Συναντηθήκαμε στο λόμπι του ξενοδοχείου «Τιτάνια», δίπλα στο ΡΕΞ, μετά το τέλος της απογευματινής παράστασης του έργου του Εθνικού «Τα πικρά δάκρια της Πέτρα φον Καντ». Κυριακή. Γύρω στις 21.30. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ήρθε νωρίτερα. Ο ορισμός της αιλουροειδούς κομψότητας – στα μαύρα. Σιλουέτα συλφίδα, μόλις ένα πράσινο τσάι (χωρίς ζάχαρη). Απερίγραπτα σέξι, αλλά αυτό το έχουμε πια εμπεδώσει. Είχα ειδοποιηθεί ότι έχει περιορισμένο χρόνο. Τέσσερις ώρες αργότερα, 1.30 Δευτέρας, αφήναμε πίσω μας μόνους τους σερβιτόρους του μπαρ Olive Garden του «Τιτάνια» και ψάχναμε ο καθένας για το ταξί του.
Η δουλειά είναι πρώτη προτεραιότητα στη ζωή της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη. Αυτή την περίοδο, εκτός από το σπουδαίο έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, εμφανίζεται κάθε Δευτέρα στο Tin Pan Alley και ερμηνεύει τον μονόλογο «Madre Doloresa – Ο έρωτας» της Σόνιας Ζαχαράτου. Συγχρόνως προετοιμάζεται για το «Στροχάιμ» του Δημήτρη Δημητριάδη. Υπάρχει και μια ταινία, η «Electra» του Πέτρου Σεβαστίκογλου. Είναι χαρμόσυνο που η πιο σημαντική ηθοποιός της γενιάς της έχει τόσο πληθωρικό παρόν.

«Πάντα η δουλειά ήταν προτεραιότητά μου, αν και πολλές φορές με κουράζει γιατί απαιτεί πολλή ενέργεια και ξόδεμα εις βάρος της ανεμελιάς και της ησυχίας σου – είναι σκάψιμο ψυχής» είπε η κυρία Καραμπέτη που δεν έκανε ποτέ οικογένεια και δεν έχει παιδιά. «Λόγω κρίσης αναγκαζόμαστε πια όλοι να τρέχουμε περισσότερο σε σχέση με παλιότερα. Στο Εθνικό ο ανώτατος μισθός είναι 1.160 ευρώ και είμαστε και προνομιούχοι γιατί ορισμένοι ηθοποιοί δουλεύουν παράλληλα ως σερβιτόροι ή κάνουν delivery για να ζήσουν».

ΖΩΗ ΣΑΝ ΣΙΝΕΜΑ

«Είναι ένα σπουδαίο και επίκαιρο έργο για την εξουσία» λέει η ηθοποιός για τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ». «Η Πέτρα, μια γυναίκα αστικής καταγωγής, σκληρή, που έχει θυσιάσει την προσωπική της ζωή, με ένα διαζύγιο στον βωμό της καριέρας και της οικονομικής επιτυχίας, συναντά την Κάρι, ένα κορίτσι κατώτερης τάξης του οποίου ο πατέρας σκότωσε τη μητέρα και αυτοκτόνησε όταν απολύθηκε από τη δουλειά του – φαινόμενο πολύ σύγχρονο». Η Κάρι (Γιούλικα Σκαφιδά) δεν μπορεί να επιβιώσει και η Πέτρα το εκμεταλλεύεται. Κάνει μια συναλλαγή μαζί της. Της παρέχει τροφή, στέγη, χρήματα, καριέρα και φήμη για το σώμα της. «Να όμως που ο έρωτας τα γκρεμίζει τελικά όλα και αποδεικνύει πόσο τρωτός είσαι». Η κυρία Καραμπέτη επιμένει ότι δεν είναι απλώς μια ερωτική σχέση και μάλιστα ομοφυλόφιλη (το φιλί τους στην παράσταση έχει προκαλέσει αρκετό θόρυβο). «Πώς λέμε ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας; Εδώ είναι ο έρωτας στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης. Ο Φασμπίντερ έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εποχή βίας και αναταράξεων στη Γερμανία και της μεγάλης αμφισβήτησης του γερμανικού θαύματος από την ομάδα Μπάαντερ Μάινχοφ. Οι συνθήκες της εποχής εκείνης είναι πολύ συγγενείς και επίκαιρες με αυτό που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ανάγνωση του έργου από τη σκηνοθέτρια Αντζελα Μπρούσκου».

