«Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν», στο χώρο της απασχόλησης. Βαυκαλιζόμαστε με σχόλια και δηλώσεις του είδους, «η εκμετάλλευση των εργαζομένων στην Αυστραλία έχει σταματήσει προ πολλού», μέχρι να μας διαψεύσει κάποια έρευνα για τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση των εργαζομένων, ιδιαίτερα των μεταναστριών.
Ναι, το 2014 υπάρχουν μετανάστριες στην Αυστραλία, που δουλεύουν στα σπίτια τους με το «κομμάτι» για ένα κομμάτι ψωμί. Έρευνα, που έκανε η καθηγήτρια, Christina Cregan, για λογαριασμό του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, επιβεβαιώνει την ύπαρξη των «Sweatshops» στα προάστια της Μελβούρνης -Springvale, St. Albans και Delahey- με μεγάλο ποσοστό μεταναστών, μόνιμων κατοίκων.

Η καθηγήτρια Cregan έκανε 56 συνεντεύξεις με γυναίκες εργαζόμενες κατ’ οίκον, οι περισσότερες βιετναμέζικης καταγωγής που μετανάστευσαν στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’90. Από τις συνεντεύξεις προέκυψε, ότι η αμοιβή τους για εργασία στο σπίτι με το κομμάτι κυμαίνεται από $4 μέχρι $7,7 την ώρα – δηλαδή με τη μισή αμοιβή, από αυτή που προβλέπει η συλλογική σύμβαση για τις γυναίκες που ράβουν στα σπίτια τους με «το κομμάτι». Μερικές από τις γυναίκες δήλωσαν, ότι εργάζονται μέχρι 100 ώρες την εβδομάδα, ενώ μόνον τέσσερις δήλωσαν ότι απολαμβάνουν την αμοιβή και τα ευεργετήματα που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις, διότι ζήτησαν βοήθεια από το αρμόδιο εργατικό συνδικάτο κατά τις διαπραγματεύσεις τους με τους εργοδότες τους.

Η καθηγήτρια Cregan σχολιάζει, ότι «τα σπίτια των εργαζομένων μοιάζουν με εργοστάσια, διότι κυριαρχούν οι μηχανές ραψίματος» και προσθέτει, ότι «ο περισσότερος κόσμος αρνείται να πιστέψει, ότι είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα {…} δεν πιστεύω, να υπάρχει Αυστραλός, που να εγκρίνει αυτά τα πράγματα».
Την απάνθρωπη εκμετάλλευση μεταναστριών εργατριών από μεγάλους, μάλιστα, οίκους μόδας, επιβεβαιώνει και η γραμματέας του Συνδικάτου Εργαζομένων στη Βιομηχανία Ιματισμού και Υπόδησης, Michele O’Neil.

«Υπάρχει ακόμη αυτή, η υπόγεια όψη της βιομηχανίας που ψάχνει να βρει φθηνούς τρόπους παραγωγής ενδυμάτων» λέει και προσθέτει, ότι γνωστοί οίκοι μόδας πληρώνουν δέκα δολάρια για τη ραφή ενός φορέματος, το οποίον πωλούν 500 δολάρια.

«Στατιστικές μελέτες μας δείχνουν, ότι σε κάθε εργαζόμενη σε εργοστάσιο παραγωγής ενδυμάτων αντιστοιχούν δέκα μέχρι δεκαπέντε εργαζόμενες στα σπίτια τους» αποκαλύπτει η κ. O’Neil.

Ο χαρακτηρισμός Sweatshop ή sweatfactory είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός χώρων εργασίας -καταστημάτων ή εργοστασίων παραγωγής ειδών ιματισμού- που δεν πληρούν ικανοποιητικά και δεν προσφέρουν βασικές, κοινωνικά αποδεκτές συνθήκες απασχόλησης.

Οι όροι χαρακτηρίζουν καταστήματα ή εργοστάσια στα οποία οι εργαζόμενοι είναι, κυριολεκτικά, ο ένας πάνω στον άλλο, η ατμόσφαιρα ανθυγιεινή, εξ αιτίας φτωχού εξαερισμού ή φωτισμού ή και των δύο, οι ώρες εργασίας πολύ περισσότερες από αυτές που προβλέπουν οι εργασιακοί νόμοι και οι αμοιβές των εργαζομένων δυσανάλογες προς το έργο που παράγουν, χωρίς έξτρα αμοιβή για υπερωρίες, και στυγνή εκμετάλλευση ανηλίκων από ασυνείδητους πολίτες.

