«Eυπειθώς αναφέρω στρατιώτης Φιλίππου Κυριάκος»

Στα 18 του ήταν ο Κυριάκος εκείνες τις μαύρες μέρες του Ιούλη και τότε ήταν που έμαθε τι σημαίνει πόλεμος αλλά και… τι σημαίνει φιλία

Ο πόλεμος όπως και ο έρωτας, χρόνια δεν κοιτούν. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται σε κάθε πόλεμο. Τα θύματά του και οι θύτες του, άνθρωποι κάθε ηλικίας. Και ο Κυριάκος Φιλίππου, κάτοικος Μελβούρνης σήμερα, αλλά κάτοικος Κύπρου το 1974 και μόλις 17 χρόνων όταν ο πόλεμος χτύπησε την Κύπρο και μόλις είχε καταταγεί στο στρατό.

Ο «ευπειθώς αναφέρω στρατιώτης Φιλίππου Κυριάκος, 281 Τάγμα Πεζικού» μεγάλωσε στο Πέρα Χωριό Νήσου. «Η καταγωγή μου είναι από τη Λεύκα, που ήταν μία κωμόπολη με κατοίκους, κυρίως, Τουρκοκύπριους. Όταν έγιναν τα επεισόδια το 1963-1964, μας έδιωξαν από την Λεύκα και ως τουρκόπληκτοι -δεν ονομαζόμασταν πρόσφυγες, ονομαζόμασταν τουρκόπληκτοι τότε- πήγαμε στο χωριό απ’ όπου καταγόταν η μητέρα μου» είναι τα πρώτα του λόγια του Κυριάκου καθώς αρχίζει η κουβέντα μας. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Κυριάκος θεωρεί τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια πολύ σημαντική. Ήταν μία λεπτομέρεια που ο ίδιος πιστεύει ότι του έσωσε τη ζωή.

Από τις πρώτες μέρες της θητείας του, ο Κυριάκος γνώρισε τι σημαίνει διχασμός… και τι σημαίνει η ετικέτα… «ανεπιθύμητος». «Το κλίμα ήταν πάρα πολύ φορτισμένο εκείνες τις μέρες. Εκείνο τον καιρό η χούντα χώριζε τους αριστερούς από τους δεξιούς. Υπήρχε έξτρα μεταχείριση για τους αριστερούς. Όπως γινόταν στην Ελλάδα, γινόταν το ίδιο πράγμα και στην Κύπρο. Εγώ δεν ήμουν κομμουνιστής, αλλά έτσι με κατατάξανε, γιατί ήμουν γραμμένος σε μία οργάνωση η οποία ανήκε στην αριστερά, την ΠΕΟ. Το στρατόπεδο που με είχαν ήταν τάγμα ανεπιθύμητων, δηλαδή είμαστε αριστεροί και αυτοί που θα έπρεπε να πάνε στην πρώτη γραμμή, αυτοί που θα σκοτώνονταν πρώτοι. Στο στρατό έμαθα ότι εχθροί ήταν πρώτα οι κομμουνιστές και μετά οι Τούρκοι».

Αυτά ήταν τα συνθήματα που φώναζαν εκείνο τον καιρό και η σιωπή στο στρατόπεδο, το σκυμμένο κεφάλι και το ερμητικά κλεισμένο στόμα ήταν η καλύτερη συνταγή για να επιβιώσει ο Κυριάκος στο στρατόπεδο.

«Τις πρώτες 40 μέρες που κάναμε την εκπαίδευση δεν θυμάμαι να πηγαίναμε όρθιοι να φάμε. Γονατιστοί πάνω στα χαλίκια πηγαίναμε».
Το πραξικόπημα τον βρήκε στο πειθαρχείο. «Ήταν Δευτέρα, περίπου η ώρα 8 όταν σήμανε συγκέντρωση στρατοπέδου, με έβγαλαν από το πειθαρχείο και μαζευτήκαμε όλοι και μας ανακοίνωσαν ότι έγινε πραξικόπημα. Αμέσως μας πήραν όλα τα ραδιόφωνα για να μην ακούμε τίποτα. Μας έβαλαν στα φορτηγά και μας πήγαν κατ’ ευθείαν στη Λευκωσία για να λάβουμε μέρος στο πραξικόπημα. Να σκοτώσουμε τον Μακάριό μας, αυτή ήταν η διαταγή».

