτανησιακές μελωδίες, που άγγιζαν την καρδιά του ακροατηρίου.
Η Ασημίνα Αλεξανδράτου, το γένος Καλανάρχου από τα Δωδεκάνησα, μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1972. Με φλέβα καλλιτεχνική, ασχολήθηκε εκτός από τη μουσική, με την ποίηση, τη ζωγραφική, το χορό, τη μεσογειακή κουζίνα και κάθε τι που σχετίζεται με την ελληνοχριστιανική μας παράδοση.
«Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου εργάστηκα σε γνωστούς οίκους μόδας, σε ενδύματα πολυτελείας, στην κοπτική, ραπτική, σχέδιο και μόντελινγκ» εξηγεί κι αποκαλύπτει ακόμα ένα δημιουργικό της ταλέντο.
Περήφανη για τις ρίζες της, μιλά με πάθος για τον πατέρα της και τη συμμετοχή του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα αλβανικά βουνά κατά των Ιταλογερμανών. «Όντας τραυματίας πολέμου, κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή, ενώ παράλληλα ήταν ψάλτης στην εκκλησία και πολύ καλός μουσικός» σημειώνει, οπότε εξηγείται και η δική της καλλιτεχνική φλέβα, ιδιαίτερα το θεϊκό δώρο στις δυο φωνητικές της χορδές.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ
Παντρεμένη με τον Ανδρέα Αλεξανδράτο, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Αλεξανδράτων – Φωκάδων από την Κεφαλονιά, που σύμφωνα με τον τρίτο τόμο της Μεγάλης Ελληνικής εγκυκλοπαίδειας «παρέσχε πολλάς υπηρεσίας κατά τον Αγώνα), απέκτησαν τέσσερις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Νικόλαο, τον Αυγουστίνο και τον Ανδρέα.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι που τα παιδιά μας υπηρέτησαν στις Ένοπλες Αυστραλιανές Δυνάμεις. Από μικρά εκπαιδεύτηκαν στα Cadets. Εκεί έκαναν πρακτική κι εξάσκηση κάτω από αυστηρότητα και σιδηρά πειθαρχία. Στη συνέχεια ακολούθησαν τον κλάδο τους, παντρεύτηκαν και μας χάρισαν οκτώ εγγονάκια».
Και αφού μεγάλωσε τα βλαστάρια της η κ. Αλεξανδράτου, στράφηκε στα κοινά. «Η πρώτη μου συμμετοχή ήταν στη χορωδία που διηύθυνε ο μαέστρος Παναγιώτης Μουσαφεριάδης, όπου τραγούδησα για πολλά χρόνια».
Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα. Στα χαρτιά της υπάρχουν πάνω από 300 ποιήματα εκ των οποίων πολλά μελοποιήθηκαν. «Το 1990 συμμετείχα στο Διαγωνισμό Τραγουδιού με το ποίημα «Στη χώρα που γεννήθηκα», το οποίο ερμήνευσε η Αλεξάνδρα Κυριακοπούλου. Εδώ να σημειώσω ότι η ερμηνεύτρια μαζί με τον Άκο Δασκαλόπουλο που συμμετείχε στην Κριτική Επιτροπή, είχαν έλθει για το διαγωνισμό από το Υπουργείο Πολιτισμού της γενέτειρας. Την μελοποίηση είχε κάνει ο αείμνηστος συνθέτης και μουσικός Κώστας Τσικαδέρης. Χαίρομαι που η Επιτροπή το κατέταξε στα πρώτα δέκα» θα πει.
ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΑΝΙΔΙ
Μιλώντας με την καλή φίλη και σε μια προσπάθεια να ξετυλίξουμε το κουβάρι του χρόνου, διαπιστώνει ο καθένας πως πρόκειται για ευχάριστο χαρακτήρα και πρόθυμη να προσφέρει βοήθεια στον συνάνθρωπό της. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του «Αγγελιδείου Ιδρύματος», στο Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών, έγινε μέλος της χορωδίας Φλωρινέων και παρέμεινε για πάνω από μια εικοσαετία με μαέστρο τον αείμνηστο Γιάννη Νίνη, διετέλεσε μέλος της ΑΧΕΠΑ, Τμήμα Θυγατέρες Πηνελόπης 1992 υπό την προεδρία της καλής της φίλης κ. Μπέτης Μουγγού, και, δοκίμασε το ταλέντο της στο σανίδι. Έκανε το ντεμπούτο της στον «Αχόρταγο» και συνέχισε στο «Η Μαρία του Πατρίς», που ανέβασε ο θίασος «Παροικία».
«Εδώ να προσθέσω ότι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω εργαστήρια δράματος που οργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύνδεσμος Ελληνίδων Βικτωρίας υπό την αιγίδα του κ. Μαξ Μαστροσάββα (22 Απριλίου – 11 Μαΐου 1996) με την οικονομική βοήθεια του Αυστραλιανού Συμβουλίου Καλών Τεχνών. Την οργάνωση είχε ο Φώτης Καπετόπουλος διευθυντής τότε του Πολυπολιτισμικού Κέντρου Τεχνών της Βικτώριας».
Εκ των πραγμάτων λοιπόν και με τόσες και πολλές συμμετοχές έχει αφήσει την προσωπική της σφραγίδα στα καλλιτεχνικά δρώμενα της παροικίας μας. Είτε αυτό είναι η Πνευματική Εστία ή η Ομοσπονδία Ηλικιωμένων, η Παμμακεδονική, και άλλα, ενώ συνεργάστηκε με τη Ρένα Φραγκιουδάκη, την Καίτη Γεωργίου, την Μπέτυ Εξηντάρη. Οπότε η μελωδική της φωνή αντήχησε και «γέμισε» αίθουσες όπως το Melba Hall του Πανεπιστημίου Μελβούρνης και του Dallas Brooks Hall, έτσι για να αναφέρουμε μερικές.
ΤΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ
Για όλα αυτά φυσικά η κ. Αλεξανδράτου έχει στο αρχείο της πληθώρα από Πιστοποιητικά Συμμετοχής από παροικιακούς Οργανισμούς και πολλούς Επαίνους που προορίζονται για τα εγγόνια της. Ένα αρχείο γεμάτο από μουσικές αναμνήσεις, «που ίσως να μην είχε αξιωθεί, αν δεν είχε την συμπαράσταση της οικογένειάς της» εκτιμά.
Την τελευταία δεκαετία δραστηριοποιήθηκε στην οργάνωση παραδοσιακού Χορευτικού Ομίλου. «Οι Αρχόντισσες», είναι πραγματικά το καμάρι της. Μιλά με τις ώρες για το ξεκίνημα, τις πρόβες, τις εμφανίσεις και αισθάνεται περήφανη που έβαλε το πρώτο λιθαράκι. «Οι στολές των γυναικών είναι ραμμένες από τα χέρια μου», λέει με καμάρι.
Στα μελλοντικά της σχέδια είναι η συγκέντρωση αγαπημένων ποιημάτων της και η έκδοση ποιητικής συλλογής. «Είναι όνειρο ζωής. Θεωρώ, ότι πρέπει να αφήσω κι εγώ κάτι στα λογοτεχνικά της παροικίας μας» θα πει.
Μετά λοιπόν από μια εικοσαετία στα κοινά, εύλογο είναι να ρωτήσω τι κρατά μέσα της; «Αυτό που έμεινε από τις πάμπολλες συμμετοχές μου και είναι βαθιά ριζωμένο στην ψυχή μου, είναι το χειροκρότημα του κοινού. Το μπράβο τους και οι ευχές τους για καλή συνέχεια. Αυτό ήταν η επιβράβευση, με την έννοια ότι η παροικία αναζητούσε ποιοτικό τραγούδι και ποιοτική εκτέλεση. Στις μέρες μας, νομίζω ότι λείπει. Το αφήνω όμως σε άλλους, πιο ειδικούς να το σχολιάσουν».