ΦΙΛΟΙ αναγνώστες καλημέρα. Θέλουμε δεν θέλουμε, νομίζω ότι έχει φτάσει η ώρα να δούμε τα πράγματα κατάματα και να πάρουμε μια απόφαση, που στο μόνο, βέβαια, που θα μας βοηθήσει είναι να πάψουμε να ταλαιπωρούμαστε.

ΛΟΙΠΟΝ, διαχρονικά οι έχοντες πέντε δράμια μυαλό συνήθιζαν να λένε ότι «ουκ έχεις λαμβάνεις εκ του μη έχοντος».

ΜΕ άλλα λόγια, μη ζητάς να πάρεις χρήματα (που σου χρωστούν) από ανθρώπους που δεν έχουν, γιατί και να θέλουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να στα δώσουν.

ΟΠΟΙΟΣ δεν το έχει εμπεδώσει ακόμα αυτό στη ζωή του (και αρκετοί από εμάς δεν το έχουμε) δεν ξέρει να προσθέσει ούτε δύο και δύο.

ΣΥΝΕΠΩΣ, καλό είναι επιτέλους να αναληφθούμε ότι η γλυκιά μας πατρίδα παρέδωσε εδώ και αρκετά χρόνια το (καταχρεωμένο) οικονομικό της πνεύμα και δεν μπορεί πια να δώσει τις συνταξούλες που κάποτε μας είχε υποσχεθεί.

ΤΗ νύφη θα την πληρώσουν όλοι, αλλά -κυρίως- οι απόδημοι, οι οποίοι ούτε ψηφοφόροι είναι ούτε μπορούν να τρέξουν για πιστοποιητικά, χαρτιά και βεβαιώσεις ούτε να πιέσουν τις… αρμόδιες Αρχές.

ΜΑ είναι δυνατόν, θα με ρωτήσετε (και καλά θα κάνετε) μια χώρα που σέβεται τον εαυτό της να συμπεριφέρεται με αυτό τον άθλιο τρόπο στον λαό της;

ΒΕΒΑΙΩΣ και είναι δυνατόν για μια χώρα σαν την Ελλάδα, να συμπεριφέρεται έτσι σε έναν λαό σαν τον λαό μας.

ΜΕ λίγες κουβέντες, στην προκειμένη περίπτωση ισχύει το σοφό γνωμικό που λέει ότι «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι».

ΚΑΙ για όσους δεν κατάλαβαν, θα το πω και διαφορετικά: «Ήταν που ήταν στραβό το κλίμα (δηλαδή, για τα σίδερα η χώρα) το έφαγε και ο γάιδαρος (δηλαδή ο λαός, που ήταν για τα πανηγύρια) και ήλθε και έδεσε το πράγμα».

ΑΝ η επόμενη ερώτησή σας έχει να κάνει με το ποιος από τους δύο «δράστες» έφταιξε περισσότερο, η απάντησή μου είναι καταδικαστική για τον… ένδοξο λαό μας, που τέχνες πάντα κατεργάζεται για να την βγάζει καθαρή, να έχει πάντα να λαμβάνει και ποτέ να μη δίνει.

ΜΗΝ ξεχνάτε δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν βρωμίζουν όλα τα ψάρια από το κεφάλι και, δεύτερον, ότι ο λαός ήταν αυτός που έστησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του το κράτος που του ταίριαζε.

ΜΕ ποιον ακριβώς λαό είχαν να κάνουν αυτοί που ανέλαβαν από την πρώτη στιγμή τα ηνία της χώρας, θα το καταλάβετε μελετώντας λίγο την Νεοελληνική Ιστορία και εμβαθύνοντας κυρίως στο τι ζητούσαν από τους ηγέτες που εξέλεξαν να τους κυβερνήσουν. Ποια ήταν, δηλαδή, τα αιτήματά τους; Τι ήθελαν και σε τι απέβλεπαν;

ΑΠΟ την πρώτη στιγμή, οι Έλληνες έβλεπαν με καχυποψία το κράτος τους. Κάτι σαν συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που μισούσαν. Περισσότερο ως αντίπαλο παρά ως αρωγό και σύμμαχο στις επιδιώξεις τους.

