Όπως κάθε χρόνο έτσι κι εφέτος παρουσιάζουμε το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς. Όχι αναγκαστικά από τη βιβλιοπαραγωγή του τρέχοντος έτους, αλλά από τις φετινές αναγνώσεις μας. Φέτος επιλέξαμε ανεπιφύλακτα το «Μανχάταν – Μπανγκόκ» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2011) του Γιώργου Βέη. Πέρα από την αξία του καθαυτού βιβλίου, η παρουσίαση αυτή αποτελεί μια ευρύτερη επισκόπηση στην ταξιδιογραφία του συγγραφέα και, κατ’ επέκταση, ένα αφιέρωμα στον τελευταίο, προ πολλού οφειλόμενο.
Ο Γιώργος Βέης, αν και ασχολήθηκε με ποικίλα λογοτεχνικά είδη, δεν πρόδωσε ποτέ την ποιητική του ιδιότητα. Ένας άνθρωπος των ανησυχιών, των ενδιαφερόντων, της ευρυμάθειας και του ταλέντου του Βέη, θα ασφυκτιούσε κυριολεκτικά αν περιχαρακωνόταν στα περιορισμένα στεγανά του ποιητικού και μόνο χώρου. Με όποιο είδος όμως κι αν καταπιάστηκε, διέπρεψε κι άφησε το στίγμα του. (1) (Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι η μετάφραση του βιβλίου τού Μπόρχες «Το βιβλίο των Φανταστικών Όντων» έχει σημειώσει το ρεκόρ των έξι εκδόσεων στην Ελλάδα!).
Αυτό όμως που τον ανέδειξε (ή, καλύτερα, το ανέδειξε ο ίδιος) και του εξασφάλισε μια περίοπτη θέση στο πάνθεον των ελληνικών γραμμάτων, ήταν η στροφή του στην ταξιδιωτική λογοτεχνία με την έκδοση του «Ασία, Ασία» το 1999. Ένα λογοτεχνικό είδος το οποίο δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στην Ελλάδα, όπως σε άλλες χώρες (καθότι αντιμετωπιζόταν απαξιωτικά, σχεδόν ως παραλογοτεχνία), αν και είχε θητεύσει σ’ αυτό και το είχε λαμπρύνει με τη γραφίδα του ένας ογκόλιθος όπως ο Νίκος Καζαντζάκης! Να ήταν άραγε το πρόσφορο έδαφος αυτού του παραμελημένου, σχεδόν παρθένου χώρου, που η διορατική, οξυδερκής ματιά οδήγησε τον Βέη να υπηρετήσει, εκμεταλλευόμενος ένα πεδίον (λογοτεχνικής) δόξης λαμπρόν; Καθόλου απίθανο, μολονότι φρονώ ότι σ’ αυτή τη «στροφή» συνέβαλαν αναμφίβολα κάποιες «συγκυρίες», όπως η ιδιότητά του ως διπλωμάτη – που τον ανάγκαζαν να μετακινείται διαρκώς ανά την υφήλιο (πιστός στο Ομηρικό «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω») εκμεταλλευόμενος τα πλούσια λογοτεχνικά κοιτάσματα αυτών των εμπειριών, βιωμάτων, περιπλανήσεων και συγγραφικών ερεθισμάτων. (2)
Μολονότι για πρακτικούς κυρίως λόγους, αυτού του είδους η γραφή του Βέη αποκαλείται κατ’ ευφημισμόν «ταξιδιωτική», (3) αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές και σωστό. Διότι δεν είναι μονοδιάστατα «ταξιδιωτική» η γραφή αυτή αλλά πολύ περισσότερα απ’ όσα υποδηλώνει. Πρόκειται για πολύμορφα και πολυεπίπεδα κείμενα, δηλαδή για μια υβριδική γραφή στην οποία μπολιάζεται και διασταυρώνεται μια ευρεία γκάμα λογοτεχνικών κι εξωλογοτεχνικών κειμένων και ειδών. Εύγλωττο παράδειγμα είναι το «Μανχάταν – Μπανγκόκ».
