Ο τρίτος παππούς

Ο πρώτος μύθος που πλάστηκε γύρω από τον παππού Μανώλη σχετίζεται με το επώνυμό του

Υπάρχουν αινίγματα, μύθοι, μυθολογίες και μυθοπλασίες εντός των αινιγμάτων και των μύθων, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ζωές των προγόνων μας, οι οποίοι εδώ στην Αυστραλία φαντάζουν, αν όχι ως Ολύμπιοι θεοί, σίγουρα ως αρχέγονοι δημιουργοί, τουλάχιστον της παροικίας μας. Ο πρώτος μύθος που πλάστηκε γύρω από τον παππού Μανώλη σχετίζεται με το επώνυμό του. Όταν ο γιος του τον πλησίασε ντροπαλά και κάπως φοβισμένα, να του αναγγείλει το γεγονός ότι θα άλλαζε το επώνυμό του ώστε αυτό να είναι πιο ευκολοπρόφερτο για τα αυστραλιανά δεδομένα, αντί για την καταιγίδα επικρίσεων που περίμενε, ο παππούς Μανώλης σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Κάνε ό,τι νομίζεις» του είπε. «Άλλωστε, δεν είναι το πραγματικό μας επώνυμο. Ήταν παρατσούκλι του παππού σου στη Σμύρνη, και μας έμεινε».

Ο δεύτερος μύθος πλέκεται γύρω από ένα αινιγματικό σημείωμα που βρέθηκε στο πορτοφόλι του παππού Μανώλη από τον γιο του, λίγο μετά από την πρόσφατη αποδημία του. Το σημείωμα αυτό έγραφε: «Στα ξυριστικά μου έχει τα πολλά». Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, ο παππούς Μανώλης αναζητούσε την τσάντα με τα ξυριστικά του επίμονα, ενώ η οικογένειά του αδυνατούσε να καταλάβει την εμμονή του για ένα τόσο φαινομενικά ασήμαντο αντικείμενο. Μετά από το χαμό του, ψαχουλεύοντας στην τσάντα αυτή, ο γιος του διαπίστωσε ότι είχε διπλό πάτο. Στο βάθος, ανακάλυψε ένα μάτσο από πεντοδόλαρα. Έτσι λύθηκε ακόμη ένα από τα αινίγματα του παππού Μανώλη.

Επί δεκαετίες, ο παππούς Μανώλης συνήθιζε να στέλνει την σύζυγό του στην τράπεζα και της ζητούσε να του φέρει χαρτονομίσματα των πέντε δολαρίων, κάτι που εντυπωσίαζε τους ταμίες. Τα χαρτονομίσματα αυτά, τα έκρυβε ευλαβικά στην ξυριστική του τσάντα και τα διένειμε κρυφά, στα παιδιά της γειτονιάς του, που συνήθιζαν να τον επισκέπτονται συχνά. Έγινε, κατά συνέπεια, τόσο λατρευτός από το παιδολόι της γειτονιάς, ώστε ένα από αυτά, συντετριμμένο από την είδηση του χαμού του, αναφέρθηκε σ’ αυτόν ως ο «τρίτος» παππούς του.

Αναμεταξύ των διάφορων εγγράφων που είχε συσσωρεύσει ο παππούς Μανώλης, ο γιος του εντόπισε μια κόλλα στην οποία είχε γραφτεί η εξής πρόταση: «Θα ήθελα κάποτε να καταγράψω τα γεγονότα της ζωής μου». Έφυγε όμως προτού εκπληρώσει την επιθυμία του αυτή και πιθανόν το όνομα του Εμμανουήλ Γιωργιεφέντη να είναι παντελώς άγνωστο στη συντριπτική πλειοψηφία των συμπαροίκων μας. Κατά κάποιον τρόπο αυτό αρμόζει σε έναν άνθρωπο που ήθελε να κρίνεται από τις πράξεις και όχι από τα λόγια του. Όμως, ψήγματα από τα ξεχασμένα βιώματά του ανακαλύπτονται συνεχώς. Κατά τύχη, ο γιος του βρίσκει μια φωτογραφία του παππού Μανώλη, ντυμένος εύζωνας της Βασιλικής Φρουράς, μαρτύριο μιας ζωής υπηρεσίας και φιλαλληλίας. Τη φωτογραφία αυτή, ο παππούς Μανώλης την είχε κρύψει και δεν την είχε δείξει σε κανέναν εκτός από την σύζυγο του, διότι, όπως έλεγε, δεν ήθελε να κάνει «επίδειξη». Η τυχαία εύρεση τέτοιων τεκμηρίων επιτρέπουν όσοι τον αγαπούσαν να ανασχηματίσουν ένα μωσαϊκό ενός ταπεινού, ανιδιοτελούς ανθρώπου ο οποίος ποτέ δεν αναζήτησε τη δημοσιότητα αλλά μεγαλούργησε, με το δικό του τρόπο, στα παρασκήνια.

