Δεν θα εκφράσω τις απόψεις μου για τους Τούρκους. Άλλωστε, πιστεύω πως οι περισσότεροι από εμάς τρέφουμε τα ίδια ή περίπου τα ίδια, αισθήματα για τους γείτονές μας.
Όταν βρέθηκα στην πατρίδα μας το καλοκαίρι του 2011, είχα διαβάσει μια βιβλιοκριτική για κάποιο ιστορικό βιβλίο που μόλις είχε εκδοθεί. Τις λίγες ημέρες που είχα στη διάθεσή μου για ν’ ασχοληθώ με τα πολύ δικά μου, δεν κατάφερα να βρω το βιβλίο στα κοντινά βιβλιοπωλεία. Μετά, λίγο η αδυναμία μου, λίγο η ξεμυαλίστρα θάλασσα, κάτι τα παιδιά και οι συγγενείς και περισσότερο το… ήλθαμε να ξεκουραστούμε και να ηρεμήσουμε, ξεχάστηκε το… βιβλίο. Είχα φυλαγμένη την εφημερίδα με την «Κριτική -Παρουσίαση της κ. Χαρίκλειας Γ. Δημακοπούλου για το νεοκδοθέν βιβλίο της Ειρήνης Σαριόγλου «Η Επιρροή της Τουρκικής Πολιτικής στην Ελληνική Εκπαίδευση της Πόλης 1923-1974». Εκδότης του βιβλίου το Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών.
Πιστεύω πως η κριτική, η παρουσίαση, η ανάλυση και οι προσωπικές απόψεις της κ. Δημακοπούλου, παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους περισσότερους από εμάς, αν όχι για όλους. Δυστυχώς, το κείμενο είναι αρκετά μεγάλο και, εκ των πραγμάτων, υποχρεούμαι να σας το παρουσιάσω σε συνέχειες. Λίγη υπομονή. Πιστεύω πως αξίζει.
«Η μελέτη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κυρίως στρέφεται περί τα διπλωματικά ζητήματα και τις τελευταίες δεκαετίες εστιάζεται στο Κυπριακό Ζήτημα και τις συνομιλίες περί αυτό, που επηρέασαν ευλόγως τις σχέσεις Ελλάδος Τουρκίας. Υπάρχουν όμως και άλλες παράμετροι, οι οποίες παραβλέπονται γενικώς, καθώς απαιτούν -μεταξύ άλλων- και καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας, που λείπει δραματικά στην ελληνική επιστημονική κοινότητα. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονείται ότι επί πολλά χρόνια η πρόσβαση των Ελλήνων ερευνητών στα τουρκικά αρχεία ήταν αδύνατη και, επομένως, οι πληροφορίες από την αντίπαλη πλευρά απρόσιτες. Αλλά υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα στην όλη ερευνητική περιπέτεια σχετικώς με την ιστορική έρευνα στον τόπο μας.
Παρά το γεγονός ότι η ορθή πορεία υπεδείχθη στους Έλληνες εξαρχής της συγγραφής Ιστορίας, από τον Πατέρα της Ιστορίας Ηρόδοτο, επί αιώνες στο Βυζάντιο, και κατά φυσική συνέπεια στο Νεοελληνικό Κράτος από της ιδρύσεώς του το 1822, ή μάλλον από της ενάρξεως συγγραφής Νεοελληνικής Ιστορίας, ο εκάστοτε αντίπαλος των Ελλήνων απερρίπτετο, χωρίς να γίνεται προσπάθεια να «αναγνωριστεί» και να μελετηθεί προσεκτικά προς επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων στην διπλωματική διαπραγμάτευση, ίσως και επί του πεδίου της μάχης. Οι αγωνιστές του 1821 γνώριζαν τον αντίπαλο διότι είχαν ζήσει μαζί του εντός των ορίων των κατεχομένων υπό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εδαφών, τον είχαν πολεμήσει κατά τις προσπάθειες των τελευταίων γενεών Κλεφτών και Αρματολών και πολλοί είχαν διδαχτεί την πολεμική τέχνη στην Αυλή του Αλί Πασά. Οι επόμενες γενεές όμως αρκούνταν στη γνώση ότι εχθρός ήταν ο «κακός» και «προαιώνιος αντίπαλος» της Ελλάδος.
