«Οι αδυναμίες μας, είναι η δύναμή μας» μου λέει ο Αλέξης Μαρινόπουλος καθώς φέρνει το φλιτζάνι του μαύρου καφέ στα χείλη του και τραβά με πάθος μία «άπληστη» γουλιά. Παρατηρώ τα δάκτυλά του. Και αυτά ακόμα μαρτυρούν του λόγου του το αληθές. Οι κίτρινες κηλίδες πάνω τους απόδειξη μίας άλλης αδυναμίας του, αυτής στη νικοτίνη.

«Προσπαθώ χρόνια να το κόψω, δεν τα έχω καταφέρει ακόμα, αλλά προσπαθώ» απαντά καθώς ο μαύρος καφές συναντά για άλλη μία φορά τα χείλη του. Όλες αυτές τις μικρές ανθρώπινες αδυναμίες του, αλλά και τη δυναμική του παρουσία στο χώρο της τέχνης στην Αυστραλία τις αποκαλύπτει στο νέο του βιβλίο, «μία ανεύθυνη βιογραφία» όπως προειδοποιεί ο ίδιος στο εξώφυλλο, του “Blood and Circuses”.

Είναι μία «μετάγγιση» ψυχής που ενώ δίνει πολλές απαντήσεις και πληροφορίες στον αναγνώστη για τον άνθρωπο, τον καλλιτέχνη Λεξ και την ιστορία των θεατρικών και των τηλεοπτικών δρώμενων στην Αυστραλία τα τελευταία 30 χρόνια, την ίδια στιγμή δημιουργεί απορίες και έναν υπέρμετρο, εκ μέρους μου τουλάχιστον, θαυμασμό για τον Μανώλη… του «Slap» όπως έγινε ευρύτερα γνωστός τον τελευταίο καιρό ο Λεξ Μαρίνος.

ΕΝΑΣ ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Ο ίδιος αποκαλεί το νέο του βιβλίο «σταθμό» στη ζωή του. «Ήθελα από καιρό να το γράψω. Διαγνώστηκα με λευχαιμία πριν από μερικά χρόνια και τώρα βρίσκομαι στην φάση της ύφεσης. Ήταν η εμπειρία αυτή που μου έδωσε το έναυσμα να σκεφτώ το παρελθόν και το μέλλον μου. Ήταν καιρός να σταματήσω για λίγο σ’ αυτόν το σταθμό… Έζησα σε μία εποχή που την θεωρώ ‘επαναστατική’ όχι μόνο για την τέχνη στην Αυστραλία, αλλά και για την κοινωνία μας. Ήταν η εποχή που ήμουν wog, που ήμουν ξένο σώμα, που τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν και μαζί μ’ αυτά αλλάζαμε και εμείς τα παιδιά των μεταναστών. Αρχίσαμε να βρίσκουμε την ταυτότητά μας μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία. Σίγουρα η δική μου ιστορία έχει πολλά προσωπικά στοιχεία, αλλά πιστεύω ότι η δική μου ιστορία είναι παρόμοια με την ιστορία της πλειοψηφίας των Αυστραλών. Μόνο οι Αβορίγινες είναι Αυστραλοί, όλοι οι άλλοι μετανάστες είμαστε».

Η απόφαση να επισκεφθεί το παρελθόν του ήταν εύκολη, η επιστροφή σ’ αυτό όμως πολύ δυσκολότερη όπως ομολογεί ο ίδιος…
Εκτός από τα της δουλειάς του, της καταγωγής του και της ευρύτερης οικογενείας του, στα οποία δίνει σχετική έκταση στο βιβλίο του, όταν μιλά για τις δύσκολες προσωπικές του στιγμές όπως η κατάθλιψη που πέρασε, την αδυναμία του στο ποτό, τις πολλές απουσίες του από τα τέσσερα παιδιά του και τη γυναίκα του, τη στιγμή που πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στον Ριζόμυλο Αιγιαλείας -το χωριό του πατέρα του-, ο Λεξ το κάνει με μικρές αναφορές και έκδηλη την προσπάθεια αυτοσυγκράτησης.

Τον ρωτάω γιατί…
«Μπορεί να είναι η δική μου ιστορία, αλλά δεν μου αρέσει η αυτοπροβολή. Ήθελα να υπάρχει μία ισορροπία στο βιβλίο. Οι τέμνουσες της καταγωγής μου με την ευρύτερη κοινωνία, της δουλειάς μου με την οικογένεια, της προσωπικότητάς μου με αυτή των συνοδοιπόρων μου στη ζωή και στην τέχνη ήταν που ήθελα να ερευνήσω σ’ αυτό το βιβλίο. Και πρέπει να σου πω ότι δεν είμαι από τους ανθρώπους που στέκομαι και ψάχνομαι πολύ για τα συναισθήματά μου. Τα βίωσα, υπήρξαν αλλά ανήκουν στο παρελθόν» μου λέει.