Οι όροι έκαναν την εμφάνισή τους μετά τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία, στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Αυστραλίας, που άλλαξε τις μεθόδους παραγωγής και τις δομές της κοινωνίας.

Θύματα αυτών των αλλαγών ήταν, κυρίως, μετανάστες, που το ανελισσόμενο καπιταλιστικό σύστημα χρησιμοποιούσε για να αυξάνει τα κέρδη του από την «πρόσθετη αξία», που παρήγαγαν οι ενδεείς μετανάστες με εξαιρετικά χαμηλό κόστος.

Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων και η διεκδίκηση «ανθρώπινων» συνθηκών και όρων εργασίας περιόρισε σταδιακά την εκμετάλλευση των εργαζομένων από καταστηματάρχες και εργοστασιάρχες. Οι συλλογικές συμβάσεις απασχόλησης, που διαπραγματεύονταν οι εργαζόμενοι με την εργοδοσία, κατοχύρωναν «ανθρώπινες» συνθήκες εργασίας, «λογικές αμοιβές» και κοινωνικές παροχές.

Το επινοητικό κεφάλαιο, όμως, βρήκε τρόπο να διαφύγει από τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων με την εγκαθίδρυση ενός νέου, σκληρότερου συστήματος εκμετάλλευσης εργαζομένων στη βιομηχανία ιματισμού – κυρίως μεταναστριών, το χρυσοφόρο, για το κεφάλαιο, σύστημα «Outwork».

Μεγάλες εταιρίες παραγωγής ρούχων απέλυσαν το προσωπικό τους, έκλεισαν τα εργοστάσιά τους και στρατολόγησαν κατ’ οίκον εργάτριες -«outworkers», τις οποίες ανάγκαζαν να εργάζονται εξουθενωτικές ώρες με άθλιες, στην κυριολεξία, αμοιβές, χωρίς εφάπαξ, χωρίς κοινωνικές παροχές.

Στην πράξη, το κεφάλαιο επιχείρησε και πέτυχε να μεταβάλει εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια μεταναστών σε «sweatshops», όπου οι γυναίκες πληρώνονταν με το «το κομμάτι». Διαδοχικές έρευνες της μεταπολεμικής περιόδου βεβαιώνουν, ότι οι γυναίκες που δούλευαν στα σπίτια τους δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ με αμοιβή $2, $3 την ώρα. (Diviney & Lillywhite, «The Hub of Responsible Business Practice», 2007).

Οι εργαζόμενες δεν δικαιούνταν εφάπαξ, δεν δικαιούνταν αναρρωτική άδεια, δεν δικαιούνταν διακοπές, μήτε αποζημιώσεις για ατυχήματα εν ώρα εργασίας τους ή για ανήκεστη βλάβη της υγείας τους εξ αιτίας της πίεσης που υφίσταντο από τους εργοδότες τους, που δικαιούνταν κάθε άλλος εργαζόμενος πολίτης της Αυστραλίας.
Το κίνημα Faiwear Australia που αποτελείται από κοινοτικές και θρησκευτικές οργανώσεις, εργατικά συνδικάτα, φοιτητές και ακτιβιστές και λειτουργεί υπό την αιγίδα του Συνδικάτου Εργαζομένων στη Βιομηχανία Ιματισμού και Υπόδησης (Textile Clothing & Footwear Union of Australia) κατά της εκμετάλλευσης των εργαζομένων κατ’ οίκον, εκτιμά ότι γυναίκες εργαζόμενες στα σπίτια τους εργάζονται επτά ημέρες την εβδομάδα, μέχρι 18 ώρες την ημέρα και αμείβονται με $3 έως $4 την ώρα.

Τα «sweatshop» είναι, τεκμηριωμένα, ο φθηνότερος και ταχύτερος τρόπος παραγωγής ενδυμάτων, που δεν «ευδοκιμεί» στις τριτοκοσμικές χώρες, μόνο. Δυστυχώς, «ευδοκιμεί» και στη σύγχρονη Αυστραλία, όπου το διαλυμένο, φίλαυτο συνδικαλιστικό κίνημα έχει εκτοπιστεί από τους χώρους παραγωγής. Οι κυβερνήσεις μας, Εργατικές και Φιλελεύθερες, αφορίζουν δημοσίως τα «sweatshops» ως «τριτοκοσμικά» μέσα φθηνής παραγωγής, αλλά κλείνουν τα μάτια τους στην εγχώρια εκμετάλλευση.