Η έκδοση του επίμαχου βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2014) προκάλεσε λυσσαλέες αντιδράσεις ένθεν-κακείθεν του κοινωνικοπολιτικού φάσματος. (Εν μέρει απολύτως κατανοητές από τους συγγενείς των θυμάτων της περιβόητης και μακροβιότερης τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ευρώπη. Αλλά κι εν μέρει εντελώς ακατανόητες από τους μηχανισμούς διαμόρφωσης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης – πολιτικούς, δημοσιογράφους, διανοούμενους κτλ). Ιδίως στη δεύτερη περίπτωση, γράφτηκαν και ειπώθηκαν τόσο εξωφρενικά πράγματα που δικαίως αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται περί… ομαδικής παράκρουσης -ιδίως της εγχώριας ιντελιγκέντσιας- σε μια, κατά τα άλλα, ελεύθερη, δημοκρατική κι ευνομούμενη Πολιτεία. Πολύ δε περισσότερο όταν όλοι αυτοί οι αυτόκλητοι κήνσορες έσπευσαν να κριτικάρουν κι εξορκίσουν προκαταβολικά το εν λόγω βιβλίο πριν καλά-καλά το ξεφυλλίσουν!   

Οι λόγοι για να ασχοληθούμε με το εν λόγω πόνημα δεν οφείλονται στον υπέρμετρο θόρυβο που προκάλεσε. Θεωρούμε ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον, ενίοτε συναρπαστικό (με την αστυνομική ίντριγκα, τις προσωπικές περιπέτειες, τις ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις, και τις όποιες αποκαλύψεις του) κι εν πολλοίς χρήσιμο ντοκουμέντο για το φαινόμενο της τρομοκρατίας στην Ελλάδα. Πρόκειται για την κατάθεση άγνωστων πτυχών της νεότερης Ελληνικής ιστορίας (1973-2002), αλλά και για τη σοβαρότερη μαρτυρία για το αντάρτικο πόλεων στον ελλαδικό χώρο. Δεδομένου δε ότι φέρει την υπογραφή ενός από τους βασικότερους πρωταγωνιστές του, συνιστά πολύτιμο υλικό (ιστορικό, πολιτικό, κοινωνιολογικό, αστυνομικό, εγκληματολογικό, ψυχιατρικό κτλ) τόσο για τους ιθύνοντες -πρωτίστως γι’ αυτούς, για ευνόητους λόγους -όσο και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Το στίγμα του βιβλίου «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» δίνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα στο προλογικό του σημείωμα ως εξής:
«Σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια στο κίνημα (τέσσερα στο μαζικό, τέσσερα στο πολύμορφο, είκοσι στη 17Ν, δώδεκα πολιτικός κρατούμενος), δίχως να απαρνηθώ την προσωπική μου ιστορία, δίνω σε τούτο το βιβλίο τον πρώτο απολογισμό αυτής της πορείας. Και μαζί μια συμβολή στην ιστορία του μεταπολιτευτικού κινήματος της ένοπλης κριτικής. Ενός κινήματος που πήρε μέρος, από το δικό του μετερίζι, στο σφοδρό ιδεολογικό πόλεμο που έρχεται πολύ πριν από τη δράση της 17Ν και θα συνεχίζεται όσο υπάρχει κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση.

Αυτός ο απολογισμός είναι απαραίτητο να μιλήσει με τη γλώσσα της αλήθειας, με την επαναστατική γλώσσα. Αυτονόητα, δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια – θα έρθει η ώρα να ειπωθεί ολόκληρη, να δοθεί όνομα στα πάντα. Όσα ειπωθούν σήμερα, όμως, πρέπει να είναι όλα αλήθεια».

