Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στην επέτειο 40 χρόνων από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974, και έκανα μια επισκόπηση στις πολιτικές εξελίξεις κατά την περίοδο 1963-1974.

Παράλληλα αναφέρθηκα στο πραξικόπημα της Χούντας των Συνταγματαρχών για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακάριου από τη θέση του Προέδρου της Κύπρου, το οποίο εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία για την εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, ως πρόσχημα για την δήθεν προστασία της τουρκικής μειονότητας του νησιού. Έκτοτε το 37% του εδάφους της βορειοανατολικής Κύπρου τελεί υπό τουρκική κατοχή, παρά τις καταδικαστικές αποφάσεις του ΟΗΕ.
Κρίνω πως μια σύντομη αναδρομή στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου θα συμβάλει στην πληρέστερη κατανόηση των δραματικών εξελίξεων κατά τη διάρκεια του Ιουλίου 1974.

Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑ

Για τρεις εκατονταετίες, από τα 1571 μέχρι το 1878, η Κύπρος τελούσε υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1878 ο Σουλτάνος, παραχώρησε την Κύπρο στην Μεγάλη Βρετανία (ΜΒ), με τη συμφωνία πως ως αντάλλαγμα η ΜΒ θα βοηθούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία (ΟΑ) στρατιωτικά, σε περίπτωση Ρωσικής επίθεσης στις βορειοανατολικές της επαρχίες. Επιπλέον, η ΜΒ ανέλαβε να πληρώνει κάθε χρόνο στην ΟΑ το ποσό των χρημάτων που θα περίσσευε από τα δημόσια έσοδα και έξοδα για τη διοίκηση του νησιού.

Για τη ΜΒ η Κύπρος αποτελούσε σημαντική στρατιωτική βάση, λόγω της γειτνίασής της με τις πετρελαιοφόρες περιοχές της Μέσης Ανατολής.
Κατά τα πρώτα χρόνια, η μετάβαση από την ΟΑ στη ΜΒ θεωρήθηκε ως εξέλιξη προς το καλύτερο από την πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων, καθότι πίστεψαν πως μια ευρωπαϊκή χώρα σύντομα θα αναγνώριζε την αναγκαιότητα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ή έστω την απόκτηση της αυτονομίας της.
Όταν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) ΟΑ πήρε το μέρος της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, η ΜΒ θεώρησε τις συμφωνίες του 1878 άκυρες, και η Κύπρος θεωρήθηκε μέρος των κτήσεών της.

Μετά την ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της, στο 20ό Άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) η Τουρκία (η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ήδη διαλυθεί) αναγνώρισε την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία, η οποία από το 1925 είχε ανακηρυχθεί σε αποικία της Αγγλίας (πρώην Μεγάλης Βρετανίας).
Λόγω της φανερής επιθυμίας των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, οι Άγγλοι έδειχναν φανερά την αντιπάθειά τους προς αυτούς, και ευνοούσαν τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι συνεργάζονταν στενά με τους Άγγλους, και για το λόγο αυτό η αναλογία τους στη διοίκηση και στην αστυνομία ήταν δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με το ποσοστό του πληθυσμού που αποτελούσαν.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1931

Τα καταπιεστικά μέτρα των Άγγλων, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κύπρου, και η άσβεστη επιθυμία των Ελληνοκυπρίων για την ένωση με την Ελλάδα, οδήγησαν στην εξέγερση του 1931.

Στις 21 Οκτωβρίου 1931, οι Ελληνοκύπριοι της Λευκωσίας βγήκαν στους δρόμους, και ο ιερέας της Φανερωμένης Διονύσιος Κυκκώτης ανέμισε την ελληνική σημαία και παρότρυνε το λαό σε εξέγερση. Το κίνημα ξαπλώθηκε και στις άλλες πόλεις και στα χωριά.
Οι αγγλικές αρχές μετέφεραν στρατεύματα από την Αίγυπτο, και σε λίγες ημέρες κατέστειλαν την εξέγερση. Στη συνέχεια επέβαλαν σκληρά μέτρα καταπίεσης κατά του Κυπριακού λαού, ενώ δυόμισι χιλιάδες πολίτες φυλακίστηκαν.

Στο βιβλίο της «Ιστορία της Κύπρου», Λευκωσία 2005, η Κάτια Χατζηδημητρίου γράφει τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, για την εξέγερση του 1931:
«Η εξέγερση του 1931 αποτελεί βαθιά τομή στην αγγλική διακυβέρνηση της Κύπρου και είναι το πρώτο ξέσπασμα του κυπριακού λαού απέναντι στο καθεστώς της Αγγλοκρατίας. Το καθεστώς αυτό, που άρχισε με την ευχάριστη υποδοχή του από τους Κυπρίους, στη διαδρομή μισού αιώνα κατάντησε να γίνει τόσο απεχθές που να προκαλέσει την εξέγερση.

