Τετάρτη, 23 Απριλίου 2014, φτάνουμε στο πολυσύχναστο αεροδρόμιο της Λούκλα (Tenzing-Hillary) στα 3000μ υψόμετρο απ’ όπου ξεκινάνε όλοι, πεζοπόροι και ορειβάτες, να περπατάνε για τη βάση κατασκήνωσης του Έβερεστ (B.C.E.). Το αεροδρόμιο πρόκειται για το τρομακτικότερο και επικινδυνότερο του κόσμου με τα 460 μέτρα αεροδιαδρόμου, 20 μέτρα πλάτους, χωρίς πύργο ελέγχου ή ραντάρ και όπου ο πιλότος προσγειώνει και απογειώνει το αεροπλάνο με μοναδικό γνώμονα την ορατότητα που έχει από το πιλοτήριο. Γι’ αυτό, μόλις προσγειωθήκαμε έπεσε δυνατό χειροκρότημα για τους πιλότους.
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ…
Η θέα των Ιμαλαΐων κατά τη διάρκεια της 45λεπτης πτήσης είναι απλά μαγική, σου δημιουργείται ένα δέος για τα επιβλητικά αυτά βουνά. Ήμασταν τυχεροί που ο καιρός ήταν με το μέρος μας, γιατί συχνά ακυρώνονται πτήσεις λόγω κακοκαιρίας. Είχαμε μέχρι και αεροσυνοδό που μας πρόσφερε καραμέλες και μπαλάκια βαμβακιού για ωτοασπίδες από το δυνατό θόρυβο της πτήσης.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ!
Μόλις παραλάβαμε τα πράγματά μας, μας υποδέχτηκαν ο οδηγός (guide) Bashu μαζί με τον αχθοφόρο (porter) Ram που θα μας συνόδευαν στο B.C.E. και μετά πάλι πίσω στο Κατμαντού. Μας είχαν ζητήσει από το ταξιδιωτικό γραφείο, να έχουμε αποσκευές μέχρι το πολύ 30 κιλά γιατί τόσα θα μπορούσε να κουβαλήσει ο αχθοφόρος μας. Δεν γνώριζα, όμως, ότι πολλοί κουβαλάνε πολύ βαρύτερα φορτία. Είδαμε αχθοφόρους/sherpas να κουβαλούν πόρτες αλουμινίου και τεράστιους σωλήνες βάρους 140 κιλών και πολλοί από αυτούς φορώντας λαστιχένιες παντόφλες με γυμνά πόδια.
Εκείνη τη μέρα περπατήσαμε 2.5 ώρες μέχρι το χωριό όπου και διανυκτερεύσαμε. Το πρόγραμμα για τις επόμενες μέρες ήταν πρωινό κατά τις 7.30πμ και το περπάτημα ξεκινούσε στις 8.00πμ. Λίγο πιο ζόρικη η 2η μέρα, 3 ώρες ανηφορική διαδρομή μέχρι το Εθνικό δάσος Sagamartha και μετά άλλες 3 ώρες να φτάσουμε στο εντυπωσιακό χωριό Namtche.
Προσπαθούσαμε να πίνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο νερό και το οποίο νερό φιλτράραμε με ειδικές ταμπλέτες καθαρισμού που είχαμε αγοράσει από τη Μελβούρνη. Μπορείς να αγοράσεις και πλαστικά μπουκαλάκια νερού αλλά δεν ενθαρρύνεται ιδιαίτερα, αφενός, για αποφυγή ρύπανσης του περιβάλλοντος και, αφετέρου, για δημιουργία λιγότερων ρύπων μιάς και αυτά θα πρέπει να κουβαληθούν από τους ντόπιους (sherpas). Ο απόλυτος σεβασμός για τη φύση και τα βουνά της!