Ο παραπάνω πρόλογος δεν αποσκοπεί στο να σκιαγραφήσει απλώς την ταυτότητα του βιβλίου, αλλά να τονίσει ότι αυτό το πόνημα όφειλε να είναι ένας «συλλογικός απολογισμός των πεπραγμένων της 17Ν» και όχι προσωπικός. Πρόκειται λοιπόν για το ντοκουμέντο ενός φυλακισμένου, το οποίο συνδυάζει αυτοεξομολόγηση προσωπικών εμπειριών, χρονικό ιστορικο-κοινωνικο-πολιτικών γεγονότων, απολογισμό προσωπικής (αλλά και συλλογικής) δράσης του ένοπλου αγώνα, μια χαρτογράφηση των ιδεολογικο-πολιτικών του καταβολών, καθώς και των προβληματισμών και της ευρύτερης κοσμοθεωρίας του.

Ωστόσο, μολονότι ο πρόλογος του συγγραφέα αποτελεί μομφή κατά των τέως συναγωνιστών του, οι οποίοι δεν τόλμησαν να αναλάβουν -όπως αυτός- τις ευθύνες που τους αναλογούν, ο συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς να μας εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό. Από τη μια μεριά διαχωρίζει τη θέση του, αναφορικά με τις ευθύνες, τονίζοντας ότι η συγγραφική κατάθεσή του είναι μια προσωπική μαρτυρία-ντοκουμέντο («Εγώ, από τη μεριά μου, ανέλαβα την προσωπική μου ευθύνη. Και τώρα ανοιχτά, σε πρώτο πρόσωπο, μιλώ για τη βιωματική πορεία, τη διαμόρφωση της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας που με μετέτρεψε στον Αντώνη του παράνομου αγώνα. Τον Αντώνη που αξιώθηκε μια τέτοια εμπειρία, όπως αυτή της 17Ν, όσο του αναλογούσε»). Από την άλλη μιλά πλειστάκις εξ ονόματος της 17Ν (άρα και των υπολοίπων συναγωνιστών του), άλλων επαναστατικών/τρομοκρατικών οργανώσεων, του λαϊκού κινήματος (ως μια «συμβολή στην ιστορία του μεταπολιτευτικού κινήματος της ένοπλης κριτικής», όπως λέει) και του ελληνικού λαού. Συχνά, μάλιστα, χρησιμοποιεί το δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού, προσδίδοντας έτσι μια πλουραλιστική χροιά στα αφηγούμενα, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο δίνεται η αίσθηση ότι η προσωπική περιπέτεια αντανακλά την ευρύτερη συλλογική συνείδηση (αφού ο «ιδεολογικός πόλεμος» προϋπήρχε της 17Ν και θα συνεχίζεται όσο υπάρχει κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση»).

Η άλλη προφανής αντίφαση είναι η εξής: Γιατί, ενώ από τη μια «Αυτός ο απολογισμός είναι απαραίτητο να μιλήσει με τη γλώσσα της αλήθειας», από την άλλη «Αυτονόητα, δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια»; Ποιο ακριβώς είναι αυτό το «αυτονόητο» που επικαλείται, και γιατί δεν αποκαλύπτεται; Μήπως το «αυτονόητο» είναι απλώς άλλοθι συγκάλυψης της αλήθειας; Γιατί αν μετά από τόσες δεκαετίες δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα ολόκληρη η αλήθεια, τότε τι πιθανότητα υπάρχει να συμβεί αυτό σ’ ένα ακαθόριστο μέλλον;

Η συγγραφική κατάθεση του Κουφοντίνα διαμορφώνεται δομικά με γνώμονα τη σχέση αίτιου-αιτιατού, έτσι ώστε το πρώτο (αίτιο) να λειτουργεί ως υπόβαθρο που να φωτίζει κι αιτιολογεί το δεύτερο (αιτιατό). Όπως είναι φυσικό, τα δύο εναλλάσσονται και αλληλοτροφοδοτούν τη γενικότερη αφηγηματική διαδικασία. Ως «αίτια» ο συγγραφέας παραθέτει την ιστορική ανάλυση των γεγονότων: την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, την πασοκική ισοπέδωση, τη μητσοτακική λαίλαπα, την εξάπλωση του ιμπεριαλισμού μέσω της (οικονομικής) παγκοσμιοποίησης, την κάμψη της Αριστεράς κτλ. Ως «αιτιατό» των προαναφερθέντων παρατίθεται η δράση του επαναστατικού/τρομοκρατικού κινήματος, με διάφορα χτυπήματα: στο Συκούριο, το Αστυνομικό Τμήμα Βύρωνα, τα Σεπόλια κτλ.