Η συνέχεια για την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη τον Μάιο περιλαμβάνει το «Στροχάιμ», ένα πρωτογενές έργο του Δ. Δημητριάδη (ανεβαίνει για πρώτη φορά), εμπνευσμένο από τη «Λεωφόρο της Δύσης» (1950), το κινηματογραφικό αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ με την Γκλόρια Σουάνσον και τον Εριχ φον Στριοχάιμ. Η κυρία Καραμπέτη θα υποδυθεί την ηρωίδα της «Λεωφόρου», την παρηκμασμένη ντίβα του βωβού σινεμά Νόρμα Ντέσμοντ που έπαιξε η Σουάνσον ταυτισμένη απολύτως με τον ρόλο (τελευταία, η συνομιλήτριά μας διαβάζει την αυτοβιογραφία της Σουάνσον). «Αυτή η ταινία λέει πολλά για τη ματαιότητα και ήταν μια από τις αγαπημένες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, από τις ταινίες που θα ήθελε να σκηνοθετήσει ο ίδιος…».

ΜΝΗΜΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Στην κουβέντα θα προκύψει αρκετό σινεμά. Η κυρία Καραμπέτη θαυμάζει τον Μπέργκμαν («όταν είδα το «Φάνι και Αλέξανδρος» παραπατούσα») αλλά αναφέρει επίσης σκηνοθέτες όπως ο Μίκλος Γιαντσό, ο Ιστβαν Ζάμπο, ο Κένζι Μιζογκούτσι, ο Γιασουχίρο Οζου και ο Λουκίνο Βισκόντι, ταινίες των οποίων ανακάλυπτε στα σινεμά της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Θυμάται τις βραδιές της Κινηματογραφικής Λέσχης («ψυχή ήταν ο κριτικός κινηματογράφου Αλέξης Δερμετζόγλου») αλλά και στον Αίαντα. Θυμάται πόσο της άρεσε ο Αλέν Ντελόν. Θυμάται το κόκκινο μπουφάν του Τζέιμς Ντιν στον «Επαναστάτη χωρίς αιτία», την καμπαρντίνα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Στη βιβλιοθήκη της υπάρχουν τεύχη του περιοδικού «ΟΘΟΝΗ», βιβλία με κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη. «Ήμασταν (δυστυχώς) τα παιδιά της χούντας. Στην παιδική ηλικία μας και στα πρώτα χρόνια της εφηβείας δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε άλλα πράγματα, παρότι είναι γνωστό ότι η επιθυμία μου να γίνω ηθοποιός αρχίζει στο χωριό που μεγάλωσα». Στο καφενείο του πατέρα της, στη Δόξα Έβρου, γίνονταν προβολές ελληνικών ταινιών («το «Σινεμά ο Παράδεισος» της παιδικής μου ηλικίας») ενώ στην επταετία τη συνόδευε ο μεγαλύτερος σε ηλικία αδελφός της στο σινεμά.

ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕLECTRA»

Ως επαγγελματίας η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν έχει παίξει πολύ κινηματογράφο. Λυπάται γι’ αυτό. Στα τόσα χρόνια καριέρας, βρίσκεις σκόρπια ταινίες όπως (εκτός των άλλων) την «Ελεύθερη κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου, τα «120 ντεσιμπέλ» του Βασίλη Βαφέα, τον «Εργένη» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. «Είχα προτάσεις αλλά αναγκάστηκα να αρνηθώ λόγω του θεάτρου» είπε. «Τα δεδομένα είναι ερήμην μας. Δεν είναι επαγγελματική και ανθρώπινη συμπεριφορά να φύγεις όταν έχεις ήδη συμφωνήσει και μια σπουδαία πρόταση μπορεί να έρθει ενώ έχεις ήδη κλείσει αλλού. Ο λόγος μου είναι συμβόλαιο».