Την 3η μέρα ανεβήκαμε στο ψηλότερο αεροδρόμιο του κόσμου ύψους 3.800 μέτρων και λίγο παραπέρα ξεπροβάλλει για πρώτη φορά η κορυφή των Ιμαλαΐων.
Υπάρχει αναμφίβολα ένας ρομαντισμός στο τοπίο, ειδικά το πρωί που ξυπνάς και ο ήλιος λάμπει. Αργά το βράδυ η θερμοκρασία πέφτει υπό το μηδέν και η μόνη επιλογή είναι να κουλουριάσεις στον υπνόσακό σου μέχρι να ξημερώσει και να εύχεσαι να ΜΗ χρειαστεί να πας τουαλέτα στη μέση της νύχτας η οποία βρισκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου.
Μέχρι τώρα τι μου έκανε εντύπωση:
– Η απόλυτη ησυχία
– Η απουσία ήχου μηχανοκίνητων
– Πόσο ρομαντικό μέρος είναι παρά την αγριάδα της φύσης
– Η καθαριότητα στους ξενώνες δεδομένου του επιπέδου φτώχειας και της έλλειψης βασικών παροχών, όπως θέρμανσης και ηλεκτρικών συσκευών.
– Στην αγορά του Νάμτσε δε σε κυνηγάνε οι καταστηματάρχες για την πώληση, σε αντίθεση με την τουριστική αγορά του Κατμαντού
Τι έμαθα:
– Οι Νεπαλέζοι δεν έχουν στο λεξιλόγιό τους τη λέξη «όχι». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αρνούνται κάτι, απλώς χρησιμοποιούν άλλες εκφράσεις για να αρνηθούν.
– Όπου πάμε για τσάι ή φαγητό, οι ντόπιοι αδειάζουν το χώρο για να μας αφήσουν μόνους. Γι’ αυτούς είναι δείγμα καλής φιλοξενίας, όπως και το ότι ποτέ δεν τρώνε μαζί μας και στον ίδιο χώρο. Πρώτα μας σερβίρουν και αφού φάμε και πάμε στα δωμάτιά μας, τρώνε κι εκείνοι.
– Ο τρόπος μεταφοράς που χρησιμοποιούν οι αχθοφόροι είναι ο ίδιος εδώ και έναν αιώνα περίπου.
– Ο μέσος όρος ζωής των sherpas είναι γύρω στα 50.
– Μετά τα 3.500 μέτρα δυσκολεύει η ανάβαση, κοινώς «σου βγαίνει η γλώσσα».
Την 4η μέρα συναντήσαμε πολλά γιακ στο δρόμο. Μας είχανε προετοιμάσει γι’ αυτό ώστε να μη φοβηθούμε και να ξέρουμε ότι απλά πρέπει να καθόμαστε στην άκρη του μονοπατιού ακίνητοι μέχρι να περάσουν. Ωστόσο όταν ο οδηγός μας, Μπάσου, πέρασε δίπλα από ένα γιακ, σε σημείο που το μονοπάτι είχε άνοιγμα, αυτό τρόμαξε και γύρισε να του επιτεθεί. Αν δεν αντιδρούσε άμεσα κρατώντας το από τα κέρατα, θα είχε υποστεί ατύχημα και μάλιστα σοβαρό.
Σε κάποια φάση για να ξαλαφρώσω άρχισα να τραγουδάω «πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα, να κατεβώ στον Oμαλό…».
…Είναι από αυτά τα περίεργα που σου συμβαίνουν όταν έχεις έλλειψη οξυγόνου και βρίσκεσαι μέσα στα βουνά και στα λαγκάδια.
Εκείνο το βράδυ μείναμε σε έναν ξενώνα ο χώρος φαγητού του οποίου ήταν ο πιο ζεστός. Σε αυτά τα υψόμετρα η θέρμανσή τους διαρκεί μέχρι να καούν τα περιττώματα των γιακ (δεν έχουν ξύλα οπότε καίνε περιττώματα από τα γιακ, τα οποία μάλιστα δεν μυρίζουν), ωστόσο ήταν μικρός χώρος και με αρκετά άτομα να τον ζεστάνουν.