Πρόκειται για ένα διπλό βιβλίο, το πρώτο μέρος του οποίου είναι ταξιδιογράφημα (και τιτλοφορείται «Στάσεις: Ινδοκίνα-Κίνα-Ινδονησία»), ενώ το δεύτερο μέρος (με τίτλο «Το τοπίο ως παιδαγωγός, το ταξίδι ως αισθητική») είναι μικρά, αυτοεξομολογητικά, ημερολογιακά δοκίμια. (4) Έτσι, με πρόσχημα το «ταξίδι» ο Βέης καθίσταται θηρευτής πολλαπλών «κεφαλών». Πάνω απ’ όλα όμως καταλήγει να δίνει ένα ρεσιτάλ υψηλών πεζογραφικών προδιαγραφών, κάνοντας αυτούσια Λογοτεχνία. Η κατ’ επίφαση ενασχόλησή του με διάφορες χώρες και πόλεις και τα όποια αξιοπερίεργά τους δεν αποτελεί αναγκαστικά αντικείμενο αυθεντικού περιηγητικού ενδιαφέροντος, αλλά πεδίο λεπιδοπτερολογικής, ούτως ειπείν, γοητείας, εξερεύνησης και στοχασμού. Δηλαδή τον συγγραφέα δεν τον πολυενδιαφέρει να μας κάνει μια πολιτισμική ξενάγηση στα όποια αξιοθέατα των ασιατικών (κυρίως), αλλά και άλλων χωρών, αλλά κυρίως στο να μας δώσει μια «ακτινογραφία», μια «χαρτογράφηση» της ψυχής αυτών των λαών, ένα ψυχογράφημα, καθώς το ζητούμενο είναι η εμπειρία, η οποία όμως δεν νοείται χωρίς τον διάπλου στην άλλη, την απέναντι όχθη, το συναπάντημα με το(ν) άλλο(ν) και την περιπέτεια απ’ αυτή τη συνεύρεση, το σμίξιμο με το(ν) αλλότριο(ν). Διότι για τον Βέη δεν υπάρχουν «απαγορευμένες πόλεις» αλλά διαφορετικές χώρες που τις προσεγγίζει με σχεδόν ερωτική διάθεση και απαντοχή (εξού και ο τίτλος ενός βιβλίου του «Έρωτες τοπίων») προκειμένου να τις γνωρίσει, ψαύσει (intimately) και κατακτήσει εκ των έσω. Όχι ως ξένος, επισκέπτης, τουρίστας, αλλά κυρίως ως ταξιδευτής προσκυνητής (pilgrim’s progress) εν εκστάσει (δηλαδή ως υποψήφιος εραστής, με τα διαπιστευτήρια ουχί του διπλωμάτη αλλά του ποιητή προκειμένου να (ανα)βαπτισθεί στην κολυμβήθρα του Σιλόμ ως αναγεννημένος (newborn) κοσμοπολίτης. (5) Απ’ αυτή την άποψη (δηλαδή λειτουργώντας ως δίαυλος, ή γέφυρα που συνενώνει τη Δύση με την Ανατολή) καταφέρνει να καταργεί τα σύνορα έτσι που οι δύο πλευρές να έσονται εις σάρκαν μίαν. Διότι μόνο αν ανακαλύψουμε το(ν) ξένο θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε και τον άγνωστο εαυτό μας. Και για να το πετύχει αυτό, ο συγγραφέας δεν διστάζει (όπου και όταν χρειάζεται) να καταργήσει τα όρια μεταξύ ρεαλιστικού (αντικειμενικής-εμπειρικής παρατήρησης) και ιδεαλιστικού (ποιητικής ενατένισης των πραγμάτων), συναιρώντας τα.
