Η φαντασία είναι το ζακετάκι που ρίχνω στους ώμους μου όταν η ζωή μου σηκώνει ψύχρα. Και τώρα σήκωσε αγιάζι, γιαγιά.
Γιαγιάκα μου, η Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχει πια. Να τα λέμε αυτά. Να τα λέμε για να ξανασυστηνόμαστε με τα χτες μας. Το χτες που αφήσατε πίσω σας ο παππούς κι εσύ. Το χτες που ποτέ δεν γνωρίσαμε η μαμά κι εγώ.

Η Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχει πια. Η Ισταμπούλ, πάλι, έκτακτη! Ένα αμάλγαμα από Ανατολή, Δύση, Ευρώπη, Ασία, μιναρέδες, νερά, μνημεία, μπαχάρια, τσάντες-μαϊμού, μυρωδικά, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, δερβίσηδες, gay parades, κρουαζιερόπλοια που χύνουν πυρακτωμένο λάδι στον Βόσπορο του χτες. Στον Βόσπορο τριών γυναικών. Της Λουκίας. Της Σύλβας. Της Ελενας.
Λες και το ‘ξερα τόσα χρόνια, γιαγιά. Όλο «θα πάω «εις την Πόλιν»» κι όλο εδώ ξέμενα. Χρόνος έμπαινε, χρόνος έβγαινε. Τη μία με σταμάτησε σεισμός. Την άλλη λιμός και καταποντισμός. Τα επεισόδια στην Πλατεία Ταξίμ. Τα επεισόδια στην Πλατεία Πώς-τη-λένε. Κάτι ταραχές δικές τους, κάτι διαταραχές δικές μου, πάντα εδώ με κρατούσαν όμηρο τα αόρατα νήματα…

Ριζωμένα πόδια, ριζωμένες μνήμες: «Καθησυχαστικές» πληγές που δεν κακοφορμίζουν. Γιατί να ξύσεις το κακάδι, αφού το αίμα μάς τελείωσε; Η Πόλη πάντα μπροστά μου, ποτέ πίσω μου. Κι ενδόμυχα – μια λύτρωση για το εσαεί αναβληθέν. Ένα υποκριτικό «αχ τι κρίμα!» τόσο ψεύτικο όσο οι τσάντες-μαϊμού στο Καπαλί Τσαρσί: Ούτε φέτος θα πάμε στην Κωνσταντινούπολη. Του χρόνου, να ‘μαστε καλά. Θεού θέλοντος κι Ερντογάν επιτρέποντος.
Γιαγιά. Γιαγιάκα. Ξέρω πως λογικά ένα ταξιδάκι της πλάκας δεν μετατρέπει κοτζάμ Κωνσταντινούπολη σε Ισταμπούλ. Κι όμως, αυτό έγινε. Ακριβώς όμως. Αναχώρηση για Κωνσταντινούπολη. Άφιξη στην Ισταμπούλ.

Όταν φύγατε το 1922, σχεδόν παιδιά με τον παππού… Όταν ξέβρασαν τα νιάτα σας στις άγονες ξέρες μιας θυμωμένης πατρίδας… Θεσσαλονίκη… Οι τουρκόσποροι του Θερμαϊκού τρόμου… Εσύ, γιαγιάκα, δεν έραψες στις φόδρες σου ζαφείρια και μπριλάντια. Εσύ έραψες όλα τα χτες που ζήσατε ο παππούς κι εσύ. Όλα τα χτες που δεν ζήσαμε η μαμά κι εγώ. Τα χτες από κρύσταλλο. Που δεν έσπασαν ποτέ… Τα κρύσταλλα της Λουκίας. Της Σύλβας. Της Έλενας.

Δεν είμαι του φολκλόρ και της εθνικίλας, γιαγιάκα: Αγια-Σοφιά, μαρμαρωμένοι βασιλιάδες, «πάλι με χρόνια με καιρούς», «αααχ, τι είχαμε και τι χάσαμε»! Ούτε γουστάρω νουβελίτσες με λάγνες προσφυγοπούλες κι έρωτες αβύσσου και Βοσπόρου γωνία… Μια παραλογοτεχνία-μαϊμού, ασορτί με τις τσάντες: Μαρία, εδώ έχει μπαχάρια. Νίτσα, από δω μπαίνεις για την Αγια-Σοφιά την Ασβεστωμένη. Σταύρο, κράτα με μη χαθούμε. Γιαγιά, κράτα με, να μη χαθούμε…

