Συνηθισμένο το φαινόμενο και παλαιότερα και στις μέρες μας, τις δύσκολες, με τα γνωστά της, τα Ελληνικά της και τ’ αναπάντεχά της. Παλαιός πελάτης, ηλεκτρολόγος και νεαρός τότε ο Θωμάς, γκριζομάλλης σήμερα και ελαφρώς καταβεβλημένος, εμφανίστηκε ξαφνικά στα καινούργια γραφεία της εφημερίδας. Τώρα που έχουμε και ειδικό δωμάτιο υποδοχής, τον συνόδεψε εκεί η αρμόδια συνάδελφος και πήγα να τον συναντήσω. Παρά τις από τηλεφώνου περιγραφές και την σχετική έρευνα που είχα κάνει πριν πάω να τον συναντήσω, λίγα κατάφερα και μπήκα στο δωμάτιο υποδοχής τραγουδώντας, από μέσα μου, «Μαύρη είναι νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι».
– Πού να με θυμάσαι κύριε Κώστα. Πέρασαν τόσα χρόνια και εγώ γέρασα, χόντρυνα, μαράθηκα, βασανίστηκα, υπέφερα. Εσένα μια χαρά σε βλέπω. Και μόνο αυτό που μου είπε, ότι με βλέπει μια χαρά, του άξιζε του παλικαριού να τον κεράσω καφέ και αν είχα και παγωτό ακόμη καλύτερα κι ας έκανε ψόφο έξω.
«Κύριε Κώστα, ήλθα κάποτε, νεαρό παλικάρι, μόλις τελείωσα τη θητεία μου, σπούδασα, δούλεψα καλά. Θυμάμαι την πρώτη διαφήμιση στην εφημερίδα την έβαλα μία εβδομάδα αφότου τελείωσα τη σχολή. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, καλή κοπέλα η γυναίκα μου, όμορφη, νοικοκυρά, καλή μάνα, καλή σύζυγος, αλλά εξαιτίας των γονέων της, χάλασε το σπίτι της, την οικογένειά της».
Ευτυχώς, κτύπησε το τηλέφωνό μου και ο Θωμάς σταμάτησε, αναγκαστικά, την αφήγηση των… παθών του και περίμενε. Σκέφτηκα να του πω πως δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου και να τον αναγκάσω να επανέλθει, εν συντομία, στον πραγματικό σκοπό της επίσκεψής του. Μετάνιωσα. Σκέφτηκα πως έχω παιδιά στην ηλικία του και πως κάποια στιγμή, σε κάποια περίπτωση, ίσως είχαν ή θα έχουν την ανάγκη να εκμυστηρευτούν κάτι σε κάποιον, έτσι για να φύγει το βάρος από πάνω τους. Με τη χαρά ή την ευτυχία, δεν ξαλαφρώνεις όταν αναφέρεσαι σ’ αυτές, απλούστατα γιατί δεν έχουν κανένα βάρος. Η πίκρα, το παράπονο, η θλίψη, ο πόνος έχουν το βάρος τους, πολλές φορές ασήκωτο και κάπου θέλεις να τα πεις να ξαλαφρώσεις, ν’ ακουμπήσεις για λίγο, για όση ώρα διαρκέσει η αφήγηση, για όση ώρα προσποιούνται οι άλλοι πως σε προσέχουν ή πραγματικά σε προσέχουν και σε συμπονούν. Ξεκίνησε την αφήγηση, κάναμε διάλειμμα, καπνίσαμε ένα τσιγαράκι, συμπλήρωσε με λεπτομέρειες στο γραφείο και με αποχαιρέτησε, κλείνοντας την αυλαία του δράματος καπνίζοντας ένα ακόμη τσιγαράκι, στο πεζοδρόμιο, με συντροφιά το παγωμένο αεράκι.
