Δεν γεννήθηκα από δικό μου αμάρτημα.
Όμως εκείνη η γέννηση μ’ έβαλε στον δρόμο
Για τον Άδη.
Θανατηφόρος των γονέων ο έρωτας.

Από το ουδέν οδεύεις στο μηδέν. Στο δρόμο
Θα δεις τον ήλιο.

Ιδού, λοιπόν, μεταξύ των 3.700 ποιημάτων, κυρίως επιγραμμάτων, καταχωρισμένων στα 15 βιβλία της Παλατινής Ανθολογίας, ένα, που επέλεξε να αποδώσει στα Νέα Ελληνικά ο Μίνως Βολανάκης, στο οποίο αντανακλάται η ματαιότητα της ύπαρξής μας, το γεγονός ότι, μπαίνοντας στην ζωή ο καθένας μας, βρίσκει τον εαυτό του οδοιπορούντα σε έναν δρόμο που ξεκινά από την ανυπαρξία για να καταλήξει στο πουθενά. Τίποτα, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει, στο μεταξύ, να σηκώσουμε τα μάτια μας να δούμε τον ήλιο, όπως αποφαίνεται ο άγνωστος ποιητής του επιγράμματος, και, γενικώς, θα πρόσθετε κανείς, να κρατάμε ανοικτές τις αισθήσεις μας έτσι, ώστε, με την σκέψη μας σε εγρήγορση, να τις αφήνομε να μας μιλάνε για τα πράγματα και τα γεγονότα στον κόσμο -έναν κόσμο, από τον οποίο, όσο οικείος κι αν μας φαίνεται, στην πραγματικότητα είμαστε αποκομμένοι.

Τα πράγματα και τα γεγονότα που συγκροτούν τον κόσμο είναι δημιουργήματα δικά μας, υπάρχουν όπως υπάρχουν γιατί έτσι τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, και όχι επειδή έτσι είναι. Νομίζομε ότι το κόκκινο τριαντάφυλλο που απολαμβάνουμε εκεί απέναντί μας υπάρχει ανεξάρτητα από την δική μας παρουσία, ότι, κι αν δεν υπήρχαμε εμείς να το παρατηρήσουμε, αυτό θα υπήρχε όπως υπάρχει τώρα που υπάρχομε εμείς και το περιγράφουμε. Το κόκκινο τριαντάφυλλο, ορισμένως, υπάρχει, επειδή, μεταξύ άλλων, είναι κόκκινο, αποτελείται από πέταλα απαλά που όλα μαζί έχουν ένα ορισμένο σχήμα, αναδύει ένα ιδιαίτερο άρωμα. Ένα τριαντάφυλλο που δεν είναι κόκκινο, που δεν έχει απαλά πέταλα, που δεν μυρίζει, δεν είναι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο -είναι ανύπαρκτο. Ένα πράγμα θεωρείται κόκκινο τριαντάφυλλο, επειδή μυρίζουμε το άρωμά του, βλέπομε το κόκκινο χρώμα του και τα πέταλα του, των οποίων την απαλότητα νιώθομε αγγίζοντάς τα. Θα υπήρχε, άραγε, το κόκκινο τριαντάφυλλο, αν οι αισθήσεις μας ήταν διαφορετικές από αυτό που είναι τώρα -αν η δομή του ματιού μας ήταν τέτοια που να μην μπορούμε να βλέπομε χρώματα, αν η όσφρησή μας ήταν μια αίσθηση που δεν θα μας επέτρεπε να μυρίζουμε αρώματα, αν η αφή ήταν έτσι ώστε να μην έχομε την δυνατότητα να νιώθομε την απαλότητα-, αν, ακόμα χειρότερα, δεν βλέπαμε τίποτα, δεν μυρίζαμε τίποτα, δεν νιώθαμε τίποτα αγγίζοντας τα πράγματα, αν, γενικώς, δεν είχαμε καθόλου αισθήσεις ; Το κόκκινο τριαντάφυλλο και κάθε άλλο πράγμα ή γεγονός, όπως η βροχή ας πούμε, υπάρχουν χάρη στις αισθήσεις μας, χάρη, τελικά, σε μας, αφού οι αισθήσεις αποτελούν μέρος της δικής μας ύπαρξης.

Βαδίζομε τον δρόμο της ζωής μας μέσα σε έναν κόσμο που δεν τον ξέρομε καθεαυτόν, όπως πράγματι είναι, αλλά υφίσταται όπως μας φαίνεται εμάς. Και το σώμα μας, ακόμη, με το οποίο είμαστε δεμένοι αδιαλείπτως καθ’ όλη την επίγεια διαδρομή μας, δεν είναι αυτό που πράγματι είναι, αλλά είναι το σώμα μας όπως το βλέπομε, όπως το νιώθομε αγγίζοντάς το, όπως, γενικώς, πληροφορούμαστε τι είναι μέσω των αισθήσεών μας.

Αν ξέρομε κάτι όπως είναι πράγματι, είναι τα διανοήματα και τα αισθήματά μας. Όντας άυλα αυτά, δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας -να τα δούμε, να τα αγγίξομε, και ούτω καθεξής. Ξέρομε ότι υπάρχουν όχι από τις πληροφορίες των αισθήσεών μας αλλά άμεσα, όπως είναι, έτσι ώστε να αποκλείεται κάθε δυνατότητα αμφισβήτησης της ύπαρξής των. Όταν σκέφτομαι κάτι, είμαι βέβαιος ότι, την ώρα που το σκέφτομαι, σκέφτομαι. Το ίδιο και με τα αισθήματά μου: θα ήταν ανόητο, ενώ έχω το αίσθημα του πόνου, να λέω πως δεν ξέρω ότι πονώ.

Όσο βέβαιος, όμως, κι αν είμαι για τα διανοήματά μου και τα αισθήματά μου, δεν παύει, παρόλα αυτά, η ύπαρξή τους να είναι στιγμιαία. Υπάρχουν, όσο διαρκούν. Μπορώ να ισχυριστώ ότι σκέφτομαι ή ότι αισθάνομαι κάτι, όσο το σκέφτομαι ή όσο το αισθάνομαι. Από την επόμενη κιόλας στιγμή που παύω να σκέφτομαι ή να αισθάνομαι κάτι, το διανόημά μου ή το αίσθημά μου περνάει στην μνήμη μου έτσι, ώστε, όποτε ανατρέχω σε αυτήν, να καταλαβαίνω ότι έχω καλύψει ένα ακόμη τμήμα πιο κοντά προς το τέλος της επίγειας διαδρομής μου.

Ο Αντιφάνης έλεγε, αστειευόμενος, ότι σε κάποια πόλη οι άνθρωποι με το που εκστόμιζαν τις λέξεις, αυτές πάγωναν από το κρύο, για να λιώνουν το καλοκαίρι και να ακούν, έτσι, όσα έλεγαν τον χειμώνα. Τι κρίμα! Να συνέβαινε το ίδιο με τα διανοήματά μας και τα αισθήματά επίγεια διαδρομή μας από το ουδέν στο μηδέν συναντάμε και κάποιες νησίδες μας: να παρέμεναν παγωμένα μέσα στην ροή των καιρών, ώστε να μπορούμε να τα ξαναζούμε σε μεταγενέστερο χρόνο. Θα παρηγορούμασταν, τότε, με την σκέψη, έστω, ότι στην παγματικότητας έτσι, που να δικαιολογούμασταν να λέμε ότι, τελικά, ο κόσμος όπου κινούμεθα δεν μας είναι στο σύνολό του ανύπαρκτος καθεαυτόν.