Η Βασιλική Επιτροπή (Royal Commission), που διόρισε η κυβέρνηση Άμποτ για να ερευνήσει τη διαφθορά στο συνδικαλιστικό κίνημα, συνεχίζει να καταγράφει τις μαρτυρίες των εργοδοτών του οικοδομικού κλάδου καθώς και τις μαρτυρίες εν ενεργεία και πρώην συνδικαλιστών.
Τις τελευταίες μέρες, η Επιτροπή έχει βάλει στο στόχαστρο το Συνδικάτο Κατασκευών, Υλοτομίας, Ορυχείων και Ενέργειας (CFMEU), το οποίο κατηγορούν οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες για εκφοβισμό, διαφθορά, συνωμοσίες και εκβιασμούς, περιγράφοντάς το ως μια ομάδα αδίστακτων «αλητών» που τους κάνουν τη ζωή δύσκολη.
Η όλη ιστορία, βέβαια, κάθε άλλο παρά καινούργια είναι και δεν ακούγονται για πρώτη φορά οι πιο πάνω κατηγορίες εναντίον συνδικάτων και συνδικαλιστών.
Ο «πόλεμος» μεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτών πάει δεκαετίες πίσω και οι αντιπαραθέσεις έχουν περάσει από διάφορες φάσεις.
Συνήθως, οι σχέσεις οξύνονται όταν ανέρχονται στην εξουσία συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει με την κυβέρνηση Άμποτ και συνέβη πριν μια δεκαετία με την κυβέρνηση Τζον Χάουαρντ, της οποίας ο κ. Abbott ήταν πρωτοκλασάτο στέλεχος.
Με λίγα λόγια, τις αποτυχημένες προσπάθειες της κυβέρνησης Χάουαρντ να διαλύσει το συνδικαλιστικό κίνημα της Αυστραλίας, συνεχίζει η ακόμα πιο συντηρητική κυβέρνηση του Άμποτ.
Όπως είναι γνωστό η κυβέρνηση Χάουαρντ προσπάθησε με τις εργασιακές «μεταρρυθμίσεις» της, το περιβόητο workchoices να υπονομεύσει τη δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος και κατ’ επέκταση της διαπραγματευτικής δυνατότητας των εργαζομένων, έχοντας διορίσει παράλληλα τη δική της Βασιλική Επιτροπή για να φέρει στην επιφάνεια τη διαφορά που επικρατούσε, τότε, στα συνδικάτα.
Βεβαίως υπάρχουν και διεφθαρμένοι συνδικαλιστές, όπως υπάρχουν διεφθαρμένοι πολιτικοί, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι και λοιπά. Σε όλους τους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας, υπάρχουν διεφθαρμένα άτομα και αυτό είναι γνωστό σε κάθε πολίτη της χώρας.
Στην προκειμένη περίπτωση, στόχος και της κυβέρνησης Abbott δεν είναι η πάταξη της διαφθοράς στο συνδικαλιστικό κίνημα -η διαφθορά είναι το πρόσχημα. Ο πραγματικός στόχος είναι η αποδυνάμωση των Συνδικάτων, ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων και να «λειτουργεί» πιο αποδοτικά για τους «επενδυτές» η οικοδομική βιομηχανία.
Παράλληλος στόχος είναι και η αποδυνάμωση του Εργατικού Κόμματος, που έχει ιστορικούς δεσμούς με το συνδικαλιστικό κίνημα (στα συνδικάτα, άλλωστε, οφείλεται και η ίδρυσή του) γι’ αυτό και η κυβέρνηση Άμποτ (όπως και οι προηγούμενες) κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να συνδέσει τους «διεφθαρμένους» συνδικαλιστές με το Εργατικό Κόμμα. Την κυβέρνηση συνδράμουν στην προσπάθειά της τα ΜΜΕ με δόλιες «προαγωγές» μελών κομματικών οργανώσεων σε «στελέχη» του Εργατικού Κόμματος, δημιουργώντας τη λανθασμένη εντύπωση στους ανυποψίαστους πολίτες, ότι το CFMEU και άλλα «διεφθαρμένα» συνδικάτα ελέγχουν το Εργατικό Κόμμα σε κοινοπολιτειακό και πολιτειακό επίπεδο.
Στο προαναφερόμενο κυβερνητικό σχέδιο έχουν ενταχθεί και οι νέες «έρευνες» με τους εργοδότες να κατηγορούν τους συνδικαλιστές και τους δεύτερους την εργοδοσία και την κυβέρνηση.
Μεταξύ των εργοδοτών που κατάθεσαν στη Βασιλική Επιτροπή την περασμένη εβδομάδα ήταν ο διευθυντής και επτά υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρίας Boral, που προμηθεύει μπετό, τούβλα και άλλα οικοδομικά υλικά στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες καθώς και διευθυντής της γνωστής εταιρίας οικοδομών Crocon, Daniel Grollo.
Στην κατάθεσή του, ο διευθυντής της Boral, Mike Kane, δήλωσε ότι το CFMEU επέβαλε απαγορεύσεις σε πολλούς χώρους ανέγερσης μεγάλων οικοδομών γιατί η εταιρία του, παρά τις προειδοποιήσεις του συνδικάτου συνέχιζε να εφοδιάζει την Crocon του Grollo με την οποία το CFMEU βρισκόταν σε διαμάχη.
Ο διευθυντή της Boral κατηγόρησε το συνδικάτο για εκβιασμό και εγκληματική συνομωσία παρέμβασης στον εργασιακό χώρο.
Παρόμοιες κατηγορίες επιστράτευσε και ο Daniel Grollo, ο οποίος είπε ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κυριαρχήσει η αλητεία στον οικοδομικό τομέα. Η έρευνα της Βασιλικής Επιτροπής συνεχίζεται.
Εν τω μεταξύ, δόθηκε την παρελθούσα Παρασκευή στη δημοσιότητα το πόρισμα έρευνας των καταγγελιών σε βάρος στελεχών του CFMEU για διαφθορά και διασυνδέσεις με τον George Alex, κατηγορούμενο για αξιόποινες δραστηριότητες, που διενέργησε ο δικηγόρος, Tony Slevin.
Ο ομοσπονδιακός γραμματέας του CFMEU, Michael O’Connor, στον οποίον είχαν γίνει οι καταγγελίες δήλωσε, ότι «η εξονυχιστική έρευνα διήρκεσε επτά μήνες και εξετάσθηκαν εκατοντάδες έγγραφα και αρχεία του συνδικάτου, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία σε βάρος στελεχών του». Ο κ. O’Connor ανακοίνωσε, ότι το πόρισμα της έρευνας θα υποβληθεί στη Βασιλική Επιτροπή και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής κάποιων κανονισμών του συνδικάτου. Ο κ. Slevin, κορυφαίος δικηγόρος του Σίδνεϊ, αποφάνθηκε, ότι «εξέτασε ενδελεχώς όλες τις καταγγελίες και διαπίστωσε, ότι δεν ευσταθούν».
Όμως, ένας από τους κατηγόρους του συνδικάτου, ο Brian Fitzpatrick, δηλώνει απογοητευμένος από το πόρισμα της έρευνας του κ. Slevin και για τούτο προσβλέπει στην κατάθεσή του στη Βασιλική Επιτροπή.