Το βιβλίο, αν και φαινομενικά διατηρεί μια στοιχειωδώς οργανωμένη δομή, γενικά χαρακτηρίζεται από μια αποσπασματικότητα-σπασμωδικότητα (με αρκετά κενά, εκούσιες ή ακούσιες παραλείψεις, χάσματα, κτλ), συχνές επαναλήψεις, πλατειασμούς και αφορισμούς. Ωστόσο, παρά τις όποιες αδυναμίες του, το βιβλίο δεν είναι το ακατάσχετο παραλήρημα ενός τρομοκράτη-«σίριαλ κίλερ», όπως χαρακτηρίστηκε, που θέλει να ηρωοποιηθεί ή να εξιλεωθεί στη συνείδηση του κόσμου. Αντιθέτως, όσο κι αν «ξεχειλώνει» ή γέρνει, κάποτε, από δω ή από κει, γενικά διακρίνεται από μια λελογισμένη ισορροπία και, όσο γίνεται, αντικειμενική θέαση των πραγμάτων. Υπό την ιδιότητα του συγγραφέα, ο Κουφοντίνας (προσπαθεί να) υιοθετεί μια ευσυνείδητη στάση, μια ψύχραιμη ματιά, χωρίς να παρασύρεται από ανεξέλεγκτες προκαταλήψεις και συναισθηματισμούς. Δεν το πετυχαίνει βέβαια πάντα, σίγουρα όμως το επιχειρεί. Απόδειξη: Όσο δηκτικός και πικρόχολος κι αν είναι προς τον ταξικό εχθρό (το καπιταλιστικό σύστημα και τους εκπροσώπους του), άλλο τόσο ανελέητος είναι και προς την τροφό του, την Αριστερά (για τις αντιφάσεις, κακοδαιμονίες, αγκυλώσεις και παθογένειές της). Γενικά στην (αυτο)κριτική του δεν χαρίζεται σε κανέναν& ούτε στους συντρόφους του αλλά ούτε και στον εαυτό του. Διότι αυτό το αφήγημα μπορεί να είναι – εκτός των άλλων – κι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους «άλλους» (τους ταξικούς εχθρούς αλλά και τους συναγωνιστές του, ιδιαίτερα όσους απαρνήθηκαν, λιποτάχτησαν ή δεν τίμησαν τους αγώνες και τις θυσίες της 17Ν). Περισσότερο όμως είναι ένα ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια (αυτο)κριτική, του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος, της 17Ν και της ατομικής του πορείας σ’ αυτά.

Απ’ αυτή την άποψη, χάσμα μέγα χωρίζει την κοσμοθεωρία της ελληνικής Αριστεράς από τη δική του. Διότι, αν και κλασικός κομμουνιστής, θεωρεί ότι η επίσημη Αριστερά, πέρα απ’ τα απαράδεκτα λάθη της (στρατηγικά, τακτικισμού, κτλ), όχι απλώς συμβιβάστηκε, αλλά και συνεργάστηκε με τον ταξικό εχθρό (ιδίως το πολιτικό κατεστημένο) προδίδοντας τα ιδεολογικά όσια και ιερά της. Εκτός των παραπάνω, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η Αριστερά διακατέχεται από τόσο απηρχαιωμένες δογματικές αγκυλώσεις και κόμπλεξ ηττοπάθειας (ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) που την καθιστούν όχι μόνο ατελέσφορη αλλά και βλαπτική για το επαναστατικό κίνημα.