Την 5η μέρα φτάσαμε στο Dingboche και τον ξενώνα «good luck». Αυτό το όνομα λίγο με ανησύχησε μιας και είχαμε ακόμα μπροστά μας άλλο τόσο δρόμο να διανύσουμε. Είμαστε στα 4.400 μέτρα και οι ανάγκες μου για νερό μεγαλώνουν.
Βάζουμε υδροδιαλύτες στο υπάρχον νερό και τρώμε όσο πιο καλά μπορούμε. Τα βουνά στο σημείο αυτό είναι σαν ζωγραφιά σε πίνακα, δεν χορταίνεις να τα κοιτάς.
Παρέλειψα να πω ότι καθ’ όλη τη διαδρομή η παρουσία ελικοπτέρων ήταν ιδιαίτερα συχνή, καθώς πραγματοποιούσαν τουριστικές περιηγήσεις. Συχνά χρησιμοποιούνται ελικόπτερα και για μεταφορά ασθενών, κυρίως από την ανάβαση προς το Έβερεστ. Στη συγκεκριμένη περίοδο, βέβαια, δεν υπήρχαν ορειβάτες. Οι αναβάσεις στο Έβερεστ ακυρώθηκαν λόγω της χιονοστιβάδας που είχε προηγηθεί πριν μερικές βδομάδες και όπου έχασαν τη ζωή τους 16 sherpas στο τραγικότερο μέχρι σήμερα συμβάν στο Έβερεστ.
Την 6η μέρα ανεβήκαμε τα 4.700 μέτρα. Τα δωμάτια το βράδυ ήταν πάγος γι’ αυτό και μετά τις 3 το μεσημέρι περνάγαμε την ώρα μας στο χώρο συνάθροισης/εστιατόριο που ήταν κάπως ζεστά, μέχρι να πάμε για ύπνο. Το masala tea (με γαρίφαλο, κανέλα και γάλα) ήταν ιδανικό για το κρύο και πολύ γευστικό. Το πίναμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο λόγος που σταματούσαμε τόσο νωρίς το περπάτημα ήταν πέρα από το θέμα ξεκούρασης και εγκλιματισμού στο υψόμετρο, και επειδή πιάνει ομίχλη το απόγευμα και υπάρχει κίνδυνος να χαθείς, όπως και έχει συμβεί αρκετές φορές με πεζοπόρους που κυκλοφορούν μόνοι τους. Είναι κανόνας να έχει ο κάθε πεζοπόρος και έναν οδηγό για ακριβώς αυτόν το λόγο, την αποφυγή ατυχημάτων.
Την 7η μέρα μας περίμενε η δυσκολότερη φάση όλης της πεζοπορίας. Ανάβαση μιάμισης ώρας σε τόσο απότομη πλαγιά που έμοιαζε με σκαρφάλωμα. Κοιμηθήκαμε νωρίς εκείνο το βράδυ και όπως ήμασταν κουκουλωμένοι μέσα στους υπνόσακους ο Ρος γυρνάει και μου λέει «Ωραίο ταξίδι του μέλιτος! Ποιος το σκέφτηκε;» (καθότι ήταν ιδέα του ίδιου) και μετά μονολογούσε στον ύπνο του «πίτσα!» (Αποφεύγαμε κρεατικά και τυροκομικά, όπως μας είχαν, συμβουλεύσει. και η πίτσα ήταν στην κατηγορία αυτή, παρ’ ότι προσφερόταν σαν επιλογή φαγητού).
Τα γέλια που έκανα με ζέσταναν για το βράδυ, οπότε τη βγάλαμε και αυτή τη βραδιά.
