Θυμάμαι τα χρόνια τα παλιά, όταν είχαμε πιστέψει πως είχαμε ακουμπήσει της ωριμότητας την αρχή και της σοβαρότητας την άκρη, κοιτάζαμε να διαβάζουμε κάτι ξεχωριστό, κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα που εκείνη την εποχή μας προσέφεραν με τη… σέσουλα. Σαν βρίσκαμε κάτι από κάποιο έντυπο που πιστεύαμε πως ξεχώριζε, επικοινωνούσαμε με τους φίλους και φίλες που πιστεύαμε πως κινούνταν στα ίδια επίπεδα, να ανταλλάξουμε απόψεις, να αντιμετωπίσουμε τους αντιρρησίες και τους κριτές. Περασμένα μεγαλεία και θυμόντας τα αναπολείς και να λυπάσαι.

Σήμερα δεκάδες, εκατοντάδες, ηλεκτρονικά σημειώματα, με διάφορα θέματα, φθάνουν στις οθόνες των κομπιούτερ μας, προσφορά φίλων, γνωστών και… αγνώστων. Όπως όλοι οι άλλοι, έτσι και εγώ, έχοντας το πλεονέκτημα της επιλογής και της απόρριψης, ελάχιστα κρατώ και μάλιστα από αυστηρά περιορισμένο αριθμό καλών φίλων προερχόμενα. Αν έχω κάτι δικό μου να γράψω για να κρατήσω «ζωντανή» τη μικρή μας συντροφιά, τότε το προφέρω λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές και γραμμές της εφημερίδας συνοδευόμενες από τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. Από τους καλούς φίλους που έχουν την καλοσύνη να μου στέλνουν, ήτοι τον εκλεκτό επιστήμονα Νίκο Ματζιώρο, τον Ντίνο Τουμάζου που παράτησε την επιστήμη του για να ασχοληθεί επιστημονικά με το εμπόριο, τον Τάσο Κολοκοτρώνη με πάθος του την τέχνη και την έρευνα και τον Ιάκωβο Γαριβάλδη με τις λεπτεπίλεπτες λογοτεχνικές σελίδες του, απόψε διάλεξα κάτι μικρό, που έχει έλθει από την ιστοσελίδα «ΔΙΑΛΟΓΟΣ στην ΑΓΟΡΑ» του Ντίνου Τουμάζου.

«Το καλύτερο μήνυμα που διάβασα ποτέ»
«Η γυναίκα μου πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα. Το ξέρεις και το ξέρω πως την αγαπάς, μου είπε μια ημέρα ξαφνιάζοντάς με. Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της λίγο χρόνο.
-Μα εγώ εσένα αγαπώ, της είπα έντονα.
-Το ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις των παιδιών και της δουλειάς με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που. Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο. «Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» με ρώτησε. «Νόμιζα πως θα ήταν καλά να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί, οι δύο μας, μόνοι …Τι λες; «Θα το ήθελα πολύ», απάντησε. Εκείνη την Παρασκευή, οδηγώντας να πάω να την πάρω, αισθανόμουν λίγο περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη! Ήταν έτοιμη.

Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και φορούσε το φόρεμα που είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου. «Είπα στις φίλες μου πως θα βγω με τον γιό μου και όλες τους συγκινήθηκαν», μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο. Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα πολύ καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο και περπατούσε σαν να ήταν η Πρώτη Κυρία της χώρας. Αφού καθίσαμε άρχισα να της διαβάζω τον κατάλογο των φαγητών. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε και ένα νοσταλγικό χαμόγελο πλανιόταν στα χείλη της.

«Εγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζα τον κατάλογο όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;» «Ήλθε η ώρα να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη, της απάντησα.» Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά πως περνάει ο καθένας μας την ημέρα του. Μιλούσαμε για ώρες και συνεπαρμένοι από τη συζήτηση ξεχάσαμε πως είχαμε συμφωνήσει να πάμε στον κινηματογράφο. «Θα πάμε την άλλη φορά που θα βγούμε, είπα.» «Θα βγω μαζί σου αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ το τραπέζι αυτή τη φορά.», είπε γυρίζοντας στο σπίτι. Την αγκάλιασα και τη φίλησα. «Πως πήγε το ραντεβού;» ρώτησε η γυναίκα μου μόλις επέστρεψα σπίτι. «Πολύ όμορφα, σ’ ευχαριστώ. Περισσότερο απ’ ότι περίμενα, σ’ ευχαριστώ.» Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου «έφυγε» από ανακοπή της καρδιάς.

Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Λίγες ημέρες μετά, έλαβα ένα φάκελο από το εστιατόριο που είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι’ εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
«Γιε μου. Το δείπνο είναι προπληρωμένο για δύο άτομα. Για σένα και την αγαπημένη σου γυναίκα. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παραβρεθώ. Ίσως δεν μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τι σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ.» Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα που θα είχε να είχα πει κι’ εγώ εγκαίρως.. Σ’ αγαπώ μητέρα.

Αφιέρωσε λίγο χρόνο σ’ αυτούς που αγαπάς. Μερικοί δεν μπορούν να περιμένουν.