Με αυτήν τη διαταγή και για τις επόμενες μέρες, ο Κυριάκος και οι υπόλοιποι του τάγματός του, αλώνιζαν την Κύπρο για να βρουν και να σκοτώσουν τον εκθρονισμένο ηγέτη.

20η ΙΟΥΛΙΟΥ 1974

Παρά το γεγονός ότι λόγος για εισβολή δεν γινόταν από κανέναν ανώτερο στους στρατιώτες, ο Κυριάκος, που είχε αναλάβει το ρόλο του ασυρματιστή, πρωτάκουσε ότι επίκειται εισβολή το πρωί της Παρασκευής.
«Μου έδωσαν διαταγή να μην πω τίποτα στους υπόλοιπους. Δεν άντεξα, όμως, το είπα. Σαν πρόβατα που πηγαίναμε για σφαγή μας είχαν. Καμία πληροφορία».
«Ήμασταν στρατιώτες και δουλειά μας ήταν να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, καιρό να φοβηθούμε δεν είχαμε, αλλά θα έπρεπε να ξέρουμε τι συμβαίνει» λέει.
Και μέσα σε ένα 24ωρο ήρθε και η σφαγή…

«Στις τρεις το απόγευμα της Παρασκευής φύγαμε από το ΚΕΝ Πάφου για να μας πάνε κάπου. Κανένας δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Ήμασταν 30-40 φορτηγά. Καταλήξαμε στο στρατόπεδο της Αθαλάσσας. Ένα λόχο τον πήραν και τον έστειλαν στην Αμμόχωστο, γιατί πίστευαν ότι η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων θα γινόταν απ’ εκεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή καμία κουβέντα στους φαντάρους ότι επίκειται εισβολή. Η διοίκηση σίγουρα το ήξερε, όλος ο κόσμος το ήξερε, μόνο οι φαντάροι δεν το ήξεραν. Πριν ξημερώσει το Σάββατο, μας πήραν από το στρατόπεδο, μας έβαλαν στα φορτηγά και μας είπαν ότι θα πηγαίναμε στο δικό μας στρατόπεδο, αλλά για αλλού μας προόριζαν. Στο δρόμο που πηγαίναμε άρχισε να φωτίζει».

Μαζί με το πρώτο φως της μέρας ήρθε και η αστραπή του πολέμου… «Όπως πηγαίναμε, είδαμε τα πρώτα τουρκικά αεροπλάνα, ήταν τα αεροπλάνα που θα έριχναν λίγο παραπέρα τους πρώτους αλεξιπτωτιστές, πετούσαν μία τουφεκιά πάνω απ’ τα κεφάλια μας 50 μέτρα μπορώ να σου πω. Πίσω απ’ αυτά τα αεροπλάνα ερχόντουσαν άλλα βομβαρδιστικά και εκείνα ήταν που μας έκαναν στάχτη».

Δεκατρείς φαντάροι χάθηκαν σε εκείνους τους βομβαρδισμούς. Η φάλαγγα του Κυριάκου ήταν ο δεύτερος στόχος των τουρκικών βομβαρδισμών μετά την εισβολή. Οι πρώτοι βομβαρδισμοί έγιναν σε μία αεροπορική βάση.

Στο πλευρό του Κυριάκου και ο Μάμας Καζάζης. Τα δύο 18χρονα παιδιά προσπαθούσαν να καλυφθούν από τις βόμβες και τις σφαίρες των μυδραλιοβόλων που έπεφταν βροχή.

Η φωνή του Κυριάκου αλλάζει καθώς μιλά για τον Μάμα… Ψιθυρίζει καθώς μιλάμε…
Ανέβηκα στο φορτηγό να πιάσω τον όλμο να τον δώσω στο Μάμα να αμυνθούμε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, δεν είδα πώς έγινε, μία σφαίρα μυδραλιοβόλου τον πέτυχε στο πόδι. Του το έκοψε στα δύο» μου λέει.