ΤΟ ΑΙΜΑ, ΤΟ ΑΙΜΑ

Και όμως «το αίμα…», βαθυκόκκινο και ατόφιο όπως το συναίσθημα κυριαρχεί στο βιβλίο του από την πρώτη του σελίδα. Είναι το… «αίμα» που καθορίζει την καταγωγή του, είναι το «αίμα» που καθορίζει τη σχέση του με τον πατέρα του, είναι το «αίμα» που καθορίζει τον ίδιο. Αρχίζει να μιλά για πληγές και το βαθυκόκκινο αίμα μετακομίζει από τις σελίδες στα… μάτια του!

«Ποτέ δεν αρνήθηκα την ελληνική μου καταγωγή. Αυτή δεν με πλήγωσε ποτέ. Αυτά που με πλήγωσαν ήταν αυτά που έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια και με πονούσαν μέχρι που έφτασα στο πανεπιστήμιο. Τότε άρχισα να τα ξορκίζω, να συμφιλιώνομαι με αυτά. Ήταν η μη αποδοχή μου από τους γύρω μου, τα wog και τα dago που άκουγα από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που αγαπούσα σαν θεό μου, ο πατέρας μου μας άφησε όταν ήμουν ακόμα παιδί, λόγω του τζόγου».

Ακούω τη συναισθηματική φόρτιση. Αλλάζει η φωνή του. Μιλά για τον πατέρα του…
«Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, χαρούμενος, διακριτικός, ευγενικός, αλλά είχε το μικρόβιο του τζόγου. Είχε μία μεγάλη αδυναμία και ο πατέρας μου. Την έχω και εγώ κατ’ έναν τρόπο. Δεν μπορώ να παίξω χαρτιά για πλάκα. Ήταν ένας άνθρωπος που γελούσε δυνατά, χαιρόταν τη ζωή, χάριζε ζωή στους γύρω του. Θύμωσα μαζί του, όταν χώρισε με την μητέρα μου. Ήμουν θυμωμένος μαζί του για αρκετά χρόνια επειδή τον αγαπούσα τόσο πολύ και μου έλειπε πολύ» λέει και το μυαλό μου πάει στον Μανώλη του «Slap», τον κεντρικό χαρακτήρα στον πρόλογο του βιβλίου του.

«Τον έφερα πάλι στη ζωή τον Φώτη. Τον είδα στον καθρέφτη μου. Με είδα να μεταμορφώνομαι και να γίνομαι ο πατέρας μου στο «Slap». Έψαξα να βρω όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του, μελέτησα τα λόγια του, έφερα πάλι πίσω την εικόνα του. Πόνεσαν τα μάτια μου έως ότου να καταφέρω να τον δω σε εκείνο τον καθρέφτη και μόνο όταν, στο επαναλαμβάνω μόνο όταν τον είδα να με κοιτά κατάματα και οι δικές μου μακιγιαρισμένες ρυτίδες να γίνονται αληθινές μέσα από την εικόνα του στον καθρέφτη, ένιωσα έτοιμος να γίνω Μανώλης. Ο Μανώλης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς μου ρόλους. Ήταν ο ρόλος του πατέρα μου» μου λέει και το… «αίμα, το αίμα… » υγραίνει τα μάτια του.

Και ο χορός των συναισθημάτων καλά κρατεί και συνεχίζει, όταν ο Λεξ μιλά για την πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, στον Ριζόμυλο, την άλλη του πατρίδα. «Ένιωσα ότι μόλις είχα μπει σε μία γιορτή. Όταν είδα την θεία Χρυσάνθη δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτα, ήταν το αίμα, έτσι μου είπε. Ήταν όλα εκεί, υπήρχε ένας δυνατός δεσμός, ένας δεσμός που ποτέ δεν τον ένιωσα εδώ» μου λέει. «Ναι, έσκυψα και φίλησα το χώμα. Ναι, το έκανα. Είχα επιστρέψει στις ρίζες μου. Ήταν παράξενο, ήταν αληθινό, ήταν μία μοναδική εμπειρία».

Και οι χαρακτηρισμοί του δεν σταματούν εκεί… «Ήταν πηγαίο, ήταν πρωτόγονα δυνατό, ήταν πρωτόγνωρο, ήταν μία σχέση αίματος, και αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ». Ακόμα και η γυναίκα του τον είδε να «μεταμορφώνεται» να γίνεται ένα με ανθρώπους που ποτέ του δεν είχε γνωρίσει αλλά αυτό δεν είχε σημασία. «Ήταν το αίμα… το αίμα».

Πίνει την τελευταία γουλιά του καφέ του χαμογελώντας με ικανοποίηση αλλά και συγκίνηση. «Την γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου είχα στο μυαλό μου όταν το έγραφα. Γι’ αυτούς το έγραψα πρώτα απ’ όλα, για να μάθουν τις ρίζες τους».
Μπορούμε όμως να το χαρούμε όλοι μας.


*Το βιβλίο του Λεξ Μαρίνου “Blood and Circuses, An Irresponsible Memoir” κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Allen & Unwin.