Γράφω για να μην ξεχνώ, γράφω για να μη γίνω κι εγώ ένα με αυτούς που θυμούνται εκείνο το πικρό καλοκαίρι, μια φορά το χρόνο. Πορεία διαμαρτυρίας! Τρέχω μαζί με τους άλλους στους δρόμους, ν’ακουστεί η φωνή μας στα πέρατα του κόσμου.

Τι ειρωνεία…. για πια φωνή μιλάμε; Γι’ αυτή που δεν έχει πάει -τόσα χρόνια- πέρα από την Πράσινη Γραμμή;
Κάθε χρόνο μετρώ λιγότερες φωνές διαμαρτυρίας, στις διάφορες εκδηλώσεις για την εισβολή και κατοχή στην Κύπρο μας, φέτος είναι σίγουρα ακόμα κατά δύο πιο λίγες, δύο φωνές αγαπημένες δεν θα ξανακουστούν.

Έφυγαν… Και στη θέση τους έμεινε το βαθούλωμα του βράχου, αφού τόσα χρόνια τους ξεγελούσε το ψεύτικο φίλημα της θάλασσας. Της Θάλασσα της Ελπίδας, που μέχρι την τελευταία στιγμή τους γλυκοφιλούσες μέχρι που τους έφαγες τα σωθικά.

Μάνα, Πατέρας, πρόσωπα υπαρκτά μέχρι πριν λίγο καιρό, έφυγαν με το πικρό παράπονο της επιστροφής. Έφυγαν και οι τελευταίοι ήρωες της οικογένειας. Περίμεναν έναν γιο που δεν πρόλαβαν ν’ αγκαλιάσουν, να χαρούν τον γυρισμό του γιού του αγνοούμενου.

Περίμεναν να ξανακούσουν τον ήχο του ποταμού που περνά έξω από την αυλή του σπιτιού τους και πότιζε τις λεμονιές του χωριού, δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν φίλησαν αγαπημένα και αλησμόνητα πρόσωπα και πράγματα. Δεν είπαν αντίο στα μνήματα των αγαπημένων τους.
Τους κούρασε η αγωνία, η αγρυπνία, ο πόνος. Απογοητευμένοι έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι και οι δύο μέσα στον ίδιο χρόνο. Η μάνα πρώτη. Της φόρεσαν τα καλά της ρούχα με το μελιτζανί τζεμπέρι. Η τελευταία της γενιάς της που φορούσε ακόμα το σύμβολο της Κύπριας. Ντυμένη με τα καλά της έτοιμη να συναντήσει τον γιο που τόσα χρόνια τον περιμένει, τον κλαίει… Ζωντανός; Πεθαμένος; ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ.

Την ακολούθησε σε λίγους μήνες ο πατέρας, αυτός ο λεβεντόγερος που όταν της έκλεινε τα μάτια με τα ροζιασμένα του χέρια, της είχε υποσχεθεί γρήγορη αντάμωση. Δεν της έδεσε τα χέρια, ούτε σφάλισε τα μάτια της με δύο νομίσματα- για το αγώγι- για να δει και να αγγίξει πριν φύγει από την γη, τα αγαπημένα, ποθητά μέρη. Το χωριό, το σπίτι της, να σεργιανίσει η ψυχή της στα στενά δρομάκια, να ξεδιψάσει από το ποτάμι, να γυρίσει όλες τις εκκλησίες, και τελευταία να περάσει, να ψάξει τες βουνοκορφές του Πενταδάκτυλου, εκεί που της έχουν πει ότι τον είδαν ζωντανό για τελευταία φορά τον μοναχογιό της.

Γνωρίζω καλά ότι την ίδια διαδρομή έκανε και η ψυχή του πατέρα, λόγο καιρό αργότερα. Έφυγε ο στύλος του αρχοντόσπιτου της έξω γειτονιάς. Δεν θα ανοίξει ξανά το ξοπόρτι, δεν θα ακουστούν οι ποδίνες του ξανά στο πλακόστρωτο δρομάκι της γειτονιάς. Έφυγε χωρίς να προλάβει να δείξει στα εγγόνια του τα χωράφια, τα περβόλια, την κληρονομιά τους.

Έφυγε χωρίς να τα πάρει να δούνε τα εκατό σπίτια της Ρήγαινας, δεν τα ταξίδεψε με τη βαρκούλα του ένα ηλιοβασίλεμα στα καταγάλανα νερά της Λάμπουσας, δεν τους έδειξε τις μυστικές σπηλιές, και τη λίμνη της Βασίλισσας.

Έφυγες πατέρα χωρίς να μας πεις που έχεις κρύψει το Εικόνισμα της Παναγίας, γιατί πήρες το μυστικό μαζί σου; Μήπως για να βρεθεί κάποτε από τους απογόνους μας, και να κτίσουν εκεί στο τόπο που είναι θαμμένο, εκκλησάκι στην μνήμη μας;

Απογοήτευση, τα χρόνια περνούν, τώρα είμαι εγώ στη σειρά για το μεγάλο ταξίδι, δεν το φοβάμαι, το κρασί της νοσταλγίας φοβάμαι περισσότερο, που πίνω κάθε μέρα.
Στο τελευταίο συρτάρι πατέρα υπάρχει το γράμμα με τις τελευταίες παραγγελιές, προς τα δικά μου παιδιά. Εύχομαι να μην χρειαστεί να το διαβάσου. Να πάμε γρήγορα ελεύθεροι πίσω στο χωριό μας, και όλοι να καθίσουμε παρέα κάτω από τις καταπράσινες λεμονιές μας, και να θυμηθούμε τα παλιά.

Τα γράφω αυτά για να θυμάσαι και σύ παιδί του σήμερα, να γνωρίζεις την ιστορία της πατρίδας σου.