Ο Πέτρος Σεβαστίκογλου την έκλεισε στην «Electra» γιατί είχε υπομονή. Γνωρίζονται από 20 χρόνων γιατί η πρώτη δουλειά της στο «Αεικίνητο» του Κώστα Αρζόγλου ήταν η «Αλλοπαρμένη» των Μίντλετον και Ρόουλι, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου, πατέρα του Πέτρου. Η κυρία Καραμπέτη και ο Π. Σεβαστίκογλου έγιναν φίλοι και συνεργάστηκαν στην πρώτη μικρού μήκους ταινία του, «Asfael» (1987). Όταν της έγινε η πρόταση για την «Electra» η ηθοποιός δεν διέθετε χρόνο και ο Σεβαστίκογλου της είπε «όποτε μπορέσεις». Μπορούσε μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα του 2013. Ε, λοιπόν, τότε. «Με συγκίνησε το γεγονός ότι ο Πέτρος μπορούσε να με περιμένει». Η «Εlectra», στην οποία συμπρωταγωνιστεί η Σοφία Κόκκαλη, γυρίστηκε στη Σενεγάλη και στην Ελλάδα και είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού. Η εμπειρία στη Σενεγάλη υπήρξε αξέχαστη όπου έζησε τη δημιουργία «μιας πραγματικά χειροποίητης και ποιητικής ταινίας» αλλά και το αληθινό δράμα της περιοχής. Μου δείχνει τις φωτογραφίες με βάρκες-καρυδότσουφλα μέσα στις οποίες πολλοί Σενεγαλέζοι προσπαθούν να βρουν διέξοδο στην Ευρώπη (θέμα της ταινίας «Attractive illusion» που ο Σεβαστίκογλου γύρισε ενδιαμέσως της «Electra»).

ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

Στη Σενεγάλη η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη θυμήθηκε την αγροτική καταγωγή της. Ως τα 12 έζησε και μεγάλωσε στο χωριό, έχει εικόνες «από τη συγκομιδή του καλαμποκιού, των καρπουζιών, τα νυχτέρια στα σπίτια, τα χωράφια». Πολύτιμες μνήμες. «Αισθάνομαι προνομιούχα που τα έχω ζήσει και δεν μεγάλωσα μέσα σε ένα διαμέρισμα βλέποντας τηλεόραση».

Αλλά την ίδια ώρα ήθελε να φύγει. ‘Η μήπως όχι; «Δεν το ήθελα εγώ» είπε, «γιατί δεν το ήξερα εγώ. Ήταν ένα όνειρο του πατέρα μου». Ο πατέρας της είδε στην Καρυοφυλλιά την καλή μαθήτρια, «οι δάσκαλοι του έλεγαν ότι είμαι έξυπνο παιδί με μέλλον, ότι πρέπει να σπουδάσω». Εκείνος της έλεγε ότι θα φύγουν από το χωριό «για να μην πατάς πια λάσπες και να μην κάνουν τα παπουτσάκια σου τσίκι-τσίκι-τσικ στην άσφαλτο. Ξερίζωσε την οικογένειά του για να δώσει ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά του» (ο αδελφός της ακολούθησε τον δρόμο του αδελφού του πατέρα τους, μετανάστης στη Γερμανία όπου εργάστηκε στη Μερσεντές).
«Γιατρός» απαντούσε όταν τη ρωτούσαν τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει αλλά μέσα της έλεγε «ηθοποιός». «Είχα ήδη κολλήσει το μικρόβιο αλλά ντρεπόμουν να το πω γιατί νόμιζα ότι οι ηθοποιοί γεννιούνται, είναι αυθύπαρκτοι, κάτι σαν τους πρίγκιπες. Η Αλίκη (Βουγιουκλάκη) ας πούμε ήταν μια πριγκίπισσα, δεν μπορούσε κάποιος να γίνει Αλίκη». Η λέξη πριγκίπισσα δεν προέκυψε τυχαία. Στο χωριό, όταν η μικρή Καρυοφυλλιά «κρατούσε» το παντοπωλείο που οι γονείς της διατηρούσαν μαζί με το καφενείο, περνούσε την ώρα της διαβάζοντας τα χαρτιά περιτυλίγματος, σελίδες περιοδικών. «Θυμάμαι μια συνέντευξη της Κικής Σεγδίτσα με τίτλο «Αλίκη Βουγιουκλάκη, Το Παλατάκι της οδού Στησιχόρου». Γι’ αυτό και έλεγα ότι η Αλίκη είναι μια πριγκίπισσα».