ΕΤΣΙ φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, γιατί ο δρόμος που, ουσιαστικά, είχαμε πάρει (από τη σύσταση του κράτους μέχρι σήμερα) μόνο σε χρεοκοπίες και στην παντελή έλλειψη κράτους οδηγούσε.

ΚΑΙ αυτό φάνηκε εκ του αποτελέσματος, αφού η τελευταία χρεοκοπία μας, είναι η πέμπτη κατά σειρά που πετύχαμε και μια από τις πιο εντυπωσιακές που έχει γνωρίσει ο (καταχρεωμένος) πλανήτης μας.

ΠΟΤΕ άλλη χώρα στον κόσμο δεν είχε καταφέρει να πάρει μεγαλύτερα δάνεια, που σημάνει ότι ενδεχομένως προς την κατεύθυνση αυτή υπάρχουν ακόμα «περιθώρια βελτίωσης» και κεφάλαια προς διάθεση.

ΤΟ να τα παίρνεις, βέβαια, είναι η εύκολη πλευρά του νομίσματος και σε αυτό έχουμε γίνει μανούλες. Εκεί που δυσκολευόμαστε είναι να επιστρέφουμε τα δανεικά.

ΑΣ επιστρέψουμε, όμως, στο σήμερα. Όπως είπαμε και στην αρχή, ξεχάστε τις συντάξεις από την πατρίδα. Και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το γράφω.

ΣΤΟ θέμα είχα αναφερθεί, λέγοντας τα ίδια πράγματα από άλλη αφετηρία, δηλαδή, ότι για πολλούς λόγους είναι δύσκολο για την Ελλάδα να καταβάλει εδώ συντάξεις και πριν από την οικονομική κρίση. Τότε που μας είχε επισκεφθεί ο χοντρούλης (ο Καραμανλής ο νεότερος) για να υπογράψει τη σχετική συμφωνία με την Αυστραλία για τις συντάξεις.

ΑΠΟ τότε ακόμα πρόβλεπαν (όσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις) ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Και κατάρρευσε, άσχετα με το τι λέει ακόμα ο Σαμαράς και όσοι ευαγγελίζονται την ανάπτυξη και την επιστροφή στα δανεικά.

ΓΙΑ όσους γνωρίζουν τα στοιχειώδη από το λεξικό της παλιάς τεχνολογίας η χώρα είναι beyond repair. Έχει χτυπήσει μπιέλα! Δεν παίρνει πλέον επισκευή. Χρειάζεται χτίσιμο από το μηδέν.

ΜΙΑ χώρα που κανείς (όταν τον παίρνει) δεν πληρώνει φόρους, που διαθέτει πάνω από δύο εκατομμύρια αυθαίρετα, στους ιδιοκτήτες των οποίων έχουν δοθεί έξι αναβολές (την τελευταία τριετία!) να τα δηλώσουν, που είναι ευάλωτη σε κάθε είδους παρανομία, που έχει έναν κρατικό μηχανισμό που παραπαίει και μια κυβέρνηση που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει, τι μπορεί κανείς να περιμένει;

ΤΙ να περιμένεις από ένα κράτος που έχει εγκαταλείψει στο έλεος του θεού στην κυριολεξία, την παιδεία, την υγεία, τη δημόσια συγκοινωνία, τις ένοπλες δυνάμεις, τη δημόσια περιουσία και προσπαθεί να ζήσει (και αυτό) τρώγοντας τις ίδιες του τις σάρκες.

ΑΝ, λοιπόν, νομίζετε ότι έχετε να λαβαίνετε από ένα τέτοιο κράτος, κάνετε λάθος. Οι δικαιολογίες που προβάλουν και το χαρτομάνι που ζητούν έχουν τις ρίζες τους στη διάχυτη ανικανότητα του δημόσιου τομέα και στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν λεφτά.

ΟΠΩΣ όλες οι ελληνικές ιστορίες, όμως, έτσι και αυτή, έχει και την καλή της πλευρά. Στην προκειμένη περίπτωση, η «καλή πλευρά» έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο αριθμός των συμπαροίκων που δικαιούνται κάποια σύνταξη από την Ελλάδα είναι σχετικά μικρός και ακόμα μικρότερος αυτών που την έχουν άμεση ανάγκη για να ζήσουν.