Αναλαμβάνοντας να μας «ξεναγήσει» σε άγνωστους (για μας) τόπους, να τους αποκωδικοποιήσει και να μας μυήσει στην εξωτική μαγεία, τα μυστικά, το δέος και τα ψυχικά σκιρτήματα απ’ αυτές τις περιδιαβάσεις, στην πραγματικότητα ο συγγραφέας επιτελεί ένα περφόρμανς αξιοθαύμαστης ευρυμάθειας, πατώντας στέρεα στην ευρωπαϊκή του παιδεία. Ωστόσο, μολονότι ο Βέης χρησιμοποιεί τη διακειμενικότητα (στοχαστών, λογοτεχνών, καλλιτεχνών) της δυτικής κουλτούρας (ταυτίζοντας τα κείμενα με τις χώρες και αναγιγνώσκοντας τους χώρους ως κείμενα), στην πραγματικότητα συν-διαλέγεται με τις ενατενίσεις του παρόντος παρά με τους όποιους πολιτισμικούς συνειρμούς του παρελθόντος. Έτσι, προσθέτει τη δική του προσωπική κατάθεση στις ήδη ενυπάρχουσες (προγενέστερων περιηγητών), καθώς είναι πολύ καλός γνώστης (των πραγμάτων, της ιστορίας, του πολιτισμού, της λογοτεχνίας) και των χωρών με τις οποίες καταπιάνεται. Απ’ αυτή την άποψη ο συγγραφέας δεν είναι ταξιδιογράφος αλλά εξερευνητής, μελετητής. Δεν μας «ξεναγεί» απλώς σε χώρες και πόλεις ενδιαφέρουσες αλλά πρωτίστως μας μυεί σε εμπειρίες πρωτόγνωρες -όπως π.χ. αυτή στο Πεκίνο (βλ. «Ασία, Ασία»)- όπου κυριαρχούν χρώματα, αρώματα, γεύσεις, ακούσματα, μαζί με τα ήθη, έθιμα και το μενταλιτέ του λαού της Κίνας. Οι διάφορες εικόνες (από τους δρόμους, τις λεωφόρους, τις αγορές, τα μνημεία της αρχαίας και νέας πόλης) ξετυλίγονται καρέ-καρέ στα μάτια του αναγνώστη, καταφέρνοντας να αφήσουν πάνω του ανεξίτηλα τη στάμπα των διαφόρων μετεικασμάτων-μεταισθημάτων. Οι εμπειρίες αυτές είναι γνώση και αυτογνωσία, μέσω του σωματικού και νοερού-πνευματικού ταξιδιού. Διότι η τεχνική του συγγραφέα συνίσταται στη διαχρονικά παράλληλη θέαση πραγμάτων, συμβάντων και καταστάσεων, όπου η οπτική (ματιά) εναλλάσσεται με την ενοραματική (στάση) και κάποτε συμφύρεται. Αποτέλεσμα αυτού είναι να δίνεται η αίσθηση ότι καταργείται ο βιωματικός χρόνος, αφήνοντας μόνο το είναι σε μια κατάσταση έκστασης/νιρβάνας – καθώς το βίωμα εξαϋλούται αποκτώντας μια καθαρά πνευματική υπόσταση.
Το κάθε πεζογραφικό βιβλίο του Βέη είναι ένα φιλόδοξο και πρότυπο εγχείρημα που αναδιατάσσει και ανανεώνει την (περιηγητική ή μη) γραφή. Με τη δραπέτευσή του σε χώρες μακρινές κι εξωτικές (Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταϊλάνδη, Αφρική και Αμερική) ο συγγραφέας επανασημασιοδοτεί ή μάλλον καθιερώνει το ταξιδιογραφικό θρίλερ στην ελληνική λογοτεχνία. Μέσα από μια γλώσσα που καταδύεται βαθιά προκειμένου να ξεδιαλύνει, προβάλλει και αναδείξει το ουσιώδες από το επουσιώδες. Δηλαδή τους κρυμμένους «θησαυρούς» ενός λαού που δύσκολα προσφέρονται στην καθημερινή, επιπόλαιη ματιά του ανυποψίαστου ταξιδευτή. Συνεπώς, οι παρατηρήσεις και καταγραφές του συγγραφέα πόρρω απέχουν από τα αγοραία ηθογραφικά/φολκλορικά τυποποιημένα μορφώματα του μάρκετινγκ, καθώς ανασκαλεύουν στα έγκατα της συνείδησης.