Ο συγγραφέας αιτιολογεί επιμελέστατα την αναγκαιότητα του επαναστατικού κινήματος και, κατ’ επέκταση, της επαναστατικής βίας, γι’ αυτό και δεν απολογείται (εκτός από τις περιπτώσεις που έτυχε να χτυπηθούν, τυχαία, αθώα θύματα), για τη συμμετοχή του σ’ αυτήν. Εξαρχής δηλώνει απερίφραστα και κατηγορηματικά το μίσος του κατά του «ταξικού εχθρού» (Ελλήνων και ξένων καπιταλιστών κι εκμεταλλευτών του ελληνικού κι όλων των λαών που αισχροκερδούν εις βάρος του/ς λεηλατώντας το μόχθο και τον πλούτο της χώρας του/ς). Είναι προφανές όμως ότι διακατέχεται από το άγχος να πείσει τον αναγνώστη ότι δεν είναι κανένα «ανθρωπόμορφο τέρας», αλλά ένας κανονικός άνθρωπος του λαού, έντιμος, συναισθηματικός, με ευγενή κίνητρα, ιδιαίτερες ευαισθησίες και ανθρωπιστικά ιδεώδη, ο οποίος αγωνιζόταν και αγωνίζεται κατά της αδικίας κι εκμετάλλευσης. Δεν ήταν καθόλου εύκολη η απόφασή του να μπει στην παρανομία. Ούτε λιγότερο εύκολη η ζωή μετά την ένταξή του σ’ αυτήν. Ούτε λίγες οι φορές που ο συγγραφέας πάλεψε με τα ιδεολογικά και ηθικά του διλήμματα – ο αγωνιστής με τον άνθρωπο, καθώς από χαρακτήρα ήταν ειρηνόφιλος, όπως ισχυρίζεται. Έπρεπε όμως να συνταχθεί κατά της βαρβαρότητας (στον επίσημο βρόμικο πόλεμο του ταξικού εχθρού) που καθαγιάζεται και νομιμοποιείται από το Σύστημα και το Κατεστημένο. Εξού και την τρομοκρατία τη βλέπει ως ένα δύσκολο για τον ίδιο, πλην αναγκαίο κακό: (αγνός/τίμιος) πόλεμος των πολλών και αδύναμων, εναντίον στον (βρόμικο) πόλεμο των λίγων και ισχυρών.

Γι’ αυτό και παρ’ όλες τις διαψεύσεις και ήττες που δοκίμασε (ιδεολογικοπολιτικές, κινηματικές, προσωπικές), ο συγγραφέας κάθε άλλο παρά απαισιόδοξος είναι. Παρά τις όποιες πικρίες του, δεν φαίνεται να μετανιώνει για τίποτα. Αντιθέτως, ολόκληρο το βιβλίο του αποπνέει μια ισχυρή νότα αισιοδοξίας η οποία πηγάζει από τη βούληση για «δράση» ή σωστότερα για συνέχιση της προηγούμενης δράσης. Η αισιοδοξία αυτή, εκτός από την αυτονόητη ιδιοσυστασία της προσωπικότητάς του (τη «συναισθηματική ευφυΐα του», κατά τον Νίκο Γιαννόπουλο), προκύπτει κυρίως από τη γείωσή του με τις βαθιές ρίζες των λαϊκών, αγροτικών του καταβολών (ιστορικής κι εθνικής παράδοσης, οικογενειακών αγωνιστικών περγαμηνών, κτλ) απ’ την οποία αντλεί έμπνευση, δυναμισμό, κι ένα αίσθημα ευθύνης για συνέχιση αυτής της ένδοξης κληρονομιάς -για την οποία είναι υπερήφανος και επικαλείται διαρκώς στην αφήγησή του.

