ΜΕ την ηλικία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας, λέω να ασχοληθούμε σήμερα.

ΝΑ αναφερθούμε (περιληπτικά) στις αντιδράσεις που προκάλεσε η στήλη πριν δύο εβδομάδες, στα εγκαίνια του Πολιτιστικού μας Κέντρου και τον «εξοστρακισμό» της ελληνικής γλώσσας από τις παροικιακές εκδηλώσεις.

ΣΠΑΝΙΑ τα τελευταία χρόνια δέχομαι τηλεφωνήματα για τα όσα σχολιάζω στη στήλη.

ΕΝΩ πριν μια δεκαετία (για παράδειγμα) τηλεφωνούσαν πέντε-έξι αναγνώστες την βδομάδα, με τα χρόνια άρχισαν να αραιώνουν.

ΛΙΓΟ η ηλικία, λίγο η βαρεμάρα και από κοντά «τα ίδια και τα ίδια», σήμανε σιωπητήριο…

Η τελευταία στήλη, όμως, στην οποία αναφερθήκαμε στα λεφτά, τα χρόνια, και τη μνήμη που μας απέμεινε, άγγιξε πολλούς, αν κρίνω, όχι μόνο από τα τηλεφωνήματα, αλλά και τα όσα μου είπαν συμπάροικοι που συνάντησα στον πεζόδρομο του Όκλι και στην εκδήλωση των εγκαινίων του Πολιτιστικού Κέντρου την περασμένη Κυριακή.

ΚΑΙ ενώ οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι «πρέπει να περάσουμε καλά και ό,τι μείνει να πάει στα παιδιά», υπήρξαν και άλλοι που τάχθηκαν υπέρ της «παράδοσης» που κληρονόμησαν.

«ΜΑ για τα παιδιά μεταναστεύσαμε σε τούτη τη χώρα» μου είπε κάποιος, που μου τηλεφώνησε να διαμαρτυρηθεί.

«ΑΥΤΑ που έγραψες σήμερα θα έπρεπε να τα γράψεις πριν 20 χρόνια… Τότε που ακόμα δεν τους είχαμε γράψει ό,τι είχαμε και δεν είχαμε…» μου είπε ένας άλλος αναγνώστης, που τηλεφώνησε στην εφημερίδα αμέσως μετά την ανάγνωση της στήλης.

ΟΤΑΝ του είπα ότι είχα αναφερθεί και στο παρελθόν στο ίδιο θέμα, μου απάντησε ότι «και τότε αργά ήταν…» και έκλεισε το τηλέφωνο με ένα «γεια σου».

ΤΟ θέμα είναι μεγάλο και με τα χρόνια διογκώνεται. Αν κάποιοι μπορούν να βοηθήσουν πραγματικά τους ενήλικους συμπάροικους να περάσουν καλά, τα λίγα χρόνια που τους απέμειναν, είναι τα ίδια τους τα παιδιά.

ΜΟΝΟ με τη βοήθεια και τη κατανόησή τους μπορούν οι ενήλικες να πάρουν μια γεύση χαράς που στερήθηκαν.

ΑΝΤΙ να τους κλείνουμε στο γηροκομείο και να τους ξεχνάμε, να τους βοηθάμε να ζουν μόνοι τους ή κοντά μας, όσο μπορούμε.

ΑΣ περάσουμε, όμως, σε ένα άλλο θέμα που -έστω και συναισθηματικά-, σχετίζεται με το πιο πάνω.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στα εγκαίνια του Πολιτιστικού Κέντρου, που έχτισε η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης για λογαριασμό ολόκληρης της παροικίας.

ΑΝ κάτι με εντυπωσίασε ιδιαίτερα, δεν ήταν τόσο το δεκαπενταόροφο Πολιτιστικό Κέντρο όσο ο ενθουσιασμός, η διάχυτη χαρά και η ευδιάκριτη υπερηφάνεια στα πρόσωπα και τα μάτια των παρευρισκομένων.

ΟΣΟ και να «ξεφυλλίζω» τα… αρχεία της μνήμης μου, δεν θυμάμαι να έχω δει τόσο πλήθος μαζικά ενθουσιασμένο.

ΔΕΚΑΔΕΣ άτομα με πλησίασαν για να μου πουν πόσο περήφανοι αισθάνονταν που η παροικία μας απέκτησε, επιτέλους, ένα έργο που τιμά το ελληνικό όνομα και στην ευρύτερη κοινωνία που ζούμε.

