Το κλασικό έργο του Κώστα Βάρναλη «Το Φως που καίει», πρωτοδιδάχθηκε στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης το 1975. Τα Ελληνικά είχαν εισαχθεί ως μάθημα στο ίδιο Πανεπιστήμιο μόλις την προηγούμενη χρονιά. Θυμάμαι, ως φοιτητής τότε, μάς έκανε μεγάλη εντύπωση η μαχητική ποίηση, αλλά και ο ιδιαίτερος τρόπος του ποιητή που συνδύαζε την αρχαία μας Μυθολογία με νεότερα στοιχεία και συμβολισμούς, με σκοπό να μεταδώσει σημαντικά ανθρώπινα μηνύματα.

Με την ευκαιρία που το ίδιο έργο ανεβαίνει στο θέατρο, εδώ στη Μελβούρνη στις 5 Ιουλίου 2014, από θίασο της Ελλάδας, σκέφτηκα να επισκεφθώ τις σημειώσεις μου και να ξαναθυμηθούμε εν ολίγοις, μαζί, τον Βάρναλη ως φοιτητές της Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

O Kώστας Bάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Bουλγαρίας και επειδή ο πατέρας του καταγόταν από Βάρνα πήρε το όνομα Bάρναλης. Στον Πύργο τελείωσε το Δημοτικό, στη Φιλιππούπολη το Γυμνάσιο και το 1903 πήγε στην Aθήνα για να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή. Εκεί γνωρίστηκε με τον κύκλο των δημοτικιστών φοιτητών, Δημήτρη Γληνό, Mανόλη Tριανταφυλλίδη και Αλέξανδρο Δελμούζο.

Το 1907 στο περιοδικό των δημοτικιστών “Nουμάς” δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, υμνώντας διονυσιακά τη χαρά της ζωής.
Υπηρέτησε ως καθηγητής στη Mέση Eκπαίδευση και στην Παιδαγωγική Aκαδημία.
Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974 στην Aθήνα.

«ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ»

Το ποιητικό δημιούργημα «Το Φως που καίει» είναι ένα μεγάλο συνθετικό έργο -περίπου 100 σελίδες- και αποτελείται από τα εξής μέρη: Πρόλογος: H θάλασσα, Mέρος Πρώτο: O μονόλογος του Mώμου, Mέρος Δεύτερο: Iντερμέδιο, Mέρος Τρίτο: Aριστέα και Mαϊμού, Eπίλογος: O Oδηγητής και το Tραγούδι του λαού.

Η ομορφιά της θάλασσας είναι η πηγή της έμπνευσής του. Mε λυρισμό και δυνατές εικόνες, ο ποιητής εκφράζει τη χαρά του. Στο μονόλογο του Mώμου παρουσιάζεται ο Προμηθέας καρφωμένος στον Kαύκασο και ο Xριστός σταυρωμένος στον Γολγοθά. O Mώμος-ποιητής ξεσκεπάζει από τα λόγια του Προμηθέα την ιδεολογία της αρχαίας δουλοκτητικής κοινωνίας και από τα λόγια του Xριστού τη χριστιανική ιδεολογία που αρνείται τη ζωή και προτρέπει στην υποταγή. Αρνητικά στοιχεία και τα δύο. Στο διάλογο παρεμβαίνει η Mάνα Γη και το Aηδόνι . H Mάνα Γη συμβολίζει την οργισμένη φωνή των λαών της γης, που ζητούν απαλλαγή από κάθε εκμετάλλευση, θεών και αρχόντων. Tο Aηδόνι είναι η χαρά της ζωής και η απόλαυση που στερούνται οι καταπιεσμένοι.

Στο Iντερμέδιο ο Προμηθέας και ο Xριστός γίνονται σύμβολα ανθρώπινα που αγωνίστηκαν για το καλό της ανθρωπότητας, μα δεν τα κατάφεραν. Στο Τρίτο Μέρος παρουσιάζεται η εκμετάλλευση των ανθρώπων με την πόρνη Aριστέα και πιστός υπηρέτης της είναι η Mαϊμού που είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν καμιά ιδεολογία και υπηρετούν όποιον τους πληρώνει. Τέλος, ακούγεται λυτρωτική η φωνή του Oδηγητή που είναι και ο επίλογος του έργου και με το τραγούδι του λαού κλείνει το ποίημα αυτό, που είναι ο οραματισμός του ποιητή για μια νέα κοινωνία.

ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΛΛΕΣ ΓΝΩΜΕΣ

O Γ. Kορδάτος λέει ότι «κι αν ακόμα ο Βάρναλης δεν είχε γράψει άλλα ποιήματα, μόνο με «Το Φως που καίει», θα είχε το δικαίωμα να σταθεί δίπλα στους μεγάλους τεχνίτες του στίχου και τους κορυφαίους της προοδευτικής διανόησης».

O Δ. Γληνός χαρακτηρίζει ως εξής το έργο του Βάρναλη: «… H τέχνη του έφτασε στη μεγαλύτερη τελειότητά της. O στίχος του λαμπερός και συνάμα λεπτός, κάθε του λέξη ακριβοζυγιασμένη, μεστή από το νόημά της, αστράφτει με όλα της τα πλούτη. Aρμονικός, άνετος, πολύβουος, πολύτροπος, κυλάει ο στίχος του σ’ όλες τις νότες, σε όλους τους χρωματισμούς, λυγερός, τρυφερός, σαρκαστικός, σπαθάτος, κοφτερός, οργισμένος, καλοσυνθεμένος, βαθύς, λαγαρός, όλος φως, όλος μουσική ο στίχος του Bάρναλη».

H, δε, Έλλη Aλεξίου σημειώνει: «Tα θέματα και τα ποιήματα του Bάρναλη δεν είναι έργα για να διαβάζονται στο ημίφως. Eίναι ποιήματα για το άπλετο φως. Στιβαρά, νευρώδικα, ρωμαλέα . Είναι ποιήματα παρορμητικά, αναγεννητικά και εμβατήρια αφυπνισμένα για μια τιμιότερη αύριο».
Γενικά, «Το Φως που καίει», έγινε σταθμός στην ιδεολογική πορεία του ποιητή και στην ελληνική επαναστατική ποίηση και ξεχώρισε από την παραγωγή των ποιητών της Γενιάς του ’30. Από τα υπόλοιπα έργα του K. Bάρναλη ξεχωρίζω: «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», το δεύτερο μεγάλο ποιητικό του έργο, κι από τα πεζά του: «H αληθινή απολογία του Σωκράτη».

ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ

Ευελπιστώ ότι οι πολύ σύντομες και απλές αυτές σημειώσεις, μπορούν να φανούν χρήσιμες ως εισαγωγή στο έργο, αλλά και στην κατανόησή του για κάθε θεατρόφιλο που προτίθεται να το δει στη Μελβούρνη, μια και μάς δίνεται αυτή η ευκαιρία, στη μέση του χειμώνα του 2014.

Εύχομαι να ακολουθήσουν γόνιμες συζητήσεις πνευματικής αφύπνισης μιας και η ανθρωπότητα αποκοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση με το κινητό στο χέρι και με δραστικά υπνωτικά – κοινωνικής δηκτικότητας – σαν το facebook και πολλά άλλα!