Ζούμε σε μια χώρα όπου τρεις υπουργοί -ΤΡΕΙΣ- επισκέπτονται στο νοσοκομείο έναν ελαφρά τραυματισμένο τουρίστα. Έναν Αυστραλό που μες στο σύστριγκλο με τον Μαζιώτη χτυπήθηκε από κάτι θραύσματα στον αστράγαλο.
Λυπηρό. Όντως. Δεν έφταιγε ένα 19χρονο παλικάρι που έτρωγε χαρωπά το σουβλάκι του να βρεθεί κομπάρσος σε υπερπαραγωγή του Τζέιμς Μποντ. Μέχρι εκεί όμως. Γιατί από κει κι ύστερα, το τερματίζουμε: σε μια σκυταλοδρομία του παραλόγου το «ατυχές γεγονός» πήρε διαστάσεις εθνικού πένθους.
Τρεις υπουργοί, λέμε. Ούτε ένας, ούτε δυο. ΤΡΕΙΣ. Πήγε ο Κικίλιας. Πήγε η Κεφαλογιάννη. Πήγε ο Βορίδης -ο οποίος Βορίδης έκανε δηλώσεις συντετριμμένος, πένθιμος, μπάσος, σπηλαιώδης, ερείπιο, ένα κουρέλι της ζωής. Είπε στις κάμερες ότι -επί της ουσίας- μια χαρά είναι το παιδί κι οσονούπω θα την κάνει για Μύκονο. Εκτός κι αν περιμένει να γυρίσει ο πρωθυπουργός να του αλλάξει την πάπια.
Θα μου πεις, τουρίστας χτυπήθηκε, να τον φτύσουμε; Όχι, να μην τον φτύσουμε. Να τον πάμε στο νοσοκομείο, να τον φροντίσουμε, να ειδοποιήσουμε την πρεσβεία του, την οικογένειά του, την γκόμενά του -όποιον θέλει, τέλος πάντων. Άντε να πάει και η Κεφαλογιάννη -ως υπουργός Τουρισμού- να του πει ένα «get well soon». Ένα «we wish you a speedy recovery». Ένα «we wish you a Merry Christmas». Να του φέρει και κάνα λουλούδι, κάνα λουκούμι -κι όξω απ’ την πόρτα.
Πάντα με ταράζανε βαθιά οι λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες». Η «κακιά στιγμή». Ο περαστικός. Ο αθώος. Ο διαβάτης. Ο «σε λάθος μέρος την λάθος ώρα». Το θύμα συγκυριών και περιστάσεων.
Το λυπήθηκα το παλικάρι. Ένα νέο παιδί ήρθε από την πατρίδα του να γνωρίσει τον τόπο μας. Καθόταν στη λιακάδα, ετοιμαζόταν να φύγει για τα νησιά και περνούσε μια χαρά. Δεν έφταιγε σε τίποτα. Απολύτως τίποτα. Κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, να βρεθείς με θραύσμα στον αστράγαλο; Και με τρεις υπουργούς μπαστακωμένους πάνω απ’ το κεφάλι σου; Μη σου τύχει, Παναγία μου!
Όμως, με ενόχλησε η εικόνα των τριών υπουργών. Πολύ. Με θύμωσε. Με εξόργισε. Ίσως να την είχα περάσει ντούκου αν λίγες μέρες πριν -σε ένα άλλο νοσοκομείο- ένας συμπατριώτης μας δεν άφηνε την τελευταία του πνοή επειδή ΕΠΙ ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ένας γιατρός αρνιόταν να τον εγχειρήσει, γιατί δεν τσέπωνε φακελάκι.
Δεν τα βρίσκανε, βλέπεις, στα φράγκα. Ο γιατρός ζητούσε 1.500. Ο ασθενής δεν τα είχε. Οι μέρες περνούσαν. Ο όρκος του Ιπποκράτη (για άλλη μια φορά) έγινε σφουγγαρόπανο. Κι ο άνθρωπος έφυγε από τη ζωή. Και, βέβαια, πέσανε όλοι μονοί – διπλοί κατόπιν εορτής. Ή -μάλλον- μετά θάνατον. Ένας θάνατος κοστολογημένος: 1.500 ευρώ -κι ούτε καν σε τουριστικό συνάλλαγμα!
Μέσα στην ατυχία του, ο 19χρονος Αυστραλός φτηνά τη γλίτωσε. Κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Όχι «για να μην πληγεί ο τουρισμός μας»: για να μη χαθεί μια ζωή. Η ζωή ενός νέου, γέρου, αλλοδαπού, ντόπιου, κοντού, ψηλού, άσχημου, όμορφου, αδύνατου, παχύσαρκου -τι σημασία έχει; Η ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου.
Από κει κι ύστερα όμως, δεν νομίζω ότι αν αυτό συνέβαινε σε έναν Έλληνα τουρίστα στην Αυστραλία -συνομοταξία που τελεί υπό εξαφάνισιν- θα παρήλαυνε όλο το Υπουργικό Συμβούλιο να του αλλάζει κατωσέντονα. Και μάλιστα την ίδια στιγμή που οι Έλληνες -οι οποίοι όλως τυχαίως φορολογούνται για μια ανύπαρκτη περίθαλψη- ζητιανεύουν στα ράντζα φραγκοδίφραγκα για το φακελάκι του «λειτουργού».
Είπαμε τους θέλουμε τους τουρίστες. Είπαμε να τους περιποιηθούμε τους τουρίστες. Είπαμε να τους κανακέψουμε τους τουρίστες. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να βάλουμε τον Μεϊμαράκη νυχτερινή αποκλειστική να πλέκει βελονάκι στο προσκεφάλι τους, υπάρχει μια άλφα απόσταση. Άλλο παροχή υπηρεσιών, άλλο πλένουμε το σώβρακο στο χέρι. Άλλο ποιότητα, άλλο δουλικότητα. Γιατί εδώ πια αγγίξαμε την ξεφτίλα. Και την αγγίξαμε με θεαματικά αποτελέσματα. Για άλλη μια φορά.
Περαστικά στο παλικάρι. Και πού ‘σαι, αγόρι μου. Αν έρθει ένας κύριος ευγενικός, ασπρομάλλης να σου κάνει ενδοφλέβια, μην τον αφήσεις. Ο Παπούλιας είναι!