ΕΝΑ έργο που για δεκαετίες ονειρευόμαστε, περιμέναμε, συζητούσαμε (και διαφωνούσαμε) έγινε πραγματικότητα.

ΜΙΑ πραγματικότητα, που φιγουράρει στην ελληνική γειτονιά του κέντρου της Μελβούρνης και βάζει διάπλατα την υπογραφή της παροικίας και της Ελληνικής Κοινότητας που την εκπροσωπεί για 117 χρόνια.

ΑΝ και συγκαταλέγομαι στην κατηγορία «των άπιστων Θωμάδων», και είχα «σκοτωθεί» με τον συνάδελφο Σωτήρη Χατζημανώλη, όταν δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του «Νέου Κόσμου» τα σχέδια του Πύργου, θεωρώ (και ελπίζω) ότι η ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου είναι το πρώτο θετικό βήμα για την πραγματοποίηση και άλλων παροικιακών στόχων.

ΕΔΩ ταιριάζει και η παροιμία που λέει ότι «τρώγοντας σου ανοίγει η όρεξη».

ΚΑΙ αν κρίνω από τις λίγες λέξεις που αντάλλαξα με αρκετούς γνωστούς συμπάροικους, η «όρεξη» πολλών (για νέα έργα) αρχίζει σιγά-σιγά να ανοίγει.

ΘΑ αναφερθώ σε δύο εξ αυτών που έχουν περάσει τα 80 τους χρόνια και συνεχίζουν να υπηρετούν στο συμβούλιο των Συλλόγων της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

ΜΙΛΑΜΕ για ανθρώπους με προσφορά δεκαετιών στα κοινά της παροικίας μας. Και οι δύο ήταν ενθουσιασμένοι και περήφανοι για λογαριασμό ολόκληρου του ελληνισμού με αυτό που έβλεπαν.

ΚΑΙ οι δύο μου είπαν ότι προσπαθούν να πείσουν τα συμβούλια τους να κάνουν μια μικρή δωρεά (ο ένας το κατάφερε ήδη) για την αποπληρωμή του Κέντρου και ότι πρέπει, επιτέλους, να αρχίσει η συζήτηση στην παροικία για το που τελικά θα καταλήξουν οι αναξιοποίητες περιουσίες των Συλλόγων μας.

Ο Σύλλογός μας, μου είπε ένας 85χρονος συνομιλητής μου, δεν μπορεί πια να βρει άτομα για το Συμβούλιο και δεν ξέρω τι θα απογίνουν μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια που έχουμε στην τράπεζα.

Η γνωστή και χιλιοειπωμένη ιστορία, δηλαδή, που αρνούμαστε να δούμε κατάματα και να συζητήσουμε στα σοβαρά.

ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ τις δυσκολίες, τις αμφιβολίες και τα ερωτηματικά που υπάρχουν από αυτούς που προσέφεραν χιλιάδες ώρες από τον προσωπικό τους χρόνο για ν’ αποκτήσει ένα κτίριο ο Σύλλογος της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

ΑΡΧΙΚΑ, όλοι πιστεύαμε ότι τα παιδιά μας θα συνεχίσουν να κάνουν ό,τι και εμείς και να γίνουν δραστήρια μέλη των Συλλόγων μας.

«ΑΥΤΟ, όμως, δεν έγινε, δεν γίνεται και ούτε πρόκειται να γίνει, γιατί έχουν εκλείψει πια οι ανάγκες που είχε η πρώτη γενιά των μεταναστών που έφτασε εδώ στις δεκαετίες του ’50 και ’60 από την πατρίδα».

ΚΑΙ ο άνθρωπος που συμπύκνωσε σε 20 λέξεις το πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε όσο ζούμε, δεν είναι άλλος από τον γνωστό συμπάροικο συγγραφέα, Νίκο Πιπέρη, ο οποίος για πολλές δεκαετίες είναι ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του Παναρκαδικού Συλλόγου.

ΚΑΤΑ τη διάρκεια μιας συζήτησης που είχαμε πριν λίγες εβδομάδες για το θέμα, μου είπε ακόμα ότι η περιουσία του Συλλόγου ξεπερνά τα $5 εκατομμύρια ενώ μια παρόμοια περιουσία διαθέτει και η Παναρκαδική Ομοσπονδία.

