Η διεθνής κεφαλαιαγορά αντιμετωπίζει τον κίνδυνο κατάρρευσης, προειδοποιεί ο βοηθός κυβερνήτης της Αποθεματικής Τράπεζας Αυστραλίας, Guy Debelle, και καλεί όσους επενδύουν σε ομόλογα, μετοχές και ξένα νομίσματα να προστατευθούν από επικείμενο επενδυτικό Αρμαγεδδώνα.

Πρόκειται για τη σκληρότερη προειδοποίηση από αξιωματούχο της Αποθεματικής από την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 2008 και εδράζεται στην εκτίμηση του κ. Debelle, ότι η χρηματαγορά αδιαφορεί «επικίνδυνα» για τους κλυδωνισμούς που θα προκαλέσει διεθνώς η άνοδος των τόκων και η ισχυροποίηση της αμερικανικής οικονομίας.

Κατά τον κ. Debelle, οι διαφοροποιούμενες συνθήκες θα προκαλέσουν «ισχυρό σοκ» στην αγορά ομολόγων, αν η ίδια η αγορά συνεχίσει να αγνοεί τον κίνδυνο τελμάτωσης και δεν λαμβάνει προστατευτικά μέτρα. Επισημαίνει, δε, ότι οι υψηλές τιμές κάποιων ακινήτων και αξιών και η ασυνήθιστα σταθερή πορεία της αγοράς έχει δημιουργήσει σε πολλούς επενδυτές ένα λανθασμένο αίσθημα ασφάλειας, ότι θα μπορέσουν να πουλήσουν με κέρδος ό,τι έχουν στην κατοχή τους πριν την επόμενη οικονομική κρίση.
Ο κ. Debelle υπογράμμισε στην ομιλία του, ότι πολλοί επενδυτές αγνοούν το γεγονός, ότι σε περίοδο κρίσης είναι αδύνατη η πώληση κάποιων αξιών. «Αυτή, η λανθασμένη εντύπωση των επενδυτών με προβληματίζει» είπε.

Παράγοντες της αυστραλιανής αγοράς σχολιάζουν, ότι οι προειδοποιήσεις του κ. Debelle εντάσσονται στη διαρκή προσπάθεια της Αποθεματικής Τράπεζας να επιτύχει μεγαλύτερη πτώση της τιμής του δολαρίου Αυστραλίας. Η τιμή του εθνικού νομίσματος έπεσε μετά την ομιλία του κ. Debelle, αλλά επανήλθε στα 88 σεντς Αμερικής υψηλότερα από τους υπολογισμούς της Αποθεματικής.

Ο διευθυντής του Τμήματος Αγορών της Citigroup, Itay Tuchman, κάλεσε τους επενδυτές να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις προειδοποιήσεις της Αποθεματικής.
Παρά τις υψηλές τιμές ακινήτων και αξιών η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στην αγορά έπεσε χαμηλότερα από τα προεκλογικά επίπεδα του 2013. Ο δείκτης απασχόλησης της National Australia Bank κατέδειξε συρρίκνωση της αγοράς ενώ οι αναλυτές της τράπεζας εκτίμησαν ότι η μειούμενη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και το ελλειμματικό ισοζύγιο εμπορίου προοιωνίζουν επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.