Δεκτές με ενθουσιασμό έγιναν την περασμένη Κυριακή, από το κοινό, οι δύο νέες ποιητικές συλλογές της λογοτέχνιδας Ντίνας Αμανατίδου, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Παναρκαδικού.

Η βιβλιοπαρουσίαση έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης και Βικτωρίας για την απελευθέρωση της Τρίπολης και σε συνεργασία με τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο Μελβούρνης και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας.
Με την παρουσία τους τίμησαν την λογοτέχνιδα δεκάδες συμπαροίκων που έχουν παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον την πολύχρονη πορεία της και θαυμάζουν το πολύπλευρο ταλέντο της.

Τις δύο νέες ποιητικές συλλογές παρουσίασε η γράφουσα επιδιώκοντας, κατά κύριο λόγο να φωτιστούν τα πιο νευραλγικά χαρακτηριστικά του περιεχομένου των δύο συλλογών.

Θα αναφερθούν -λόγω οικονομίας χώρου- ορισμένα αποσπάσματα.
«Η Ντίνα δεν έχει παύσει, όλα αυτά τα χρόνια να με εκπλήσσει -και μαζί με μένα πολλούς άλλους είναι βέβαιο- με την ευρηματικότητά της, την αστείρευτη, πραγματικά, έμπνευσή της, την ατέρμονη επιμονή και εμμονή στο ζητούμενο, την αναλυτική τέχνη, αλλά και την ευαισθησία που προσεγγίζει πανανθρώπινα θέματα που την απασχολούν από την αρχή της δημιουργικής της πορείας.

Από τα πιο χαρακτηριστικά, ο ξεριζωμός του ανθρώπου από τα πάτρια εδάφη, με συγκεκριμένο προορισμό τους Αντίποδες της γης.
Αγγίζοντας το νευραλγικής σημασίας αυτό σημείο της θεματολογίας της, δεν θα πρέπει ίσως να μας διαφύγει ότι η προσωπική της συνάντηση με την εμπειρία της ξενιτιάς, που είναι διάχυτη και στις δύο τελευταίες της ποιητικές συλλογές, την οπλίζει με το εργαλείο της αυθεντικότητας, της άμεσης και διάπυρης, συχνά, εμπειρίας του μετανάστη της πρώτης γενιάς.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς δηλαδή να το επιδιώκει συνειδητά, μας αφοπλίζει από την εκδοχή να αμφισβητούμε την αλήθεια και τη βαθύτητα του περιεχομένου των όσων με τόση δεξιοτεχνία εκφράζει στον ποιητικό της λόγο.
Ενδεικτικά, στο ποίημα «Φεύγοντας», διαγράφεται έντονα το κοινό όνειρο των μεταναστών, τα αίτια της μετανάστευσης, χρησιμοποιώντας εύστοχες, ακριβείς και περιεκτικές εικόνες, που ο λυρισμός δεν τις απογυμνώνει από την πυρακτωμένη, και αδιαφιλονίκητη αλήθεια, όπως για παράδειγμα «φεύγοντας από την αιχμαλωσία της βαριάς/ φτώχειας που νέκρωνε τις ελπίδες μας».

Υπάρχει μια συνεχής αναζήτηση ευτυχίας, έστω και ψηγμάτων, για να δικαιολογήσει και να γλυκάνει την πίκρα της φυγής.
Πάλι, στο ίδιο θέμα, είναι φανερή η προσπάθεια της δημιουργού να σκύψει και ν’ ακούμπήσει με κατανόηση στις «αλγεινές αποφάσεις»των μεταναστών: «Δεν φταίμε εμείς που φύγαμε/ μας έδιωξαν οι καταστάσεις/ και τα αχαλίνωτά μας όνειρα/ να επιβιώσουμε ανθρωπινότερα/ σε ξένα μέρη και άξενες πατρίδες».