ΟΤΑΝ τον ρώτησα «τι θα απογίνει όλη αυτή η περιουσία;» μου απάντησε με ένα πικραμένο μειδίαμα «δεν ξέρω Μπάμπη…».

ΤΟ σκεπτόμουν το όλο θέμα, παρακολουθώντας και την εκδήλωση των εγκαινίων την περασμένη Κυριακή το απόγευμα μπρος στο Πολιτιστικό Κέντρο.

ΜΕΤΑΞΥ άλλων, μου πέρασε από το μυαλό, ακούγοντας τη συγκινητική ομιλία του προέδρου Βασίλη Παπαστεργιάδη (στα ελληνικά!), ότι η δεύτερη και η τρίτη γενιά μπορούν, λόγω γνώσεων, γνωριμιών και ευκολότερης ενσωμάτωσης στην ευρύτερη κοινωνία της Αυστραλίας, να κάνουν πράγματα που ούτε καν είχαν περάσει από το δικό μας.

ΚΑΙ για να επανέλθω στο άρθρο του συνεργάτη μας, Θωμά Ηλιόπουλου, για τον αφανισμό της ελληνικής γλώσσας από τις εκδηλώσεις της παροικίας, σκέφτηκα ότι οι νεότερες γενιές για τα παιδιά τους θα μπορούσαν να κάνουν πολύ καλύτερα σχολεία και Κολέγια, που να μην έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα κορυφαία της πατρίδας.

ΜΟΝΟ όταν η παροικία μας αποκτήσει τέτοια ελληνικά σχολεία θα βγάλει ανθρώπους που θα στελεχώσουν ως καθηγητές τα Κολέγια μας και τις πανεπιστημιακές Έδρες Νεοελληνικών που υπάρχουν ή θα γίνουν.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ για να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και να προωθήσουμε τον ελληνικό πολιτισμό (πέρα από εμάς τους ίδιους) είναι η παιδεία.

ΜΟΝΟ μια ποιοτική παιδεία μπορεί να μας βοηθήσει να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος των τελευταίων δεκαετιών.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ αυτή τη στιγμή στα αυστραλιανά πανεπιστήμια αρκετοί συμπατριώτες καθηγητές που μπορούν να βοηθήσουν την προσπάθεια αναβάθμισης της ελληνικής παιδείας.

Η μητέρα του Πολιτιστικού Κέντρου, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, δηλαδή, έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζει επιτροπές επιτυχημένων πανεπιστημιακών μας που βοηθούν στην καλύτερη οργάνωση του Κολεγίου της και των πολιτιστικών της εκδηλώσεων.

ΤΟ μόνο κουσούρι που έχει διεθνώς η ποιότητα είναι η… ακρίβεια της. Απαιτούνται πολύ περισσότερα χρήματα να αποκτήσεις κορυφαία Κολέγια και ποιοτικές πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

ΚΑΛΟΣ είναι ο εθελοντισμός, αλλά δεν φτάνει. Σε ολόκληρο τον κόσμο οι κορυφαίες Πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις επιδοτούνται, είτε από κυβερνήσεις, είτε από ιδιώτες.

ΑΣ συμμετάσχουν οι Σύλλογοί μας να γίνει ένα τραστ που με τους τόκος που θα κερδίζει θα μπορεί να χρηματοδοτεί πρωτοβουλίες που θα προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό και την γλώσσα μας.

ΕΝΑ Πολιτιστικό Κέντρο χωρίς έσοδα, έχει την ίδια αξία που έχει ένα άδειο ποτήρι για έναν διψασμένο οδοιπόρο.

ΚΑΙ τελειώνω συγχαίροντας τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας, όχι μόνο την πρωτοβουλία τους να κτίσει το Κέντρο, αλλά και για την οικονομική τους προσφορά που ξεπέρασε τις 200.000 δολάρια.

ΚΑΙ, βεβαίως, θα ήταν παράλειψη (και μάλιστα μεγάλη) να μην αναφέρω και πάλι ότι η ύπαρξη της Κοινότητας οφείλεται στις προσπάθειες του πρώην προέδρου Γιώργου Φουντά.

ΧΑΡΗ στο πείσμα και την επιμονή του Φουντά σώθηκε και χάρη στον ενθουσιασμό και αυθορμητισμό του Βασίλη Παπαστεργιάδη απέκτησε το Πολιτιστικό Κέντρο. Αυτά.