Έτσι οι γνώσεις μας για την στάση των Τούρκων ακόμη και κατά την πρόσφατη περίοδο είναι ελλιπείς και στηρίζονται πρωτίστως σε δημοσιεύματα εφημερίδων, που, ως γνωστόν, δεν αποτελούν πρωτογενείς πηγές της Ιστορίας, επειδή τα κείμενά τους χρωματίζονται από την προσωπικότητα του δημοσιογράφου, ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται περί αρθρογραφίας και όχι περί ειδησεογραφίας. Αποτελεί ουσιαστική συνεισφορά στην εθνική αυτογνωσία κάθε μελέτη που φωτίζει τις σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας κατά την σύγχρονη εποχή.
Τέτοια μελέτη είναι το βιβλίο της κ. Ειρήνης Σαριόγλου. Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και εν συνεχεία Γαλλική γλώσσα και Λογοτεχνία στα Πανεπιστήμια του Μαρμαρά και της Grenoble της Γαλλίας. Είναι διδάκτωρ της Οθωμανικής και Τουρκικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Birmingham. Εκτός από την επιστημονική έρευνα και την συγγραφή μελετών έχει ασχοληθεί και με το ιστορικό ντοκιμαντέρ και έχει επιμεληθεί τα ντοκιμαντέρ: Ζάππειο Παρθεναγωγείο Κωνσταντινουπόλεως, Γράμματα χωρίς Παραλήπτη (για τ’ Αϊβαλί), Στην εξορία (για το φόρο περιουσίας και τα εργατικά τάγματα στην Τουρκία κατά το 1943) και Σιωπηλή Σχολή με θέμα την ιστορία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Το βιβλίο της, το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα, αποτελεί τη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Επομένως έχει ήδη κριθεί από τους πλέον αρμόδιους και έχει εγκριθεί, αφού απενεμήθη στην συγγραφέα ο τίτλος της Διδάκτορας. Εν τούτοις θεωρούμε σκόπιμη την παρουσίαση του βιβλίου, διότι αφορά στο ευρύτερο κοινό και επιτρέπει την εθνική αυτογνωσία. Η κ. Σαριόγλου έχει ζήσει την τουρκική αδιαλλαξία έναντι των Ελλήνων της Πόλης και τους ποικίλους διωγμούς που γνώρισε, βάσει της Συνθήκης της Λοζάννης, εκεί Ελληνική Μειονότητα που συμφωνήθηκε και συνυπογράφτηκε να παραμείνει και να συνεχίσει το βίο της ανενόχλητη, όπως αφέθησαν να παραμείνουν στο ελληνικό έδαφος αντιστοίχως τα μέλη της Μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Ενώ όμως οι Μουσουλμάνοι της Θράκης «αυξάνονται και πληθύνονται» και έχουν τη δυνατότητα να στέλνουν και βουλευτές στην Βουλή των Ελλήνων, στην Τουρκία οι αριθμοί είναι δραματικοί για τους Έλληνες. Από τις περίπου 100.000 Έλληνες που απέμειναν στην Πόλη μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, ο αριθμός είχε μειωθεί λόγω διώξεων και διακρίσεων σε 60.489 άτομα το 1957, το 1977 είχαν συρρικνωθεί σε μόνο 8.800, ενώ σήμερα είναι μόνο 1.000 άτομα , κυρίως μεγάλης ηλικίας.
Ανάλογα δραματική είναι η μείωσης των μαθητών στα ελληνικά σχολεία Κωνσταντινουπόλεως, όπου η εκπαίδευση δεν είναι ελληνική, αλλά επιτρέπεται για κάποιες ( λίγες) ώρες την εβδομάδα να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, όχι όμως και η ελληνική Ιστορία. Τα θρησκευτικά στα σχολεία δεν επιτρέπονται, καθώς το κράτος έχει αμιγώς κοσμικό χαρακτήρα από της εποχής του Κεμάλ”.
*Συνέχεια την ερχόμενη εβδομάδα.