Από το φόβο μου μην αρρωστήσω έτρωγα… έτρωγα όσο περισσότερο μπορούσα και τελικά ήταν ό,τι καλύτερο μπορεί κανείς να κάνει μαζί με το να πίνει άφθονο νερό. Φτάσαμε στο E.B.C. και, όπως το βλέπαμε από μακριά, λέω «εντάξει ωραίο είναι την έβγαλα και φωτογραφία τη Βάση, πάμε να γυρίσουμε τώρα». Αλλά όχι, έπρεπε να κατεβούμε και να δούμε τον παγετώνα από κοντά.
Εν τω μεταξύ, ακούμε ξαφνικά έναν ήχο σαν κάτι να σπάει και να γκρεμίζεται… ήταν ο παγετώνας που μετακινείτο και συνεπώς έκανε ρωγμές. Μέχρι να επαναλάβω ότι δε με ενδιαφέρει να πάω πιο κοντά, είχαν ήδη προχωρήσει οπότε ακολούθησα.
Ο επίλογος αυτής της εμπειρίας γράφτηκε επιτυχώς με κάτι ΕΠΙΚΟ. Επιστροφή στο Κατμαντού με ελικόπτερο! Λόγω καιρικών συνθηκών τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν και είχαμε ξεμείνει με τη μόνη σανίδα σωτηρίας… το ελικόπτερο. Μέσα σε καταρρακτώδη βροχή και αστραπόβροντα πετάξαμε μαζί με άλλους 5 και με ένα κάρο σακίδια στα πόδια μας.
Χειροκροτήσαμε και πάλι τον πιλότο (αυτή τη φορά πιο δυνατά). Ανακούφιση…
Νομίζω τελευταία φορά που θυμάμαι να χάρηκα τόσο πολύ, ήταν όταν η Εθνική πήρε το Euro το 2004 και είχαμε μαζευτεί στο Καλλιμάρμαρο να υποδεχτούμε τους παίκτες «σήκωσέ το, το τιμημένο (κύπελλο), δεν μπορώ να περιμένω».
Η φτώχεια είναι κάτι άβολο να βλέπεις όταν δεν έχεις ξαναταξιδέψει σε τέτοιες χώρες, ωστόσο, οι Νεπαλέζοι έχουν περηφάνια και εργάζονται για να κερδίσουν το μεροκάματό τους. Στις 9 μέρες που περάσαμε στο Κατμαντού και στην Ποκχαρά, μόνο ένα πιτσιρίκι μας ζήτησε χρήματα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είχαν κάτι να προσφέρουν για αντάλλαγμα. Όμορφος λαός, φιλόξενος, περήφανος και εργατικός. Περάσαμε από χωριά που δεν ήταν εξοικειωμένα με τουρισμό και κανείς δεν μας κοίταζε περίεργα, ούτε νιώσαμε ποτέ κίνδυνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι, απλώς η αίσθηση που σου δινόταν ήταν αίσθηση ασφάλειας (πάντα ωστόσο συνοδευόμασταν από κάποιον ντόπιο). Το Νεπάλ καθ’ ότι μεταξύ Θιβέτ και Ινδίας έχει ανάμεικτα στοιχεία και των δύο κουλτούρων και παρουσιάζει ένα γενικότερο ενδιαφέρον σαν τόπος.
Για όποιον ενδιαφερθεί να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι, αξίζει να επικοινωνήσετε με τον Ganga και το γραφείο του Nepal Hiking team www.nepalhikingteam.com που οργάνωσαν πέρα από την πεζοπορία, και ολόκληρη τη διαμονή μας στο Νεπάλ. Επίσης μας γλιτώσανε πολλά έξοδα προσφέροντάς μας εξοπλισμό (υπνόσακους και μπουφάν) χωρίς χρέωση.
Έκαναν τη διαμονή μας ασφαλή, ευχάριστη και ξεκούραστη και τους συνιστούμε ανεπιφύλακτα.
Καλά ταξίδια!