Ο συγγραφέας δεν βλέπει ούτε παρατηρεί απλώς, αλλά κατοπτεύει υποδορίως, εξ ου και καταφέρνει να «μεταποιεί τη μνήμη σε χαρακτική εγκαυστική», όπως καίρια παρατηρεί ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Γι’ αυτό και τα κείμενα του Βέη κάθε άλλο παρά εφήμερα αναγνώσματα είναι. Απεναντίας, έχουν μια τέτοια μυητική, αισθητική κι αισθαντική δύναμη και αύρα που σε καθηλώνουν, αφού διαθέτουν μια αυτοτελή και ασυνήθιστη λογοτεχνικότητα, καθώς διαβάζονται μονορούφι σα συναρπαστικά μυθιστορήματα. Διότι κινούνται σ’ ένα πλαίσιο με σχεδόν μυθοπλαστική αχλύ, αλλά με ρεαλιστικές προδιαγραφές (π.χ. κατόψεις του πολυδιάστατου κινεζικού σύγχρονου βίου και της αρχαίας πολιτισμικής παράδοσης στο «Ασία, Ασία») όπου τα αληθινά πρόσωπα τελικά μυθοποιούνται μέσα από τη μαγεία της ταξιδιωτικής περιπέτειας – πραγματικής και ψυχοπνευματικής. Αν τώρα συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι ανοίγουν ένα μεγάλο «παράθυρο» στον κόσμο για να ατενίσουμε διάφορους επί μέρους μικρότερους, διαφορετικούς και άγνωστους (σε μας) κόσμους και πολιτισμούς, τότε αυτά τα αναγνώσματα δύσκολα εκπίπτουν στη λήθη.
Ο Βέης κατάφερε να καταξιωθεί ως ο συναρπαστικότερος και σημαντικότερος σύγχρονος σκαπανέας της ταξιδιωτικής μας λογοτεχνίας, ακριβώς επειδή ξεκίνησε ως ποιητής και παραμένει πάνω απ’ όλα ποιητής, καταφέρνοντας να μπολιάσει επιτυχώς όλο το σφρίγος, τον πλούτο και τη μαγεία της ποιητικότητάς του στα πεζογραφικά του κείμενα, προσφέροντάς μας μια μοναδική πανδαισία. Κι αυτό συμβαίνει επειδή κινείται με τέτοια άνεση και μαεστρία μεταξύ πεζογραφικού και ποιητικού λόγου το ίδιο όπως να αναπνέει, καθώς οι εξωτερικοί τόποι και τα εξωτικά τοπία, αναπαριστώμενα, λειτουργούν ως αμφίδρομοι αντικατοπτρισμοί. Πρόκειται για μια διττή (αυτόφωτη και ετερόφωτη) μαγεία: αυτή που αντανακλούν τα ίδια τα πράγματα, και αυτή που ο ίδιος ο συγγραφέας ενσταλάζει σ’ αυτά με την παρέμβασή του (σκέψεις, αισθήματα, αλλά και το δικό του αντανακλώμενο είδωλο). Παράλληλα, οι διάφορες εικόνες εναλλάσσονται, αλληλοταυτίζονται και συγχωνεύονται με τα αντίστοιχα της μνήμης, του νου και της ψυχής, αφήνοντάς μας με το απαύγασμα μιας μυστηριακής μέθεξης. Ο μόνος άλλος, νομίζω, που αξιώθηκε να πιστωθεί με ένα τέτοιο επίτευγμα είναι ο Ηλίας Πετρόπουλος, με το κλασικό του έργο «Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης».