Γιαγιά, χαθήκαμε. Τελικά. Κι ας μην ήταν αυτές οι «χαμένες πατρίδες». Η Ροβέρτειος Σχολή που τέλειωσε ο παππούς. Το Ζάππειον Παρθεναγωγείον απ’ όπου αποφοίτησες. Κι αγαπηθήκατε. Κι εκεί που η ζωή έμοιαζε χαλί Μπουχάρας στα πόδια σας, βρεθήκατε στα καράβια της Οριστικής Απουσίας. Στοιβαγμένοι στις ουρές του αβέβαιου. Για να ξαναστήσετε ζωές. Για να βάλετε ψωμί στο τραπέζι. Για να φέρετε στον κόσμο παιδιά. Για να γεννηθεί το στερνοπούλι σας, η μαμά, πολλά χρόνια αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας.

Από το τζάμι του τουριστικού πούλμαν, περνάει μπροστά μου μια βιαστική Ισταμπούλ. Συναντιούνται ψυχρά τα βλέμματά μας. Νιώθω τη φιλενάδα μου τη θλίψη να κρούει αβρά το εντός μου ρόπτρο. Δεν της ανοίγω. Δεν είμαι εδώ. Προσπαθώ να την ξορκίσω. Με τον μοναδικό τρόπο που ξέρω: Ναι, η φαντασία είναι το ζακετάκι που ρίχνω στους ώμους μου όταν η ζωή μου σηκώνει ψύχρα. Και τώρα σήκωσε αγιάζι, γιαγιά.

Κι όπως διασχίζουμε ανάκτορα, παλάτια, μέγαρα, πλούτη και μεγαλεία -αρπάζομαι από το χτες σου, γιαγιά. Το ανακατεύω με το χτες της μαμάς και το δικό μου. Γρήγορες κινήσεις, σβέλτες -λες και φοβάμαι μη μου κόψει. «Με το μάτι». Τα ρίχνω στη χύτρα χωρίς συνταγές. «Με το μάτι».
(Δεν ήμασταν Λωξάντρες εμείς… Η Λουκία, η Σύλβα, η Έλενα -«με το μάτι» πορευόμασταν… «Με το μάτι» διαφεντεύαμε τη ζωή μας… Όχι με την πεπατημένη. Όχι με τη συνταγή. Μόνο με τη φαντασία: Που ρίχναμε στους ώμους μας όταν η ζωή μας σήκωνε ψύχρα.)
Κοχλάζει στη χύτρα η Ισταμπούλ, λιώνει, χάνεται στα τσακίδια. Η Κωνσταντινούπολη του τρελού μου μυαλού απόρθητη! Στα πόδια σου… Δικιά σου, γιαγιάκα μου. Όλη η Πόλη δικιά σου…

Από το τελευταίο κάθισμα ενός φτηνιάρικου πούλμαν, 90 χρόνια και 90 θανάτους αργότερα -η εγγονή σου σ’ τη χαρίζει όλη απ’ την αρχή. Μόνο για σένα. Αυτό το ανάκτορο, δικό σου γιαγιά. Και το διπλανό μέγαρο. Και το απέναντι αρχοντικό. Κι αυτό το παλάτι σού έλεγε ο παππούς να το αγοράσετε, αλλά δεν γουστάριζες τον Κεράτιο -μόλις τώρα το αποφάσισα αυτό. Κι εδώ σ’ αυτό το σπίτι ζούσε η κεντήστρα σου. Κι η ράφτρα σου παραδίπλα. Οι μαγείρισσες κι οι καμαριέρες, οι αμαξάδες και τα λαντό, τα μετάξια και τα βελούδα, οι πορσελάνες και τα ασημικά… Όλα δικά σου, γιαγιά.

Η Ισταμπούλ ξεμακραίνει. Η Κωνσταντινούπολη είναι και πάλι εδώ. Η μαμά κι εγώ στην απλώνουμε προσεκτικά στο καρό κουβερτάκι των τελευταίων σου χρόνων. Γιατί για μας τις δυο η μόνη χαμένη πατρίδα ήταν η φωνή σου… H φωνή σου που έσβησε ξερίζωσε την κόρη και την εγγονή σου… Και τώρα όλα επιστρέφουν εδώ. Όλα στη θέση τους. Τα χτες της Λουκίας, της Σύλβας, της Έλενας. Εδώ. Δίπλα στην Αϊντα μας, γιαγιάκα!
Υ.Γ.: Αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο και στη Λουκία Γιαβάσογλου. Το γένος Ρουσσίδου.