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Στην έκτη δημοτικού ήταν σε πόλη, το Διδυμότειχο, μακριά από γονείς, συγγενείς και φίλους («το τίμημα»). Εκεί είδε την ταξική διαφορά («ήμουν πιο φτωχοντυμένη σε σχέση με τα παιδιά των γιατρών και των δικηγόρων»), κατάλαβε ότι «κάτι διαφορετικό «παίζει»». Αργότερα ολόκληρη η οικογένεια πήγε στην Κομοτηνή. Ο πατέρας της, που ασχολούνταν και με το ζωεμπόριο, είχε κάποιες ευκαιρίες. «Έφαγε στραπάτσα, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη». Στην Γ’ Γυμνασίου το πάθος της κυρίας Καραμπέτη για τα Αρχαία Ελληνικά, ένα μάθημα που λάτρευε, έπρεπε να διακοπεί διότι η νοοτροπία ότι «οι καλοί μαθητές πήγαιναν στα δύσκολα», την ώθησε, όχι ακριβώς με τη θέλησή της, στη θετική κατεύθυνση.

«Ξαφνικά, άσχετα, βρέθηκα στο Πολυτεχνείο για πολιτικός μηχανικός, τρία χρόνια τσάμπα από τη ζωή μου». Παρατώντας το Μετσόβιο στο τρίτο έτος, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ (της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε και έμαθε από αγγελία εφημερίδας) με δάσκαλο τον Βολανάκη. Τελικά «Δεν έπαψα ποτέ να είμαι ευγνώμων προς τον πατέρα μου για την επιλογή του».

«ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΨΕΥΤΙΚΟ»

«Δεν μου αρέσει το ψεύτικο, κυρίως στις σχέσεις μου» είπε. «Πολλές φορές φυσικά οι κανόνες καλής συμπεριφοράς σού υπαγορεύουν να μη γίνεις αγενής απέναντι σε ανθρώπους που δεν συμπαθείς. Στις βαθύτερες σχέσεις όμως, τις ερωτικές, τις φιλικές, πρέπει να είσαι όσο πιο αληθινός γίνεται, άσχετα αν αυτό είναι οδυνηρό. Έχω φάει βέβαια τα στραπάτσα μου αλλά δεν μου έμειναν απωθημένα». Το ίδιο ειλικρινής είναι και στις επαγγελματικές σχέσεις της. Αν όμως αντιληφθεί ότι κάποιος συνεργάτης δεν της «πάει» πολύ ως άνθρωπος, ίσως να μη συνεργαστεί ξανά μαζί του. Σε γενικές γραμμές είναι «υπέρ της θετικής αντιμετώπισης των πραγμάτων. Αντιλαμβάνομαι το μισοάδειο ποτήρι αλλά μου αρέσει που είναι μισογεμάτο».

Κοιμάται λοιπόν ήσυχη με τη συνείδησή της; «Σαφώς και κρύβω κάποιους σκελετούς στην ντουλάπα μου. Θα έλεγα ψέματα ότι δεν έχω τύψεις και ενοχές. Αυτά τα σκοτάδια που όλοι έχουμε. Είμαστε όλοι αποτελέσματα των αντιθέσεων και αντιφάσεών μας. Το θέμα είναι πού θες να κλίνεις. Στο φως ή στο σκοτάδι; Εγώ θέλω να είμαι στο φως. Δεν τα καταφέρνω πάντα όμως».

Όταν στην κουβέντα προκύπτει η μνήμη και το τρακ, θυμάται την εποχή που ως μαθήτρια στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ είχε δει τον Αλέξη Μινωτή και τον Νικήτα Τσακίρογλου στο «Τέλος του παιχνιδιού» και στον «Βασιλιά Ληρ». «Θυμάμαι ότι ο Μινωτής πήγαινε προς τις κουίντες γιατί από εκεί άκουγε κάποιες φράσεις που τον βοηθούσαν». Στην αυτοβιογραφία του ο Λόρενς Ολίβιε λέει ότι όταν στα 70 άρχισε να ξεχνά, ζητούσε από τους συναδέλφους του να μην τον κοιτάζουν στα μάτια αλλά στο μέτωπο. «Φαίνεται ότι το γήρας είναι ανελέητο και δημιουργεί κάποιες ανασφάλειες που εμείς δεν τις ξέρουμε, ευτυχώς, ακόμα. Ίσως τις βρούμε μπροστά μας, ποιος ξέρει. Θυμάμαι το ποίημα του Νεκρού Αδελφού από ηλικία εννέα ετών (το απαγγέλλει ολόκληρο), δεν θυμάμαι όμως τωρινούς λόγους. Είναι αυτό που λέμε στη βιολογία «όσο μεγαλώνεις η μνήμη εξασθενεί και αναπτύσσεται η κρίση»».

ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ, FACEBOOK ΚΑΙ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Πόσο καλή μαθήτρια ήσασταν;
«Αριστη. Του 19,8. Σημαιοφόρος, απουσιολόγος – και ας με πουν σπασίκλα. Ευτυχώς συμπαθής, όχι nerd…».

Αγαπημένο μάθημα εκτός από τα Νέα και τα Αρχαία Ελληνικά;
«Κατανοούσα τη Χημεία. Δεν μου άρεσε η Φυσική».

Κρατάτε αρχείο;
«Παλιότερα τα πάντα. Πλέον τίποτε. Ούτε φωτογραφίες. Νεότερος θέλεις να δημιουργείς παρελθόν και όταν αυτό διευρύνεται το αφήνεις πίσω σου. Σε τρομάζει, αντιλαμβάνεσαι τη ματαιότητα, δεν το έχεις ανάγκη. Σημασία έχει το σήμερα. Άσε που δεν χωράνε πια στο σπίτι».

Γιατί αποφεύγετε τις κοσμικές εμφανίσεις;
«Νιώθω αμηχανία. Μια φορά σε πρεμιέρα συναδέλφου έφυγα προτού μπω γιατί τρόμαξα από τις κάμερες και τους παπαράτσι».

Είστε αγοραφοβική;
«Όχι. Απλώς δεν μου αρέσει. Δεν δίνω συχνά τηλεοπτικές συνεντεύξεις γιατί δεν μπορώ να μιλώ για τον εαυτό μου στην κάμερα».

Για ντροπαλή πάντως δεν σας έχω…
«Αν είχαμε εδώ μια κάμερα θα έχανα τα λόγια μου, θα ξεχνούσα τα ελληνικά μου, θα ίδρωνα»

Έχετε κάνει ψυχανάλυση;
«Όχι».

Η σχέση σας το Ιnternet;
«Χρηστικό εργαλείο».

Κοινωνικά δίκτυα;
«Όχι. Δεν ασχολούμαι με το Facebook. Έχω ένα mail».

Έχετε όμως FB σελίδα.
«Την έστησε μια νεαρή θεατρολόγος που με αγαπά. Ποτέ δεν ασχολήθηκα. Θα έπρεπε αλλά είμαι και λίγο παλαιότερης γενιάς. Ο φίλος μου, ο Μηνάς Χατζησάββας, μεγαλύτερος βέβαια, δεν έχει καν κομπιούτερ».

Τουλάχιστον έχετε κινητό τηλέφωνο;
«Φυσικά! Από εκεί μπαίνω στο Ιnternet».


Στο ψιλικατζίδικο και στο σουπερμάρκετ πηγαίνετε;

«Δεν έχω υπηρετικό προσωπικό. Οι άνθρωποι της Τέχνης δεν αμείβονται με μισθούς που θα τους επέτρεπαν κάτι τέτοιο».

Αν είχατε τα χρήματα, θα μισθώνατε υπηρετικό προσωπικό;
«Δεν θα μου άρεσε. Είμαι αυθύπαρκτη, αυτόνομη».


Μαγειρεύετε; Κάνετε δουλειές του σπιτιού;

«Φυσικά, και μαγειρεύω και καθαρίζω το σπίτι. Και το πλυντήριο βάζω και το σίδερο κάνω».

Ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
«Μα γιατί; Δεν είμαστε στο Χόλιγουντ».

Φοβάστε τον καθρέφτη;
«(Γελώντας) Ε, δεν είναι και ο καλύτερος φίλος. Αλλά το υπαρξιακό μου ερώτημα είναι πιο σημαντικό».

Είστε θρήσκα;
«Έχω ένα μεγάλο ερωτηματικό. Έχω μια πίστη μεταφυσικού προσανατολισμού που λέει ότι ίσως κάτι συμβαίνει, το οποίο δεν το ξέρω, δεν το κατέχω και ενδεχομένως να μην το μάθω ποτέ».

Στη Σενεγάλη σας πέρασε η ιδέα απλώς να αράξετε λίγο;
«Εννοείται! Το περασμένο καλοκαίρι έκανα διακοπές έπειτα από 12 ολόκληρα χρόνια και ξαφνικά ένιωσα ευτυχισμένη! Είδα ήλιο και θάλασσα. Τα είχα ξεχάσει».

*Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται από «ΤΟ ΒΗΜΑ» της Αθήνας.