Πάθος για την έρευνα και σκληρή δουλειά

Ο καθηγητής Ιατρικής, Σοφιανός Ανδρικόπουλος εξελέγη πρόεδρος του Συνδέσμου Διαβήτη Αυστραλίας του κορυφαίου οργανισμού έρευνας στο χώρο του διαβήτη

«Έχω πάθος για την έρευνα και δουλεύω σκληρά. Έξυπνος; E, ναι».
Έτσι, συνοπτικά, εντυπωσιακά επακριβώς, δίνει ο καθηγητής Ιατρικής, Σοφιανός Ανδρικόπουλος, την απάντηση στο ερώτημα τι τον έφερε στην κορυφή της Ιατρικής με ειδίκευση στη Διαβητολογία.

Αφορμή η είδηση ότι εξελέγη πρόεδρος του Συνδέσμου Διαβήτη Αυστραλίας (Australian Diabetes Society), του κορυφαίου οργανισμού έρευνας, ιατρικής πρακτικής και εκπαίδευσης στο χώρο του διαβήτη. Ο ίδιος θα πει ότι πρόκειται για μεγάλη τιμή, αλλά και τεράστια ευθύνη, δεδομένου ότι ο εν λόγω οργανισμός είναι υπεύθυνος για τις κατευθυντήριες γραμμές και ανακοινώσεις αναφορικά με το διαβήτη, υπεύθυνος για την επικοινωνία με την ομοσπονδιακή και τις πολιτειακές κυβερνήσεις, όσον αφορά έναν μεγάλο αριθμό πρωτοβουλιών που αφορούν και ενδιαφέρουν εκείνους που πάσχουν από διαβήτη.

Επιπρόσθετα, ο οργανισμός του οποίου ηγείται σήμερα ο καθηγητής Ανδρικόπουλος, είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της Ομοσπονδίας Κέντρων Διαβητικών σε όλη την Αυστραλία, σε τρόπο ώστε να εξασφαλιστούν τα υψηλότερα επίπεδα φροντίδας από αναγνωρισμένα ειδικά για τους διαβητικούς ιατρικά κέντρα.
Η πορεία του στην έρευνα είναι εντυπωσιακή, όπως και οι διακρίσεις που τού έχουν μέχρι σήμερα απονεμηθεί και τον έχουν καταστήσει αυθεντία στην πάθηση του διαβήτη.

Μιλά σχεδόν άπταιστα ελληνικά και η συζήτηση μαζί του δεν είναι απλά διαφωτιστική αλλά και απολαυστική.
Ο Σοφιανός Ανδρικόπουλος γεννήθηκε στη Μελβούρνη, με ρίζες στον Πύργο Ηλείας, από όπου μετανάστευσαν οι γονείς του τη δεκαετία του 1960. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1969.

Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο Ρίτσμοντ, πιο συγκεκριμένα στο Type Street, παίζοντας ποδόσφαιρο στα στενά δρομάκια της περιοχής. «Μπορείς να φανταστείς;» θα με αιφνιδιάσει με το ερώτημα, προφανώς μη γνωρίζοντας ότι η ίδια εικόνα μού έχει δοθεί και από άλλους συνομηλίκους του της δεύτερης γενιάς στη Μελβούρνη.
«Ήταν ωραία χρόνια. Παίζαμε ξένοιαστα. Δεν φοβόμαστε, υπήρχε ελευθερία, σ’ αντίθεση με ό,τι παρατηρείται σήμερα που τα παιδιά μας δεν τα αφήνουμε να πάνε μόνα τους ούτε μέχρι το γειτονικό μιλκ μπαρ.

Σε λίγο θ’ αγγίξει ένα άλλο θέμα που, επίσης, δένεται στενά με τους περισσότερους Έλληνες μετανάστες της πρώτης γενιάς: «Θυμάμαι τους γονείς μου να δουλεύουν πολύ σκληρά. Πάρα πολλές ώρες οβερτάιμ. Πάντα, όμως, φρόντιζαν να μη μείνουμε, εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου Κώστας, ποτέ μόνοι. Μας περιέβαλλαν με αγάπη, φροντίζοντας να μη μας λείψει τίποτε, δίνοντας μεγάλη έμφαση στη μόρφωσή μας. Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν με τα μαθήματά μας, μάς έστειλαν, όμως, σε καλά σχολεία για να βεβαιωθούν ότι η εκπαίδευσή μας δεν θα συναντούσε εμπόδια.

Υπήρχε πάντα η ενθάρρυνση, όχι, όμως, η πίεση…
Προσωπικά μ’ ενδιέφερε η ιατρική από νωρίς και το πάθος μου για την έρευνα δεν υποχώρησε όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια συντηρείται με τη σκληρή δουλειά η οποία όμως τελικά σε αποζημιώνει».

ΤΑ ΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΗ

Ερχόμενοι στο θέμα του διαβήτη που θεωρείται μια από τις καλπάζουσες ασθένειες της εποχής μας, ο καθηγητής Σοφιανός Ανδρικόπουλος, θα πει ότι προσβάλει το 10%-12% του συνόλου των κατοίκων της Αυστραλίας, τα ίδια, δε, ποσοστά παρατηρούνται και στους Έλληνες της Μελβούρνης.
«Πρόκειται για μια πάθηση η οποία είναι κληρονομική, με πιθανότητα 30% να προσβληθεί κάποιος όταν ο ένας από τους γονείς του είναι διαβητικός και 70% όταν και οι δύο γονείς του πάσχουν από διαβήτη».