Κι ακόμη: Όπως φροντίζει και καταφέρνει να διατηρεί αυτή τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον πεζογραφικό και ποιητικό λόγο (πετυχαίνοντας ένα σχεδόν ιδανικό βαθμό θερμοκρασίας), το ίδιο φροντίζει και πετυχαίνει να μη διαταράσσει την τάξη και το μέτρο των χωρών που τον φιλοξενούν. Γι’ αυτό, όποτε η δυτική κουλτούρα αντιπαραβάλλεται με την ανατολική, δεν υπάρχει ανταγωνισμός ή σύγκρουση (ανώτερης-κατώτερης) αλλά αρμονική συνύπαρξη. Ο ασιατικός πολιτισμός δεν είναι παραπληρωματικός αλλά συμπληρωματικός, αφού εντοπίζονται συγγένειες και συνάφειες με τη Δύση. Δηλαδή η τάση να προβληθούν οι ιδιομορφίες του ποικιλόμορφου ανθρώπινου πολιτισμού (όπως π.χ. το ευρωπαϊκό ορθολογικό πνεύμα με ό,τι αυτό συνεπάγεται – έπαρση, αβεβαιότητες, άγχη, απαισιοδοξία, κτλ) με το πρακτικό, ανθρώπινο πρόσωπο της ανατολής (γαλήνη, νηφαλιότητα, μέτρο, αισιοδοξία, κτλ). Αυτή την ισορροπία ο συγγραφέας την πετυχαίνει υιοθετώντας την ασιατική «ματιά» και συμπεριφερόμενος με ευγένεια και σεβασμό στα αλλότρια ήθη των χωρών που επιχειρεί να γνωρίσει και αποκωδικοποιήσει σαν ευλαβής προσκυνητής. (6) Γι’ αυτό και τα γραπτά του είναι υποδειγματικά κείμενα καλλιέπειας και σπάνιας στοχαστικής, πνευματικής, μα προπάντων αισθητικής και αισθαντικής αγωγής.
Με το εκάστοτε ανιχνευτικό βιβλίο του, ο Βέης χτίζει ένα πολυστρωματικό οικοδόμημα εξερεύνησης χωρών και χώρων, που ενώ ουσιαστικά αποτελεί ένα ενιαίο σπονδυλωτό έργο, εντούτοις δεν ισοδυναμεί με τριλογία, τετραλογία κτλ., αλλά με ένα έργο εν προόδω (a work in progress) το οποίο είναι άγνωστο πώς και πότε θα ολοκληρωθεί («η συνέχεια στο επόμενο», μας ανακοινώνει στο τέλος του «Μανχάταν – Μπανγκόκ»). Τελικά αυτό που ξαφνιάζει είναι το γεγονός ότι πρόκειται για πολυπρισματικά ενσταντανέ που, ξαναϊδωμένα με μια φρέσκια ματιά, ανανεώνουν κι εμπλουτίζουν τους όποιους παλαιότερους (αναγνωστικούς και μη) συνειρμούς μας, καθιστώντας τη νέα περιήγηση παρθενική.
Εν κατακλείδι: Ως άξιος πνευματικός απόγονος του Γιώργου Σεφέρη, ο Βέης συνεχίζει την παράδοση του ανήσυχου διπλωμάτη-ποιητή (έχοντας πάρει τη σκυτάλη από τον πρώτο διδάξαντα της ταξιδιωτικής μας λογοτεχνίας Νίκο Καζαντζάκη) αλλά με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο. Απόδειξη ότι, μέσα από τα έξι έως σήμερα ταξιδιωτικά του βιβλία-σταθμούς, ο Βέης, με τον αριστοτεχνικά ιδιόμορφο τρόπο γραφής του διαμορφώνει και ανανεώνει εκ βάθρων την ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία, καινοτομώντας παράλληλα και στην πεζογραφική πρακτική γενικότερα.