ΛΕΓΟΝΤΑΣ όλα αυτά, θα προσέθετα ότι η σημερινή Ελλάδα, με όλα τα προβλήματά της, δεν είναι ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη απ’ αυτή που όλοι εμείς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.

ΠΑΝΤΑ έτσι ήταν η χώρα. Τη μια μέρα δόξα ο Θεός και την επόμενη βοήθα Παναγία μου. Όταν ανοίγουν οι κάνουλες των «αγορών» και βρίσκουμε δανεικά, συμπεριφερόμαστε σαν άρχοντες και ξοδεύουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, και όταν στερεύουν τα δανεικά, αρχίζουμε το «κλάμα» φορτώνουμε τα δεινά μας στους ισχυρούς που μας μισούν και μας κυνηγούν γιατί ζηλεύουν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό μας και τους προγόνους μας.

ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, θα προβώ και σε μια… μίνι εξομολόγηση. Μετά από 43 χρόνια διαμονής στην πλούσια και οργανωμένη Αυστραλία νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να κάνω μια σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών και να εκφράσω ελεύθερα την άποψή μου.

ΚΑΛΗ η Αυστραλία, αλλά δεν ταιριάζει στον ψυχισμό μου. Γι’ αυτό και σκέπτομαι τελευταία να επιστρέψω στην πατρίδα για να ζήσω εκεί την εφηβεία των γηρατειών μου.

ΕΧΩ καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα ταιριάζει περισσότερο ο «χύμα» χαρακτήρας μου. Μου αρέσει η ανοργανωσιά της, η έλλειψη «τάξης», προγραμματισμού, ασφάλειας και ό,τι άλλο συνοδεύει τον Δυτικό πολιτισμό.

ΜΕ ελκύει το γεγονός ότι, παρά τις αλλαγές που έχει επιφέρει η τεχνολογία, οι «αγορές», οι επενδύσεις, τα άλματα του βιοτικού επιπέδου των αναπτυγμένων χωρών, όπως η Αυστραλία, προτιμώ την πατρίδα που με το δικό της απαρχαιωμένο σύστημα κατάφερε να αντισταθεί στο τσουνάμι της «προόδου».

Η ευτυχία εξαρτάται περισσότερο από το πώς αισθάνεσαι και όχι από τα πόσα έχεις. Και όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα αισθάνομαι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι όταν βρίσκομαι στην πλούσια και άνετη Αυστραλία.

ΜΟΥ αρέσει η μαγεία των ελληνικών τοπίων, το μοναδικό κλίμα της χώρας, ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες, οι παραλίες της, τα βουνά της, τα ταβερνάκια της και τα απρόοπτα.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ, όμως, να σταματήσω εδώ για να μη βάλω και εσάς στην πρίζα της επιστροφής και σας πάρω στο λαιμό μου, γιατί, όπως λέει και ένας άνθρωπος δικός μου (που γνωρίζει τις κακοτοπιές του χαρακτήρα μου) και στην Ελλάδα να πάω, μετά από λίγο θα βαρεθώ και για νέους τόπους θα ψάχνω.

ΜΕ δυο λόγια, λόγω ηλικίας, διάθεσης και γενικότερης βαρεμάρας (που για δεκαετίες με ταλαιπωρεί) μου φταίνε όλα και δεν κάνω πια για πουθενά. Έχουν τελειώσει οι μπαταρίες και δεν φορτίζουν άλλο…

ΠΡΙΝ τελειώσω, θα αναφερθώ και στο παράπονο ενός συναδέλφου που φοβάται ότι θα καταρρεύσει ένας ακόμα πατροπαράδοτος θεσμός που ισχύει, όπως είπε, από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας.

ΣΥΝΗΘΩΣ (μου είπε) σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα της πατρίδας μας (αλλά και της παροικίας μας), οι εορτάζοντες είναι αυτοί, σε κάθε απόχρωσης γιορτής, που πληρώνουν τα έξοδα όταν σε καλούν.

ΝΑΙ, του λέω, έτσι είναι. Μα αν είναι έτσι (μου απαντά) πώς ορισμένοι που ετοιμάζονται να γιορτάσουν καλούν και τους προσκεκλημένους να βάλουν το χέρι στη τσέπη. Αυτά και γεια χαρά.