{…} Η σύγκρουση προοιωνίζει τις μελλοντικές εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ αποικιακής κυβέρνησης και Κυπρίων, με πολύ μεγαλύτερα επακόλουθα».
Πίσω στην Ελλάδα, ο ελληνικός λαός έδειξε μεγάλη συγκίνηση για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στην Κύπρο, και οι εφημερίδες έγραψαν θερμά άρθρα υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Η Κυβέρνηση, όμως, ήταν πολύ συγκρατημένη στη στάση της, όπως φαίνεται και από την ακόλουθη δήλωση του Ελευθέριου Βενιζέλου:
«Όσο κι αν η Ελλάδα συμπαθούσε βαθιά τους Κυπρίους και τους Δωδεκανήσιους, ήταν αδύνατο γι’ αυτήν να τους βοηθήσει στην πραγματοποίηση των εθνικών τους επιδιώξεων. Όσο καιρό οι Δυνάμεις, που τους έχουν στην κυριαρχία τους, θεωρούσαν συμφέρον τους να τους κρατούν, καμιά δύναμη δεν μπορούσε να τις μετακινήσει».
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι διακηρύξεις των Άγγλων για αυτοδιάθεση των λαών δεν εφαρμόστηκαν στην περίπτωση της Κύπρου.
Τον Ιανουάριο του 1950, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακάριου Β’, διενεργήθηκε δημοψήφισμα για το αν οι Ελληνοκύπριοι επιθυμούσαν ένωση με την Ελλάδα.

Από τις 244.747 Ελληνοκύπριους που πήραν μέρος στο δημοψήφισμα, οι 215.108, δηλαδή το 96,7% των ψηφοφόρων, ψήφισαν «Ναι» για την ένωση. Έτσι έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο πως η επιθυμία των Ελληνοκυπρίων ήταν η Κύπρος να ενωθεί με την Ελλάδα.

ΠΑΓΙΔΑ Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΤΟ 1955

Το 1950 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β’, και ομόφωνα εκλέχθηκε νέος Αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος Γ’, ως τότε Επίσκοπος Κιτίου.
Το 1951, σε Σύνοδο του ΟΗΕ στο Παρίσι, η Ελλάδα ανακίνησε για πρώτη φορά το Κυπριακό Ζήτημα.
Λίγα χρόνια αργότερα στη Μέση Ανατολή έγιναν πολλές μεταβολές στον αραβικό κόσμο, και ιδίως στην Αίγυπτο, με την ανατροπή της βασιλείας, γεγονός που ανάγκασε την Αγγλία να μεταφέρει το μεσανατολικό αρχηγείο από την Αίγυπτο στην Κύπρο το 1954.

Αυτή η κίνηση της Αγγλίας οδήγησε στην εντονότερη αντίδραση του κυπριακού λαού, με αποτέλεσμα η Αγγλία το καλοκαίρι του 1954 να επιβάλει την αντιστασιαστική νομοθεσία, με την οποία απαγορευόταν η αναφορά στην ένωση με τη Ελλάδα σε ομιλίες και σε γραπτά κείμενα.
Την ίδια χρονιά, ο Antony Eden, Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ελλάδα δήλωσε κατηγορηματικά πως η Αγγλία δεν πρόκειται να αποχωρήσει από την Κύπρο, λόγω της ιδιάζουσας θέσης της για τα συμφέροντα της Αγγλίας.
Μετά από αυτήν τη στάση, η Ελλάδα κατέφυγε στα Ηνωμένα Έθνη το 1954, ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Η Αγγλία αντέδρασε έντονα, και ο ΟΗΕ δεν πήρε θέση στο Κυπριακό Ζήτημα.

Αυτό το αδιέξοδο οδήγησε σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Στην Λεμεσό πυροβολήθηκαν από Άγγλους τρεις μαθητές, ένας από τους οποίους σκοτώθηκε. Αυτός ήταν ο πρώτος νεκρός, ο θάνατος του οποίου υπήρξε προάγγελος του ένοπλου αγώνα που θα άρχιζε η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) υπό την αρχηγία του Γεωργίου Γρίβα.

Οι Τουρκοκύπριοι δεν πήραν μέρος στον ένοπλο αγώνα των Ελληνοκυπρίων εναντίον των Άγγλων. Απεναντίας, συνεργάσθηκαν με τους Άγγλους, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν ως επικουρικούς αστυνομικούς εναντίον των Ελλήνων, με αποτέλεσμα οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες να διαταραχθούν σοβαρά.
Η επιδείνωση στις διακοινοτικές σχέσεις οδήγησε στην τοποθέτηση συρματοπλεγμάτων ανάμεσα στην ελληνική και στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας.
Η Αγγλία, για να δώσει στην Τουρκία την ευκαιρία να αναμειχθεί στο κυπριακό ζήτημα, τον Αύγουστο του 1955 κάλεσε σε διάσκεψη στο Λονδίνο την Ελλάδα και την Τουρκία. Στη διάσκεψη εκείνη πήραν μέρος οι υπουργοί Εξωτερικών των τριών χωρών. Παρά τις αντιθέσεις μεταξύ των υπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας, η Αγγλία κατόρθωσε να επέλθει συμφωνία μεταξύ των τριών χωρών για τη σύσταση «Μόνιμης Τριμερούς Επιτροπής», και το διορισμό στην Κύπρο αντιπροσώπων της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίοι, μαζί με τον Άγγλο Διοικητή, θα επόπτευαν την εφαρμογή του αποικιακού συνταγματικού καθεστώτος.

Η πρόβλεψη του Αρχιεπισκόπου Μακάριου ότι η διάσκεψη του Λονδίνου ήταν «παγίδα» των Άγγλων να περιπλέξουν το Κυπριακό Ζήτημα ανεπανόρθωτα, αποδείχθηκε από τις εξελίξεις που ακολούθησαν προφητική.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα ολοκληρώσω την αναφορά μου στις εξελίξεις που οδήγησαν στην εισβολή της 20ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο, και στην μέχρι σήμερα κατοχή του 37% του εδάφους της Μεγαλονήσου.