Και αυτή η εικόνα δεν ήταν η… «χειρότερη» της μέρας.
«Όταν μας άφησαν οι Τούρκοι, οι περισσότεροι έφυγαν όπως-όπως, αλλά εμένα μου έδωσαν τη διαταγή να μείνω εκεί. Ήταν για να μαζέψουμε τους τραυματίες». Και δεν ήταν μόνο γι’ αυτό, ήταν και για να θάψουν και τους 13 νεκρούς. Σε έναν τάφο. «Δεν τον σκάψαμε, ήταν ένας λάκκος που άνοιξε μία από τις βόμβες που δεχθήκαμε από τους Τούρκους. Εκεί τους βάλαμε. Και πάνω-πάνω στο σορό βάλαμε τον Μενέλαο, έναν ανθυπολοχαγό, ένα παιδί που ήταν να απολυθεί στις 20 του Ιούλη και την μέρα εκείνη που ήταν να απολυθεί σκοτώθηκε. Δύο εβδομάδες μετά ήρθε η μάνα του και τον ζητούσε, ήθελε τη σορό του. Πήγαμε τον ξεθάψαμε και τον δώσαμε στη μάνα του» μου λέει.

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑ

«Δεν θέλω να σου πω για την αιχμαλωσία μου. Μόνο αυτό θα σου πω. Πιάστηκα στις 19 Αυγούστου και με άφησαν στις 28 Οκτωβρίου. Θέλω να σου πω, όμως, πώς γλίτωσα το εκτελεστικό απόσπασμα».

Ο Κυριάκος αιχμαλωτίστηκε κοντά στη Λεύκα, το χωριό του πατέρα του. Μέσα σε ένα ξωκλήσι τον βρήκαν οι Τούρκοι μαζί με τους υπόλοιπους τρεις φαντάρους. Το τάγμα τους είχε διαλυθεί και αυτοί προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να επιστρέψουν στη βάση τους. Άτακτος στρατός, άτακτη υποχώρηση.

«Δεν ξέραμε ότι εκείνα τα μέρη ήταν πλέον υπό τουρκική κατοχή. Στα τυφλά πηγαίναμε, στα τυφλά προσπαθούσαμε. Όταν μας πιάσανε, λοιπόν, οι Τούρκοι μας πήγαν στη Λεύκα και έφεραν κάποιον να μας ανακρίνει. Εγώ δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, αλλά έτυχε να του πω ότι ήμουν από τη Λεύκα. Με ρώτησε τότε να του πω ποιος ήταν ο πατέρας μου και του είπα. Μου λέει τότε «φίλε μου μην κάνετε καμιά βλακεία και προσπαθήσετε να φύγετε διότι η διαταγή μόλις τελειώσει η ανάκριση είναι να σας σκοτώσουν. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα να σε σώσω, είμαστε πολύ καλοί φίλοι με τον πατέρα σου και θα προσπαθήσω να πάω να βρω τον Τούρκο αρχηγό της Αστυνομίας στη Λεύκα, είναι ο μόνος που μπορεί να σας σώσει».

Δεν θέλω να μιλήσω για την αιχμαλωσία επαναλαμβάνει ο Κυριάκος. Και, ναι, παρ’ όλη την τραγωδία του πολέμου, παρ’ όλες τις μαρτυρικές πληγές που αφήνει στην ψυχή του Κυριάκου, ο πόλεμος δεν κατάφερε να επισκιάσει την ανθρωπιά.

«Ήταν 2.00 η ώρα το πρωί, αυτό θέλω να τονίσω για να δεις τι σημαίνει φιλία. Αυτός ο αρχηγός της Αστυνομίας σηκώθηκε 2.00 το πρωί ήρθε μίλησε και μας πήρε και μας πήγε στη Λεύκα στα διοικητήρια της Αστυνομίας εκεί. Κατόπιν μας πήρε και μας πήγε στο κρατητήριο στη Λευκωσία για να γλιτώσουμε. Μετά έμαθα ότι αυτός ο Τουρκοκύπριος αρχηγός της Αστυνομίας ήταν φίλος του πατέρα μου. Εγώ δεν ξέρω πολλούς αστυνόμους δικούς μας να σηκωθούν δύο το πρωί γιατί ο γιος του φίλου τους, που είναι Τούρκος, πιάστηκε αιχμάλωτος για να τον γλιτώσουν» λέει και προσθέτει: «Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο, μόνο αυτό».