Στο ποίημα «Κατά φαντασίαν», βρίσκουμε την ποιήτρια να συμμετέχει ενεργά στο έργο της Μετανάστευσης που απλώνει μπροστά μας διαλύοντας και την πιο μικρή υπόνοια της συμμετοχής της … εκ του μακρόθεν: «Η αυγή που περίμενα/ποτέ δεν έφθασε…/έμενα ξάγρυπνη για να τη δω/να έρχεται νύχτες κατασκότεινες/ ή αστεροφωτισμένες, μαγικές…». Και καταλήγει «και πλούτισα μόνο με όνειρα…». Πρόκειται για την παγερή αλήθεια που εκφράζεται με διάθεση αυτοσαρκασμού.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, επίσης, καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος του εντυπωσιακού ποιητικού της κορμού, με έμφαση στη φιλία.

Στο ποίημα με τίτλο «Μάταιη θυσία», θίγει πολύ περιεκτικά και εύστοχα το θέμα της φιλίας, υπογραμμίζοντας πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος της απογοήτευσης, όταν ειδικά προσφέρεις σ’ αυτήν ολόκληρο τον εαυτόν σου: «Πιστέψαμε πολύ/ στον άνθρωπο/στη συμμετοχή/ και στη συνύπαρξη/τόσο που προσφέραμε/ολόκληρο τον εαυτόν μας/μέχρι εξάντλησης/. Πόση μάταιη όμως η θυσία…».

Στο ποίημα «Συζυγίες» διακωμωδεί τις συζυγικές σχέσεις, από την πλευρά που συνηθίζει τόσο ο ένας την παρουσία του άλλου που καταλήγει… ακόμη και να μην του μιλά.
Στο ίδιο εντούτοις ποίημα, πηδά από τον ανάλαφρο και περιπαιχτικό τόνο των δίστιχων, σε δύο τρίστιχα, όπου ο τόνος της ακούγεται καθαρά στοχαστικός: «Η ζωή μας περνάει και φεύγει/ κι εμείς την βλέπουμε άβουλοι/να διαβαίνει και να την χάνουμε./ Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας/τα χάσαμε διαβιώνοντας εντοιχισμένοι/ σε μια βαριά, ασφυκτική σιωπή».

Μας δίνει εντούτοις και τον ύμνο στην Αγάπη με τον τίτλο «Καθολική Αγάπη», ένα ποίημα το οποίο εμπεριέχει όλον τον πλούτο των διδαγμάτων της ζωής που η Ντίνα Αμανατίδου είχε την ιδιαίτερη λεπτότητα και ευφυΐα -σοφία θα τολμούσα να πω- να εμβαθύνει, να τα αφομοιώσει και να μας τα μεταδώσει μέσα από τον ποιητικό της λόγο.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι τα ποιήματά της απεικονίζουν μια πραγματικότητα που με θαυμαστή ευρηματικότητα, ευαισθησία και εκφραστική άνεση απλώνει μπροστά μας.

Όλοι γινόμαστε κοινωνοί του έργου που στήνει στη σκηνή της συνείδησης ανιχνεύοντας πάντα να βρει τις πραγματικές αξίες της ζωής, να καυτηριάζει τα κακώς έχοντα, τις ανθρώπινες, ενίοτε, αδυναμίες, χωρίς όμως να παύσει να νοιάζεται και να μεριμνά για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Συχνά, φωτίζει τα προβλήματα της εποχής μας, πολλά από αυτά προϊόντα της εξέλιξης και του ευδαιμονισμού.

Μέσα, δε, από την πραγματική ενατένιση των πραγμάτων, όσο σκληρή κι’ αν είναι αυτή, επέρχεται τελικά η κάθαρση.
Εντύπωση προκάλεσε η μετάφραση και δραματοποίηση του ποιήματος «Ο κλέφτης της μνήμης» (Τhe thief of memory) από την πανεπιστημιακό και λογοτέχνιδα Κωνσταντίνα Ντούνη, η οποία ήταν και η τελετάρχισσα της εκδήλωσης.