Υ.Γ.: «Όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ομορφότερη» είχε πει πριν πολλές δεκαετίες ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Εγώ, παραλλάσσοντας μόνο τον τόπο, θα έλεγα: «Όμορφη είναι η Ασία του Θεού μα η Ασία του Βέη μου φαίνεται ομορφότερη»…
Σημειώσεις
(1) Με δώδεκα ποιητικές συλλογές, έξι ταξιδιωτικά βιβλία, τέσσερις μεταφράσεις, ένα δοκιμιακό και ένα επιστολογραφικό έργο, καθώς κι ένα πλήθος διάσπαρτων (και αθησαύριστων ακόμη) κριτικογραφικών κειμένων στο ενεργητικό του, ο Γιώργος Βέης συγκαταλέγεται στους πολυγραφότερους και πολυσχιδέστερους συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά και στους επιφανέστερους θεράποντές της (με ένα Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 2008 για την ποιητική του συλλογή «Λεπτομέρειες κόσμων», με ένα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2000 για το ταξιδιωτικό του «Ασία, Ασία», κι ένα δεύτερο Κρατικό Βραβείο το 2010, στην ίδια κατηγορία, για το βιβλίο του «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ», και αρκετές επανεκδόσεις των έργων του).
(2) Πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώνει και ο ίδιος στον αυτοεξομολογητικό επίλογό του: «Η δεδομένη συγκυρία, ο σχεδόν αυτοματοποιημένος εγκλεισμός μου στο γίγνεσθαι, οι συγκεκριμένες κάθε φορά εικόνες της ζωής σε διάφορα μήκη και πλάτη της Γης, όπου εργάστηκα ως διπλωμάτης, ό,τι δηλαδή εννοούμε εξ αντικειμένου όψεις του κόσμου, μου προσέφεραν πάντα το πρωτογενές υλικό της γραφής» («Μανχάταν – Μπανγκόκ»).
(3) Ορισμένοι κριτικοί/μελετητές έχουν χαρακτηρίσει τα ταξιδιωτικά κείμενα του Βέη ως «ταξιδιογραφήματα» και «εντυπωσιογραφήματα». Θα μπορούσαν εξίσου άνετα να τα χαρακτηρίσουν και ως «οδοιπορικά», «περιδιαβάσεις», «χρονικά περιπλανήσεων», «συνθέσεις εντυπωσιογραφημάτων», «σημειώσεις εμπειριών», ή «περιηγητικές καταγραφές». (Ο ίδιος ο συγγραφέας, άλλωστε, στον επίλογο που προαναφέραμε κάνει λόγο για «καταγραφές και αναπαραστάσεις ταξιδιωτικών πλεονασμάτων»). Όλα αυτά και άλλα ακόμη θα μπορούσαν να ισχύσουν. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας επιμένει να χρησιμοποιεί συχνά στους υπότιτλους των εξωφύλλων του τον όρο «μαρτυρίες» (π.χ. «Σινικές και άλλες μαρτυρίες», στο «Ασία, Ασία» και «μαρτυρίες από την Άπω Ανατολή» για το «Στην απαγορευμένη πόλη») συνοδευόμενο από έναν ειδολογικό χαρακτηρισμό (όπως «συνεκδοχές», δηλαδή «μαρτυρίες, συνεκδοχές» στο «Με τις Μογγόλες), «μαρτυρίες, μεταφορές» (στο «Έρωτες τοπίων»), «μαρτυρίες, συνδηλώσεις» (στο «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ») και «μαρτυρίες, μεταβάσεις» (στο «Μανχάταν – Μπανγκόκ»). Αυτή η σημειολογία των ίδιων, πλην ελαφρώς παραλλαγμένων υπότιτλων, έχει προφανώς την αυτονόητη σημασία της. Υπαινίσσεται δηλαδή ότι πρόκειται για το ίδιο αλλά και κάπως διαφορετικό κάθε φορά «ταξίδι», το οποίο επειδή το μοιράζεται αυτοεξομολογητικά με τον συνοδοιπόρο του αναγνώστη, αποκτά ένα πολυδιάστατο εύρος, παραμένοντας εσαεί μαγικό και ανεξάντλητο λόγω της επανεπισκεψιμότητάς του. Καθόλου τυχαίο άλλωστε που στο τέλος του βιβλίου του παρατίθεται ως… «Επιδόρπιο» το εξής εύγλωττο παράθεμα του Francis Scott Fitzgerlad: «Ως επί το πλείστον, εμείς οι συγγραφείς επαναλαμβάνουμε τους εαυτούς μας -αυτή είναι η αλήθεια. Έχουμε δύο ή τρεις μεγάλες και συγκινητικές εμπειρίες στη ζωή μας- εμπειρίες τόσο σπουδαίες και συγκινητικές που μας κάνουν να πιστεύουμε, τη στιγμή εκείνη που τις βιώνουμε, ότι αποκλείεται προηγουμένως να είχε βρεθεί ποτέ κανείς στην ίδια θέση, στον ίδιο βαθμό θαμπωμένος, κατάπληκτος και νικημένος μαζί, τσακισμένος, λυτρωμένος, φωτισμένος και ανταμειφθείς και ταπεινωμένος όπως εμείς. Αργότερα μαθαίνουμε την τέχνη, καλά ή λιγότερο καλά, και λέμε αυτές τις δύο ή τρεις ιστορίες μας -κάθε φορά μεταμφιεσμένες- ίσως δέκα, ίσως εκατό φορές, για όσο καιρό οι άνθρωποι θα ακούνε» (ό.π.).
(4) Χαρακτηριστικοί είναι οι υπότιτλοι: «Μανχάταν: η ποιητική του χρόνου», «Εισαγωγή στο τοπίο», «Αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ», «Ο Νικόλας Κάλλας στο γραφείο μου», «Με τον Μπόρχες», «Άντι Γουόρχολ: ο καλός μαθητής του Ντισάμ» κτλ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που στο τέλος του βιβλίου αυτού δίνεται μια πλούσια και χρήσιμη «Βιβλιογραφία Παραθεμάτων», πράγμα που επιβεβαιώνει την άποψή μου ότι ο Βέης είναι ουσιαστικά μελετητής. (Έξοχα δείγματα γραφής θεωρώ λ.χ. τα κείμενά του για τον Κάλλας και τον Μπόρχες στα οποία δυστυχώς, ελλείψει χώρου, αδυνατώ να επεκταθώ. Υπόσχομαι να επανέλθω μια άλλη φορά).
(5) Όπως σημειώνει: «Είμαι σίγουρος, η κούραση της μέρας μού έχει φύγει εντελώς. Σαν απελεύθερος. Έτοιμος να κολυμπήσω ανανεωμένος μέσα στην εμπειρία της Σιλόμ. […] Η Σιλόμ – η γλώσσα επιμένει έστω μια φορά να την πει “μια τεράστια κολυμβήθρα του Σιλωάμ” – επιμένει να είναι γεμάτη από νόημα» (ό.π.).
(6) Χαρακτηριστική είναι η καταληκτική παράγραφος του επιλόγου του: «Κοντολογίς άφησα το τοπίο να με κάνει, να με διαπλάσει. Είδα τους ανθρώπους σε διάφορα μέρη του πλανήτη ως δασκάλους, ως χορηγούς παιδείας. Ένιωσα και νιώθω δικός τους. Πώς αλλιώς θα τους εκπροσωπούσα στα βιβλία μου; Πώς αλλιώς θα μπορούσα να δηλώσω ταξινόμος και στύλος τους;» (ό.π.).