Συνεχίζοντας, θα πει ότι «συνδέεται άμεσα με την παχυσαρκία που είναι η επιδημία της εποχής μας, γι’ αυτό και η απώλεια βάρους στους πάσχοντες από διαβήτη, θεωρείται ο καλύτερος τρόπος όχι μόνο να ελεγχθεί, αλλά και να υποχωρήσει».
Ακούμε, σε καθημερινή βάση, παρατηρώ, ότι ‘πληρώνουμε’ σήμερα όλα τα αρνιά που καταβροχθήσαμε τα πρώτα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης. Πόσο ευσταθεί αυτό, τον ρωτώ.

Ηχηρό γέλιο, που θα μπορούσα να το ερμηνεύσω ποικιλοτρόπως, δεν το επιχειρώ εντούτοις, περιμένοντας μια συγκεκριμένη επιστημονικού χαρακτήρα απάντηση.
«Η διατροφή για τους Έλληνες της πρώτης γενιάς έχει πάρει πολύ διαφορετικές διαστάσεις, από την αρχή της μετανάστευσής τους σ’ αυτήν τη χώρα. Πολλοί πεινούσαν στα μέρη τους. Οι περισσότεροι είχαν περάσει όλες τις φοβερές στερήσεις της κατοχής και του εμφυλίου, επομένως, το να έχουν εδώ στην Αυστραλία ένα πλούσιο τραπέζι, κυρίως με μπόλικο κρέας, ή να προσφέρουν στους φίλους και συγγενείς μπάρμπεκιου, ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένδειξη επιτυχίας και κοινωνικής ανέλιξης. Όχι, βέβαια, χωρίς συνέπειες στην υγεία τους. Μέχρι σήμερα, το πλούσιο τραπέζι θεωρείται, από τους Έλληνες μετανάστες, ένα δείγμα ότι οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι».
ΕΙΡΩΝΕΙΑ

«Η ειρωνεία είναι ότι έχουμε την καταλληλότερη συνταγή διατροφής, τη μεσογειακή, την οποία πολύ λίγο την εφαρμόζουμε, αφού η βαρύτητα είναι στο κρέας.
Τα όσπρια, τα φρέσκα λαχανικά, το γνήσιο ελαιόλαδο, τα ψάρια και τα θαλασσινά, που αποτελούσαν, κατά γενικό κανόνα, τη διατροφή των Ελλήνων πριν μερικές δεκαετίες, θεωρούνται σήμερα τα πιο ενδεδειγμένα για τη διατροφή του ανθρώπου.

Δεν είναι εύκολο, όμως, οι συνήθειες δεκαετιών, μιλώ για τους Έλληνες της πρώτης γενιάς να εγκαταλειφθούν. Αυτός είναι και ο λόγος που πάρα πολλοί, όπως άλλωστε και ένα μεγάλο μέρος του συνολικού πληθυσμού της χώρας, είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι».
Ας εντοπίσουμε όμως τις συνέπειες αυτού του φαινομένου στον διαβήτη.

«Ποτέ δεν είναι αργά, ν’ αλλάξει κανείς διατροφικές συνήθειες. Η απώλεια βάρους είναι στοιχειώδους σημασίας όταν μιλάμε γι’ αυτήν την πάθηση η οποία να σημειωθεί παίρνει στην κοινωνία μας όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μικρότερα γεύματα, χαμηλά σε λιπαρά και σακχαρούχα. Η άσκηση, βέβαια, είναι πάρα πολύ καλή συνήθεια, έστω και αν αυτό που λέμε συνίσταται σε έναν περίπατο μισής ώρας τη μέρα μέχρι το μιλκ μπαρ της γειτονιάς, δεν επιτυγχάνεται, όμως, έτσι η απώλεια βάρους. Εκεί απαιτείται συνεχής προσπάθεια για σωστή διατροφή».

Ο ίδιος θα μας υπενθυμίσει ότι ο διαβήτης είναι μια πάθηση που δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε με επιπολαιότητα δεδομένου ότι μπορεί να προκαλέσει καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό, νεφρική ανεπάρκεια, γάγγραινα, ακόμη και τύφλωση.
Αντίθετα, αν είμαστε προσεχτικοί, μπορεί, όχι μόνο να ελεγχθεί, αλλά και να καταπολεμηθεί μέχρι σημείου να μη μας ενοχλεί και, κυρίως, να μην έχει δυσμενή επίδραση στα άλλα όργανα.

Για το μεγάλο θέμα της έρευνας στην Αυστραλία, θα πει ότι «δεν υποστηρίζεται από την κυβέρνηση όσο και όπως θα έπρεπε. Δεν υπάρχει σταθερότητα, όπως στο εξωτερικό. Συνέχεια πρέπει να αγωνιζόμαστε να βρούμε κονδύλια για να συνεχίσουμε. Αυτό έχει ως συνέπεια, πάρα πολλοί επιστήμονες να φεύγουν στο εξωτερικό όπου οι συνθήκες στο θέμα της έρευνας είναι πολύ πιο ευνοϊκές, ή το χειρότερο, ν’ αλλάζουν επάγγελμα».
Ο ίδιος μιλά εκ πείρας, βέβαια, αφού μετά το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, έκανε το μεταδιδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Seattle των ΗΠΑ, όπου έμεινε δύο χρόνια.

Μετά την επιστροφή του στην Αυστραλία, ο δρ. Ανδρικόπουλος ίδρυσε ερευνητικό κέντρο στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, το Islet Biology Research Group, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στο θέμα της έρευνας του διαβήτη και των αιτίων που τον προκαλούν.
Επιστήμονες, όπως ο δρ. Ανδρικόπουλος δεν τιμούν μόνο την ομογένεια, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία.