ΕΧΩ τόσο «υλικό» να επεξεργαστώ, να ερμηνεύσω και να σχολιάσω σήμερα, που δεν ξέρω από πού να αρχίσω και πώς να τελειώσω, χωρίς να διακινδυνεύσω να παρεξηγηθώ.

ΠΑΡΑ τις προσπάθειες που καταβάλλω να παρακάμπτω την… ακραία ιδεολογία μου, τις προτιμήσεις και προκαταλήψεις μου, που είναι περισσότερες και από τις αμαρτίες της αμετανόητης Μαγδαληνής, οι δημοσιογραφικές Ερινύες της παρεξήγησης (και παρερμηνείας) με καταδιώκουν.

ΑΝ και αμέτρητες φορές έχω γράψει ότι η στήλη αυτή δεν απευθύνεται σε «σοβαρούς» και «αντικειμενικούς» αναγνώστες και σας έχω προειδοποιήσει επανειλημμένα να την αποφεύγετε (όπως ο διάβολος το λιβάνι) αν δεν έχετε τα στοιχειώδη αποθέματα σε χιούμορ και διάθεση για γέλιο, όλο και κάποιος πέφτει στην παγίδα της δήθεν σοβαρής ειδησιογραφίας που σερβίρει τα προϊόντα της κομμένα και ραμμένα στις απαιτήσεις και τα γούστα των πελατών της.

ΛΟΙΠΟΝ, πριν μπω στο θέμα (που μπήκα πριν δύο εβδομάδες και έφερα τα πάνω κάτω) σας προτείνω να διαβάσετε σήμερα στη στήλη της αλληλογραφίας μια επιστολή που μου έστειλαν οι φοιτητές του La Trobe ως απάντηση για τα όσα έγραψα πριν δύο εβδομάδες.

ΓΙΑ να μην παρεξηγηθώ και από εσάς, οφείλω να διευκρινίσω ότι η επιστολή είναι λίγο βαρετή, αλλά θα σας είμαι υπόχρεος αν της ρίξετε μια βιαστική ματιά για να χαρούν και τα παιδιά που την έστειλαν.

ΤΟ πρώτο συμπέρασμα που έβγαλα διαβάζοντας την επιστολή τους, είναι ότι οι φοιτητές που την έγραψαν δεν είχαν ξαναδιαβάσει «Αιθεροβάμωνα» και, ως εκ τούτου, δεν κατάλαβαν την εύθυμη πλευρά του.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, να μη γνώριζαν (και να συνεχίζουν να μη γνωρίζουν) ότι η στήλη αυτή πρωτοδημοσίευσε (στις 18 Οκτωβρίου) την ύπαρξη της επιστολής του «Ελληνικού Λόμπι Διαφάνειας των Ελλήνων Φοιτητών του Πανεπιστημίου La Trobe» με την εξής σημείωση:

«ΕΦΘΑΣΑΝ χθες στο γραφείο μας δύο ανώνυμες καταγγελίες που αφορούσαν «διακεκριμένους» συμπάροικους. Η μια είχε στόχο ομογενή υποψήφιο και η άλλη συμπάροικο πανεπιστημιακό (γένους θηλυκού).

ΔΕΝ ξέρω αν στέκουν οι καταγγελίες, για την ώρα δεν τις υιοθετώ (γιατί μπορεί να πρόκειται για συκοφαντίες), αλλά τις ψάχνουμε και τις δύο και αν χρειαστεί θα επανέλθω».

ΣΥΝΕΠΩΣ, πιστεύω ότι, αν οι φοιτητές είχαν μελετήσει προσεκτικά τα σχετικά δημοσιεύματα της εφημερίδας μας (όπως γράφουν στη σημερινή τους επιστολή) θα γνώριζαν την πιο πάνω «λεπτομέρεια» και δεν θα έγραφαν ό,τι έγραψαν γιατί θα αντιλαμβάνονταν και τις προθέσεις μου και το χιούμορ του ολιγόλογου κειμένου που ακολούθησε μετά μία βδομάδα.

ΟΙ γενικεύσεις που επιστράτευσαν για να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους «είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά», γιατί στόχος του κειμένου ήταν το ανώνυμο… Λόμπι και όχι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.

ΓΙΑ να είμαι ειλικρινής η εντύπωση που αποκόμισα από την επιστολή τους είναι ότι, χρησιμοποίησαν τα όσα (κακώς) μου απέδωσαν για να απονείμουν περισσότερα παράσημα στην καθηγήτριά τους Μαρία Ηροδότου και να μας πουν πόσο υπερήφανοι είναι που την έχουν καθηγήτρια.

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ τους βέβαια και δεν μου πέφτει λόγος. Τώρα, ποιος έγραψε την επιστολή (και γιατί;) ιδέα δεν έχω, ούτε με ενδιαφέρει. Αυτά τα λίγα για το θέμα και πάμε πιο κάτω.

ΤΗΝ περασμένη Δευτέρα ο «Νέος Κόσμος» δημοσίευσε ένα άρθρο του Παναγιώτη Γκογκίδη που αναφερόταν στη βιογραφία του συμπάροικου επιχειρηματία Ανδρέα Ανδριανόπουλου, που έγραψε ο καθηγητής, Αναστάσιος Τάμης.

ΑΝ δεν έχει πέσει στα χέρια σας το βιβλίο και δεν γνωρίζετε την συναρπαστική ιστορία του βαρόνου των καυσίμων που τιμά την Αρκαδία, αναλαμβάνω την ευθύνη να σας προτείνω να διαβάστε το άρθρο του Π. Γκογκίδη.
Ο πρωτότυπος τρόπος που χρησιμοποιεί ο αρθρογράφος να περιγράψει τη μέθοδο που ακολούθησε ο συγγραφέας είναι εξίσου συναρπαστικός και πρωτότυπος.

ΑΝ και κατάγομαι από τα ίδια χώματα και έπινα νερό από το ίδιο πηγάδι που ξεδιψούσε και ο κοντοχωριανός μου βαρόνος της βενζίνης, δεν είχα ιδέα ότι το παρελθόν και το σήμερα του Ανδρέα Ανδριανόπουλου δεν διαφέρει από αυτό του… Πάνα.

ΣΥΜΦΩΝΑ με τον Γκογκίδη, και δεν έχω καμιά χειροπιαστή απόδειξη να την αμφισβητήσω, την πορεία του θεού των Αρκάδων, του πιο αυτόχθονα θεού της Ελλάδας επακολούθησε ο Ανδρέας.
Ο πρώτος, βέβαια, έκανε καριέρα και πέρασε στην ιστορία ως προστάτης των ποιμένων, που σκότωνε την ώρα του παίζοντας φλογέρα, ενώ ο Ανδρέας αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να βγάλει το ψωμί του.

ΑΝ το βιβλίο του Α. Τάμη περιέχει, έστω μέρος, από τα όσα του αποδίδει η αφήγηση του αρθρογράφου, καταρρίπτονται και μια σειρά από μύθοι, για την ζωή των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ, κοινωνιολόγοι, ερευνητές, αλλά και οι ίδιοι οι μετανάστες, σε βιβλία και ποιήματα που έγραψαν στην προσπάθειά τους να αφήσουν τα ίχνη τους στη λογοτεχνία, αναφέρονται κυρίως στην προσφορά των μεταναστών στην Αυστραλία, και στα πρώτα δύσκολα χρόνια.

ΜΕ δυο κουβέντες, οι περιγραφές τους δεν διαφέρουν από τις δραματικές ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου και της Μάρθας Βούρτση, που τόσο κλάμα είχε πέσει κατά την διάρκεια των προβολών τους, τόσο στην πατρίδα όσο και στους ελληνικούς κινηματογράφους της Μελβούρνης.

ΑΚΟΜΑ θυμάμαι, όχι μόνο τα ποτάμια των κινηματογραφικών δακρύων, αλλά και τα γράμματα που μας έστελνε η θεία μου η Σωτηρία από την Αμερική για να μας εξιστορήσει τον μεταναστευτικό Γολγοθά της εποχής του… Πάνα και του Ανδριανόπουλου.

ΣΕ ένα από αυτά μας έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι θα ήταν προτιμότερο να έμενε στην Αρκαδία και να έτρωγε αγριόχορτα για να ζήσει, παρά να μεταναστεύσει στην Αμερική για να καζαντίσει και να τρώει μπριζόλες, μαρινάρες και κανελόνι…

ΤΗΝ σόκαρε τη θεία Σωτηρία η άνεση και η καλοπέραση, ρε παιδί μου. Γκρέμισε τα παιδικά της όνειρα για τον κόσμο που ονειρεύονταν να διάγει τον βίο της.

ΔΕΝ είναι και λίγο να σου στερήσουν τα δράματα, τα δάκρυα, τον κατατρεγμό και το σύνδρομο του θύματος που επικαλούμασταν όταν το απαιτούσαν οι συνθήκες.

ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, με αυτή την κουλτούρα (όπως όλοι μας) μεγάλωσα κι εγώ, κύριοι, οπότε και αντιλαμβάνεστε το σοκ που έπαθα όταν διάβασα το άρθρο του Γκογκίδη, πως η μετανάστευση βοήθησε τους Έλληνες μετανάστες της δεκαετίας του 1950 και 1960 να δημιουργήσουν τις κομμούνες της ευτυχίας τους.

ΝΑΙ ρε, ότι ζήσαμε σαν φτωχοί και κατατρεγμένοι μετανάστες το ζήσαμε, όταν 30 και 40 από εμάς κατοικούσαμε σ’ ένα σπίτι και περιμέναμε στη σειρά να πάμε (προς νερού μας) στην τουαλέτα.

ΝΑ, όμως, πώς συμπυκνώνει τα αλησμόνητα εκείνα χρόνια ο Παναγιώτης Γκογκίδης και πώς περιγράφει την… κομμούνα της ευτυχίας μας αντλώντας μαρτυρίες και εμπειρίες από τη βιογραφία του Α. Τάμη για τον Ανδριανόπουλο:
«…Ο πατέρας που έρχεται μετανάστης για να καλοπαντρέψει τις κόρες του χωρίς προίκα, τα χρόνια της επιβίωσης, τα γαμήλια γλέντα στα σπίτια, τριάντα άτομα ένα μπάνιο και όχι δύο άτομα πέντε μπάνια σαν σήμερα, ο εφευρετικός Ανδρέας με τους φίλους του που δανείζονται να αγοράσουν ένα σπίτι…»!

ΚΑΙ η μεταναστευτική αυτή Οδύσσεια της ευτυχίας μας συνεχίζεται μέχρι το τέλος του άρθρου.

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, ποτέ μέχρι σήμερα το καπιταλιστικό σύστημα δεν είχε δεχτεί τέτοιο επαναστατικό ράπισμα και ο νεοπλουτισμός δεν είχε υποστεί τέτοια υπονόμευση.

ΤΟ «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Κάρολου Μαρξ ωχριά μπροστά στο ανατρεπτικό πόνημα του Γκογκίδη.

ΔΕΝ είναι και λίγο ένας ολόκληρος βαρόνος της βενζίνης να βγαίνει και να λέει ότι νοσταλγεί ακόμα τα χρόνια της φτώχειας του.
ΑΝ αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο ράπισμα που έχει δεχτεί το καπιταλιστικό σύστημα και το life style νεοπλουτισμού που πρεσβεύει τότε τι άλλο μπορεί να είναι;
ΑΝ, δηλαδή, αποφασίσουμε όλοι κάποια στιγμή να επιστρέψουμε στην ευτυχία της φτωχής και ρακένδυτης κομούνας ο καπιταλισμός θα τα τινάξει τα πέταλα. Θα μείνει χωρίς πελατεία…
ΑΥΤΑ τα… εναλλακτικά για σήμερα και ελπίζω ο Παναγιώτης Γκογκίδης και ο φίλος μου ο Τάσος Τάμης, να έχουν περισσότερο χιούμορ από τους φοιτητές του La Trobe. Γεια χαρά.