Σαράντα χρόνια πέρασαν από τις 20 και 24 Ιουλίου 1974. Δύο ημερομηνίες, τόσο κοντά η μια στην άλλη, όμως με τόσο διαφορετική σημασία για τις δύο μητροπόλεις του Ελληνισμού: την Κύπρο και την Ελλάδα.
Η 20ή Ιουλίου σηματοδοτεί την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, με αποτέλεσμα την κατάληψη του 37% του βορειοανατολικού τμήματος της Μεγαλονήσου, και την μέχρι σήμερα κατοχή του.
Σε αντίθεση, η 24η Ιουλίου 1974 για την Ελλάδα αποτελεί το πιο χαρμόσυνο μεταπολεμικό γεγονός: την πριν από 40 αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, όταν κατέρρευσε η επάρατη Χούντα των Συνταγματαρχών, η οποία ταλάνισε τη χώρα για μια επταετία (1967 – 1974).
Δύο εντελώς διαφορετικά ιστορικά γεγονότα, και όμως τόσο στενά συνδεδεμένα, καθότι τη δικαιολογία της Τουρκίας για την εισβολή στην Κύπρο την έδωσε η Χούντα των Συνταγματαρχών, με το παράλογο πραξικόπημα που είχε διοργανώσει για την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακάριου από το αξίωμα του Προέδρου της Κύπρου.
Σήμερα θα αναφερθώ στις εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1960 που οδήγησαν στο πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967, και την επιβολή της επταετούς δικτατορίας, μέχρι την κατάρρευσή της τον Ιούλιο του 1974.
Για τον ίδιο λόγο, την ερχόμενη εβδομάδα θα κάνω μια σύντομη αναδρομή στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, από τότε που η Οθωμανική Αυτοκρατορία πούλησε κυριολεκτικά τη Μεγαλόνησο στη Μεγάλη Βρετανία, λες και ήταν περιουσία της, και όχι μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία και με μεγάλα επιτεύγματα στους χώρους των γραμμάτων και των τεχνών.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960 ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 1970
Λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949), στην Ελλάδα επικράτησε μια ταραχώδης πολιτική κατάσταση, στην αρχή με την αντιπαράθεση μεταξύ του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, και στη συνέχεια με την εναλλαγή αναποτελεσματικών κυβερνήσεων, οι οποίες προλείαναν το έδαφος για την κατάλυση του δημοκρατικού καθεστώτος, και την εγκαθίδρυση της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Ας παρακολουθήσουμε όμως τις πολιτικές εξελίξεις μετά τη διακυβέρνηση της χώρας από την ΕΡΕ, με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατά τη διάρκεια του 1955 – 1963.
Τον Μάιο του 1963, μετά τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόριου Λαμπράκη, κάποιες διαφορές ανέκυψαν μεταξύ του Κ. Καραμανλή και των Ανακτόρων, οι οποίες οδήγησαν στην παραίτησή του από τη θέση του Πρωθυπουργού στις 18 Μαΐου 1963.
Μετά από επανειλημμένες εκλογές, τον Φεβρουάριο του 1964 το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου πήρε την πλειοψηφία, και ο ίδιος αναδείχθηκε Πρωθυπουργός. Απογοητευμένος ο Κ. Καραμανλής, αποσύρθηκε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε μέχρι την 24η Ιουλίου 1974.
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου μερίμνησε για την επιδότηση των γεωργικών προϊόντων, για την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, για την ίδρυση δύο πανεπιστημιακών μονάδων στα Ιωάννινα και στην Πάτρα, και για άλλα κοινωνικά προγράμματα.
Παρ’ όλα αυτά, η απειλή του πληθωρισμού, και οι αντιρρήσεις ορισμένων υπουργών για την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, καθώς και η αποχώρηση από το κόμμα κάποιων βουλευτών, παρακίνησαν την επέμβαση του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος έστειλε επικριτικές επιστολές στον Γ. Παπανδρέου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η παραίτησή του από τη θέση του Πρωθυπουργού.
Ακολούθησαν δύο βραχύβιες κυβερνήσεις, και στη συνέχεια ο Σ. Στεφανόπουλος, πρώην συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου, σχημάτισε κυβέρνηση, με την υποστήριξη της ΕΡΕ, η οποία κυβέρνηση διήρκεσε για 15 μήνες, χωρίς όμως να κατορθώσει να αντιμετωπίσει τα φλέγοντα προβλήματα της χώρας.
Τον Δεκέμβριο του 1966 ο αρχηγός της ΕΡΕ., Π. Κανελλόπουλος, απέσυρε τη συνεργασία του με την κυβέρνηση του Σ. Στεφανόπουλου, προκαλώντας την πτώση της. Ακολούθησε υπηρεσιακή κυβέρνηση, με Πρωθυπουργό τον Ι. Παρασκευόπουλο, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 30 Μαρτίου 1967.
Η κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου, η οποία σχηματίσθηκε στις 3 Απριλίου 1967, μη επιτυγχάνοντας να πάρει την πλειοψηφία στη Βουλή, διέταξε τη διάλυσή της, και προκήρυξε εκλογές για τις 28 Μαΐου 1967. Ο προεκλογικός αγώνας που ακολούθησε ήταν οξύς, και οι εφημερίδες με τις παραταξιακές τους διασυνδέσεις έριχναν λάδι στη φωτιά.
Η παρέμβαση του βασιλιά στον τρόπο λειτουργίας του δημοκρατικού συστήματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, οδηγούσε νομοτελειακά στην κατάργησή του, και δημιουργούσε ευνοϊκό κλίμα για την επέμβαση του στρατού, χωρίς όμως προαίσθηση πως και ο ίδιος ο βασιλιάς τελικά θα αποτελούσε θύμα μιας τέτοιας εξέλιξης.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Οι προγραμματισμένες για τις 28 Μαΐου 1967 εκλογές δεν πρόλαβαν να γίνουν, γιατί μια ομάδα Συνταγματαρχών, απαρτιζόμενη από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Στυλιανό Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο, ανέτρεψε την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Π. Κανελλόπουλου, εγκαθίδρυσε στρατιωτική κυβέρνηση, και ανέστειλε βασικά Άρθρα του Συντάγματος.
Η Χούντα των Συνταγματαρχών είχε την ψευδαίσθηση πως με την επιβολή της δικτατορίας θα έλυνε τα προβλήματα του κράτους, και θα δημιουργούσε μια, πειθήνια στις επιταγές της, κοινωνία.
Η Χούντα αμέσως έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα που λαμβάνουν όλα τα δικτατορικά καθεστώτα: συλλήψεις χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι είτε φυλακίστηκαν είτε εκτοπίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου, περιορισμούς στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Παράλληλα, προσπάθησε να καθησυχάσει τον λαό, διαβεβαιώνοντάς τον ότι η παρέκκλιση από το δημοκρατικό καθεστώς θα διαρκούσε πολύ λίγο.
Ενώ στην αρχή του πραξικοπήματος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν είχε εκδηλώσει την αντίθεσή του, τον Δεκέμβριο του 1967 οργάνωσε ένα κακώς μελετημένο κίνημα κατά της Χούντας, το οποίο απέτυχε παταγωδώς. Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο Κωνσταντίνος με την οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Αμέσως μετά αντιβασιλέας ορκίσθηκε ο στρατηγός Γεώργιος Ζωιτάκης, και Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Στο βιβλίο του «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204 – 1985, ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Καθηγητής Ιστορίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γράφει τα ακόλουθα για την κατάσταση όπως διαμορφωνόταν:
«Οι πιέσεις από το εξωτερικό εντείνονται και οι δικτάτορες προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι θέλουν να εξυγιάνουν τα ήθη, να εκκαθαρίσουν το πολιτικό έδαφος και ότι προχωρούν με προσοχή προς τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος. Έτσι στις 24 Νοεμβρίου 1970, μέλη των διοικητικών συμβουλίων διαφόρων οργανώσεων εκλέγουν 92 αντιπροσώπους, οι οποίοι σχηματίζουν τη «Μικρή βουλή των Ελλήνων» ή τη «Συμβουλευτική Επιτροπή», όπως την ονομάζουν», σελ. 456-457.
Η οικονομική κρίση που ακολούθησε, και το ανελεύθερο καθεστώς που συνεχιζόταν, προκάλεσαν αντιδράσεις στην Ελλάδα, οι οποίες πήραν νέα μορφή με στασιαστικά κινήματα από τους φοιτητές, πρώτα με την κατάληψη της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας τον Μάρτιο του 1973, και στις 14-17 Νοεμβρίου με την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, η οποία θρήνησε και θύματα.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Νοεμβρίου 1973, ο Γ. Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τον παλιό του συνάδελφο Δημήτριο Ιωαννίδη, ο οποίος τον κατηγόρησε πως είχε απομακρυνθεί από το πνεύμα της 21ης Απριλίου 1967. Πρόεδρος του καθεστώτος αναδείχθηκε ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Το νέο σχήμα της Χούντας βρέθηκε αντιμέτωπο με πολλά προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά.
Στην κατηγορία των εθνικών θεμάτων εντάσσεται και η κατάσταση στην Κύπρο, όπως διαμορφωνόταν σταδιακά από τον Απρίλιο του 1974, με την προκλητική στάση που επιδείκνυε η Τουρκία, προφανώς επωφελούμενη από την αντι-χουντική στάση του ελληνικού λαού, και από την αποδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδας.
Όταν η Χούντα πήρε μέρος στο παράλογο πραξικόπημα για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Προέδρου της Κύπρου, στις 15 Ιουλίου 1974, η Τουρκία, με δικαιολογία την προστασία της τουρκικής μειονότητας της Μεγαλονήσου, εισέβαλε στρατιωτικά στις 20 Ιουλίου 1974, και σε λίγες ημέρες κατέλαβε το 37% της Κύπρου, το οποίο μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό την κατοχή της.
Η κυπριακή τραγωδία συγκλόνισε ολόκληρο το ελληνικό έθνος, σε βαθμό που, σύμφωνα με το προαναφερθέν βιβλίο του Α. Ε. Βακαλόπουλου, σελ. 460, οι αξιωματικοί του Γ’ Σώματος Στρατού απαίτησαν την κατάλυση της Χούντας, και τη μετάβαση της εξουσίας σε πολιτικούς, με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος ακόμη διαβιούσε στο Παρίσι.
Ο Κ. Καραμανλής, ανταποκρινόμενος στο λαϊκό αίτημα, αφίχθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου 1974, και αμέσως σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, επανέφερε το Σύνταγμα του 1952, βασικά Άρθρα του οποίου είχε καταργήσει η Χούντα, επέτυχε την καταδίκη από τα Ηνωμένα Έθνη της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, παραχώρησε γενική αμνηστία σε όλα τα θύματα της δικτατορίας, νομιμοποίησε το κομουνιστικό κόμμα, και εισήγαγε πολλές άλλες καινοτομίες.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1974, μετά από δημοψήφισμα, καταργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας στην Ελλάδα, η οποία ανακηρύχθηκε προεδρευόμενη δημοκρατία.
Για τους παραπάνω λόγους η 24η Ιουλίου 2014, με την επιστροφή του Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα, σηματοδοτεί την αποκατάσταση της δημοκρατίας πριν από 40 χρόνια.