Γιος προσφύγων από τη Σμύρνη, ο παππούς Μανώλης μεγάλωσε στα προσφυγικά χωριά της Δράμας. Σε ηλικία μόλις 13 ετών, χάνει τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ο πρόεδρος του χωριού, και ως πρωτότοκος, αναλαμβάνει το ρόλο του προστάτη της οικογενείας του. Αυτή η παράδοση της φροντίδας και της ανιδιοτέλειας θα συνεχιστεί εφόσον γίνει εύζωνας και έπειτα, αγροφύλακας.

Φτάνοντας στην Αυστραλία, εγκαταστάθηκε στο Richmond και ασχολήθηκε, όπως άλλωστε όλοι οι άλλοι Έλληνες μετανάστες με τη δύσκολη υπόθεση της ένταξής του στη νέα φιλόξενη αυστραλιανή κοινωνία καθώς και την εξασφάλιση καλύτερου μέλλοντος για την οικογένειά του. Εργάτης στο PMG, έμαθε, πριν από τα αγγλικά, την ιταλική γλώσσα, λόγω της καθημερινής του επαφής με Ιταλούς συνεργάτες.

Πολύ νωρίς, η διακριτικότητα, ευγένεια και αξιοπιστία του παππού Μανώλη κέρδισε το σεβασμό των γνωστών του. Δεκάδες νεοφερμένοι μετανάστες ζήτησαν την οικονομική βοήθεια και τη συμβουλή του, ενώ πολύ συχνά συνέβαλλε στη διευθέτηση ποικίλων ανθρώπινων προβλημάτων. Σε μία σεμνότυφη εποχή, ο παππούς Μανώλης κατάφερε να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις των συμπαροίκων του και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στις ανάγκες των ατόμων που ζητούσαν τη βοήθειά του, προσφέροντάς τους θαλπωρή και κατανόηση.

Τοιουτοτρόπως, η ανθρωπιστική δράση του παππού Μανώλη δεν περιορίστηκε απλώς στον αγαπημένο του Σύλλογο Ηλικιωμένων Μακεδόνων Monash, αλλά, ξεφεύγοντας τα στενά όρια της παροικίας μας, επεκτάθηκε στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό το διαπίστωσαν οι Ασιάτες γείτονές του, όταν κάποια μέρα, τους εντόπιζε να κλαδεύουν δέντρα στην αυλή τους. «Έι»! τους φώναξε ο παππούς Μανώλης. «Δεν κλαδεύουν έτσι καλέ. Κάνετε πέρα να σας δείξω». Τους άρπαξε το κλαδευτήρι και τους κλάδεψε όλα τα δέντρα. Όλοι οι γείτονές του επωφελήθηκαν με αυτόν τον τρόπο από τη βαθιά του γνώση της κηπουρικής τέχνης, αλλά επίσης με τις πρακτικές του συμβουλές για πληθώρα θεμάτων. Παράλληλα, ο ανοιχτόκαρδος παππούς Μανώλης, με το πλατύ του χαμόγελο και τα σπαστά του αγγλικά, έπιανε εύκολα και αυθόρμητα κουβέντα με περαστικούς οι οποίοι μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, μεταμορφώνονταν σε επιστήθιους φίλους.

Λίγο πριν αποδημήσει ο παππούς Μανώλης, σε ηλικία 86 ετών και ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τις νοσοκόμες του για την φροντίδα που του παρείχαν. Είναι αυτή η βασική, λιτή αξιοπρέπεια και αρχοντιά ενός πραγματικά ευγενικού ανθρώπου που τόσο έχουμε ανάγκη σ’ αυτήν την απρόσωπη εποχή της τεχνολογικής ανάπτυξης και κοινωνικής απομόνωσης και που θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας. Η αποδημία του παππού Μανώλη δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως χαμός ενός ακόμη ηλικιωμένου στελέχους της παροικίας μας, αλλά ως απώλεια μιας κιβωτού ανθρωπισμού και αγάπης. Η προσήλωσή του στον άνθρωπο και τις ανάγκες του αποτελεί τον ιδεολογικό κρίκο που ανέκαθεν συνέδεε και θα πρέπει να εξακολουθεί να συνδέει την παροικία μας -πολύ περισσότερο από τον οποιονδήποτε σύλλογο, φορέα ή εκδήλωση.

Όταν ανακάλυψε το «θησαυρό» των πεντοδόλαρων στα ξυριστικά του παππού Μανώλη, ο γιος του επινόησε έναν ιδανικό τρόπο για να διαιωνίσει το ήθος του πατέρα του. Πήρε τα λεφτά στην ενορία του, από όπου δεν έλειπε ο παππούς Μανώλης κάθε Κυριακή, και φρόντισε ώστε να δοθεί στον κάθε μαθητή του σχολείου της ενορίας, πέντε δολάρια καθώς και μια φωτογραφία του παππού Μανώλη. Έτσι, γίνεται και πάλι, ο «τρίτος παππούς» τους, μεταλαμπαδεύοντας τη μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία και τον ανθρωπισμό αυτού του μεγάλου ανθρώπου, στις επόμενες γενιές.