Ήλθε στα είκοσι, σπούδασε ηλεκτρολόγος, παντρεύτηκε την Σοφία, έρωτας δυνατός, όπως λέει ο Θωμάς, δούλεψε και ο «Θεός μας χάρισε ένα αγοράκι και δεν μας έδωσε άλλο παιδί» όπως ξαναλέει, με κάποιο παράπονο. Έφυγε στα 40 του για την Ελλάδα με την σύζυγο και το παλικαράκι του.
Είχε δίκιο τότε η Σοφία. Οι γονείς της από χρόνια στη Γερμανία και οι γονείς του Θωμά στην πατρίδα, στην Κρήτη. «Από την Ελλάδα θα μπορούσε να πετάγεται, πιο εύκολα, να βλέπει τους γέρους της στο Μόναχο, δύο βήματα είναι αν το συγκρίνεις». Φεύγοντας πούλησαν το σπίτι τους στο Northcote και αγόρασαν στην Αθήνα κάπου στο Περιστέρι. Δούλεψαν και οι δύο και ήταν όλα μέλι-γάλα, μέχρι που ήλθε η ώρα να σπουδάσει ο μοναχογιός.
Να σπουδάσει στην Αυστραλία έλεγε ο Θωμάς, Αυστραλός είναι.
Στη Γερμανία επέμενε η Σοφία, και θα είναι κοντά στη γιαγιά και τον παππού είναι και δύο βήματα από την Ελλάδα για να πηγαίνουμε να τον βλέπουμε.
Αυστραλία ο Θωμάς, που είναι η πατρίδα μας, Γερμανία η Σοφία, που είναι η καλύτερη χώρα της Ευρώπης και είναι και κοντά, δύο βήματα από την Ελλάδα μας. Κέρδισε η Σοφία και πήγε και «άραξε» στο Μόναχο μέχρι να «εγκλιματιστεί το παιδί» και να δει και λίγο τους… γέρους. Ένα χρόνο έκανα υπομονή. Κάποιος έπρεπε να δουλέψει, κάποιος έπρεπε να τους στέλνει χρήματα.
Σε ένα χρόνο η Σοφία πήγε και ήλθε Αθήνα – Μόναχο τρεις φορές, Ομόνοια -Πατήσια το είχε κάνει κ. Κώστα μου. Έμεινε μόνο, συνολικά, τρεις εβδομάδες στην Αθήνα για να με δει και να με πείσει να πουλήσουμε το σπίτι μας στην Ελλάδα και να πάμε να ζήσουμε στην όμορφη Γερμανία με το παιδί και τους … γέρους που είναι … μετρημένα τα χρόνια τους.
«Τι να πουλήσεις αυτή την εποχή στην Ελλάδα, κ. Κώστα μου; Και πόσα είναι τα μετρημένα χρόνια των γέρων, κ. Κώστα μου, και πού θα δουλέψω χωρίς γλώσσα στη Γερμανία, κ. Κώστα μου;»
Είπε, λέει, ο Θωμάς κοφτά, με ύφος που δεν επιδέχονταν αντιρρήσεις, ή Αυστραλία που είναι η πατρίδα μας ή Ελλάδα και πάμε μαζί μία φορά το χρόνο να δούμε το παιδί και τους γέρους και το παιδί θα έρχεται στις διακοπές. Η Σοφία απέκλεισε χαμογελαστά την Αυστραλία και με πολλή αγάπη του είπε πως δεν το κουνάει από την Γερμανία όσο σπουδάζει το παιδί και όσο ζουν οι γέροι.
«Πήγαινε στην Αυστραλία που την αγαπάς και σου αρέσει, δούλεψε και στείλε κανένα δολάριο στο παιδί σου και στη γυναίκα σου σαν καλός σύζυγος και πατέρας».
Κύριε Κώστα, να βάλουμε καμία διαφήμιση ν’ αρχίσω να δουλεύω μέχρι να δω τι θα κάνω.
– Ό,τι σε φωτίσει, Θωμά μου.