Όσο ήμασταν στις παιδοπόλεις, οι διασκεδάσεις μας ήταν περιορισμένες, αφού και οι ελεύθερες ώρες ήταν λίγες.
Το διάβασμα ήταν το πρώτιστο… καθήκον μας.
Από δραστηριότητες που είχαμε, ειδικά στην «κάτω» Παιδόπολη (Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, στο Βαρδάρη), ήταν ο προσκοπισμός με τον κ. Δεβλέτογλου, η έκδοση της επιτείχιας εφημερίδας φτιαγμένης στο χέρι, οι «Μαθητικοί Αντίλαλοι», αργότερα «ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΜΑΣ» -περιοδικό στον πολύγραφο, το ποδόσφαιρο στο χωματένιο γήπεδο, το μπάσκετ κάτω απ’ τα βυζαντινά τείχη, οι «διαγωνισμοί» του κ. Λαγγούρα, το δικό «μας» θέατρο.
Ο κινηματογράφος ήταν «διασκέδαση πολυτελείας» και μόνο για τους μεγάλους! Τις Κυριακές, όσοι είχαν συγγενείς στη Θεσσαλονίκη, παίρνανε σημείωμα για 2ωρη ή 3ωρη απουσία ή και διανυκτέρευση, αν ήταν Σαββατοκύριακο.
Εμείς τα μικρά, είχαμε δικαίωμα να ζητάμε άδεια από τον κ. Σταύρο, τον θυρωρό, να πεταχτούμε μέχρι το περίπτερο για κανένα γλειφιτζούρι ή «ροξ», ή να πάρουμε το «Μικρό Ήρωα» ρεφενέ. (Άλλο τώρα, αν στη θέση του «Μικρού Ήρωα», όταν πια μπήκαμε στην άγρια εφηβεία -εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50) αγοράζαμε κρυφά και κανένα «Χτυποκάρδι», το «Θησαυρό», το «Ρομάντσο», το «Φαντασία και αίσθημα», το «Ντομινό» και τις «Εικόνες»). Οι εφημερίδες, εκτός από τις αθλητικές, δεν επιτρέπονταν.
Αργότερα, όταν κάπως μεγαλώσαμε, ο Χρήστος Βενέτης κι ο Κώστας Βαγιαννίδης, παιδιά πιο ξύπνια και μπασμένα στην κοινωνία και στα κινηματογραφικά από εμάς, είτε μας έπαιρναν μαζί τους στον κινηματογράφο, είτε παίρναμε κι εμείς άδεια λέγοντας ψέμα πως έχουμε συγγενικά πρόσωπα («η Θεία μου η… Αίγλη!») που μας περιμένουν, ενώ πηγαίναμε αλλού! Για μας ήταν μια απογευματινή μαγεία εκείνος ο κόσμος των Κυριακάτικων εικόνων.
Λεφτά δεν είχαμε για το εισιτήριο, οπότε επικαλούμασταν την … ιδιότητά μας («είμαστε παιδιά της Παιδοπόλεως», λέγαμε) κι αν ο εφοριακός που έκοβε τα εισιτήρια, μάς λυπόταν, μάς έβαζε μέσα, άν όχι… πηγαίναμε αλλού. Συνήθως πηγαίναμε στους περιβαρδάρειους κινηματογράφους, το ΙΛΙΟΝ, το ΠΑΝΘΕΟΝ και το ΑΤΤΙΚΟΝ, στους οποίους μπορούσε κανείς με ένα εισιτήριο των 5 δραχμών να απολαύσει 2 έργα. Έμπαινες με τον ήλιο και έβγαινες νύχτα.
Πηγαίναμε και λίγο πιο μακριά, στην ΑΙΓΛΗ, το ΑΛΚΑΖΑΡ ή τα ΔΙΟΝΥΣΙΑ. Ειδικά τα τελευταία, μας εντυπωσίαζαν με τη μεγαλόπρεπη φαραωνική είσοδό τους.
Στον κινηματογράφο ΠΑΤΕ είχαμε πάει 2 ή 3 φορές με το σχολείο (Γυμνάσιο) για να δούμε το χιλιοπαιγμένο προπολεμικό ασπρόμαυρο «Ο Θεάνθρωπος και η Μαγδαληνή»!
Η… θητεία στους περιβαρδάρειους κινηματογράφους μάς έκανε να γνωρίσουμε, εκτός από το φανταστικό του κινηματογράφου κι έναν άλλο κόσμο: αυτόν της επαρχίας που δυστυχούσε και που την έβγαζε με έναν πατσά και δυο ταινίες ώσπου να επιστρέψουν οι άνθρωποι στο χωριό τους και να διηγηθούν τα… μεγαλεία της πόλης.
Για το λόγο αυτό, οι κινηματογραφικές αίθουσες είχανε μια ιδιομορφία, τόσο στις οσμές που βγάζανε, όσο και στο χαρτομάνι/σκουπίδι.
Ο κινηματογράφος την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία στη Θεσσαλονίκη, με τις ελληνικές σπαραξικάρδιες ταινίες, αργότερα τις ινδικές και τις «Σινεμασκόπ» αμερικάνικες ιστορικές ή περιπετειώδεις ταινίες, με τις λίγες, δυστυχώς, ευρωπαϊκές, μάς διαμόρφωσε κοινωνικοπολιτικά έτσι, ώστε να σκεφτόμαστε πολύ το τι θα … ψηφίσουμε.
Αλησμόνητο σχολείο των παιδικών μας χρόνων!
(Συνυπογράφω το κείμενο από το φίλο και συμμαθητή Σταύρο Καλαϊτζόγλου, σήμερα αποθηκευμένο όχι μόνο στη μνήμη, αλλά και στον «Εφήμερο Λόγο» Χανίων Κρήτης: stcloris.gr στα Παιδοπολίτικά του.)
Και κάτι ακόμη:
Μια διαφορετική αίσθηση των λαϊκών κινηματογράφων από τον Θεσσαλονικιό Γιώργο Ιωάννου:
«Τα συνοικιακά -σινεμά- είναι χειρότερα από τα πρώτης προβολής. Εκεί ο κόσμος πηγαίνει παρέες παρέες ή οικογενειακώς. Είναι γεμάτα παιδιά, χοντρές γυναίκες, που ο άντρας τους μπεκρολογάει στην ταβέρνα, και εξοργιστικές γριές. Όταν ανάβουν τα φώτα η κατάσταση είναι απελπιστική. Τα καθεαυτού λαϊκά σινεμά βρίσκονται στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, κοντά στις αγορές και στα πρακτορεία αυτοκινήτων. Κατά κανόνα σ’ αυτά δε συχνάζουν γυναίκες, κι όμως είναι γεμάτα άντρες απ’ το πρωί. Τις καθημερινές έχουν πολύ κόσμο, ιδίως όταν παίρνει να βραδιάζει. Τότε καταφθάνουν οι χτίστες, οι σιδεράδες, οι σωφέρηδες, οι μικροϋπάλληλοι, οι φαντάροι. Τον μορφωμένο τον μυρίζονται αμέσως. Αυτό πολύ με ενοχλεί!».