Στον πρόλογό του, ο συγγραφέας δεσμεύτηκε πως «Όσα ειπωθούν σήμερα… πρέπει να είναι όλα αλήθεια». Είναι όμως; Όχι ακριβώς «όλα». Κάποιες απ’ τις οφθαλμοφανέστερες παραλείψεις/αποσιωπήσεις του βιβλίου είναι λ.χ. οι εξής: Πρώτον, οι πληροφορίες που δίνονται για την οργάνωση της 17Ν είναι πενιχρότατες, αν όχι εντελώς ανύπαρκτες. Αν και από τις σελίδες του παρελαύνουν ουκ ολίγα πρόσωπα, γεγονότα και δράση, αυτό που κυριαρχεί είναι η μορφή του πρωταγωνιστή Κουφοντίνα. Όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, όταν δεν αποσιωπώνται εντελώς (π.χ. η λειτουργία της οργάνωσης, οι διαβουλεύσεις των μελών της, οι επιχειρησιακές και διαπροσωπικές τους σχέσεις). Ακόμη και η αναφορά στις διάφορες ληστείες για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης γίνεται ελλειπτικά και λειψά.
Δεύτερον, ενώ ο Κουφοντίνας έχει ως ίνδαλμά του τους Τουπαμάρος επαναστάτες, αποφεύγει να εξηγήσει (α) γιατί, εν αντιθέσει με αυτούς, τα μέλη της 17Ν (με εξαίρεση το Σάββα Ξηρό), δρούσαν ως κουκουλοφόροι και (β) γιατί η πλειοψηφία των μελών της 17Ν συνεργάστηκε με τις διωκτικές αρχές, χωρίς να υποστούν βασανιστήρια; Με αυτά τα δεδομένα, κατά πόσο μπορεί και δικαιούται να ισχυρίζεται ο συγγραφέας ότι η 17Ν υπήρξε αυθεντική επαναστατική οργάνωση και όχι «τρομοκρατική-εγκληματική», όπως χαρακτηρίστηκε;

Συμπερασματικά: Το παράδοξο με το βιβλίο του Κουφοντίνα είναι ότι στο θεωρητικό του πλαίσιο -χοντρικά τουλάχιστον- δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς. (Ορισμένα κεφάλαια μάλιστα είναι άρτια και εύστοχα. Το «Αναγκαίος ο απολογισμός» λ.χ. είναι απ’ τις καλύτερες αναλύσεις που έχουν γίνει για το πώς έφτασε η Ελλάδα στη σημερινή κρίση, τα αδιέξοδα των μνημονίων και την υποτέλεια). Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για το «διά ταύτα» του ζητήματος. Διότι, μολονότι ο συγγραφέας θριαμβολογεί ότι τα παραπάνω είχαν προβλεφθεί από τους ίδιους (τους αγωνιστές του επαναστατικού αγώνα), τα αμείλικτα ερωτήματα παραμένουν: Τι ακριβώς έκαναν αυτοί για να τα αποτρέψουν; Γιατί απέτυχε το λαϊκό επαναστατικό κίνημα να αποκτήσει μαζικότητα και να αλλάξει την ελληνική κοινωνία, όπως ευαγγελιζόταν; Πέρα από την τιμωρητική πρόθεση του αντάρτικου πόλεων (με τις χωσιές, και την τακτική του “hit and run”, τις τρομοκρατικές πράξεις ληστειών, δολοφονιών, κτλ) προκειμένου να δοθεί ένα καλό μάθημα στον ταξικό εχθρό (με αποτέλεσμα να δολοφονούνται, κάποτε, και φτωχοί, αθώοι άνθρωποι), τι ακριβώς χρήσιμο και αποτελεσματικό έχει να επιδείξει τελικά η 17Ν όλες αυτές τις δεκαετίες; Διότι η καθεστηκυία τάξη όχι μόνο δεν ανατράπηκε αλλά, αντιθέτως, η «Λερναία Ύδρα του Συστήματος γιγαντώθηκε», όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας! Κι αφού, τελικά, όχι μόνο τίποτα δεν άλλαξε στην ελληνική κοινωνία – απεναντίας πολλά χειροτέρεψαν – μήπως η όλη ιστορία της ένοπλης βίας ήταν πολύ κακό για το τίποτα;

Υ.Γ.: Παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω βιβλίο προσφέρει πολύ και χρήσιμο “food for thought”, σε μια ιστορικά κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Εξ ου και καλό θα είναι να προσεγγισθεί με νηφαλιότητα και όχι συναισθηματισμούς, αν θέλουμε να εμβαθύνουμε, κατανοήσουμε και διδαχτούμε από τα «οικεία κακά»…
(Σημ.: Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις Λιβάνη για την ευγενική προσφορά του βιβλίου τους).


*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι νεοελληνιστής (διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες και είναι βιβλιοκριτικός σε λογοτεχνικά περιοδικά.