Από τις αρχές αυτού του χρόνου δεν με βλέπω καλά. Ξεκίνησα από τις ευχές που είναι κάθε χρόνο, εδώ και χρόνια, ίδιες, κουραστικές και απαράλλακτες.
Υγεία, ευτυχία, προκοπή, επιτυχία, να τους χαίρεστε, να σας χαίρονται. Υγεία να έχουμε και τίποτε άλλο και εκλογές θα έχουμε στην Ελλάδα και θα το ευχαριστηθούμε όπως το ευχαριστηθήκαμε (με την εκλογή Άμποτ) στην Αυστραλία. Έχω τα νεύρα μου από την αρχή της εβδομάδας και από τα μισά της περασμένης. Νευριάζω με το τίποτα και ψάχνω για αφορμή και για καυγά περιορισμένης εμβέλειας.
Εχθές, ας πούμε, διαβάζω στο φτωχό πρόγραμμα της συνηθισμένης τηλεόρασης πως το ABC, το κανάλι 2, το μεσημέρι στις 2 θα έχει αναμετάδοση από το Sydney Harbour της όπερας Μαντάμ Μπατερφλάι (Madam Butterfly). Θεαματικό σκέφτηκα. Γνωστή όπερα, κοντά στην όπερα του Σίδνεϊ θα την παρουσιάσουν, πρέπει να είναι ωραία παράσταση. Τα καθίσματα στο γρασίδι τοποθετημένα και όλα γεμάτα, κόσμος πολύς, τα σκηνικά στημένα και όλα προοιώνιζαν μια θεαματική παράσταση. Έχω ξαναδεί τη συγκεκριμένη όπερα η υπόθεση της οποίας είναι συνηθισμένη και για την εποχή μας λίγο αστεία. Θα σας πω περιληπτικά την υπόθεση και θα σας εξηγήσω γιατί τα πήρα στο κρανίο. Προς Θεού, μην με παρεξηγήσετε και μην πιστέψετε ότι στο σημερινό σημείωμα έχω πρόθεση να σας μυήσω στο χώρο της κλασικής μουσικής και της όπερας. Λίγο υπομονή και θα καταλάβετε.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται ως εξής: Το αμερικανικό υπερωκεάνιο φτάνει σε ένα λιμάνι της Ιαπωνίας. Ο καπετάνιος, ένας ωραίος νέος, με την ωραία θεαματική στολή (αυτή η στολή πόσες κοπέλες δεν έχει ζαβλακώσει ) συνοδευόμενος από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ιαπωνία και από άλλους επίσημους, επισκέπτεται το σπίτι κάποιας όμορφης Γιαπωνέζας αρχοντοπούλας. Ο καπετάνιος την ερωτεύεται, εκείνη ξετρελαίνεται, παντρεύονται και έζησαν αυτοί, οι μισοί χάλια, όπως θα δούμε παρακάτω και οι άλλοι μισοί όχι και τόσο χάλια.
Σε μια ωραία σκηνή το ζευγάρι παντρεύεται σε μια άλλη ο καπετάνιος φεύγει (τον καλεί το καθήκον) και σε μια τρίτη σκηνή, εκείνη με ένα αγοράκι στην αγκαλιά (καρπερός ο καπετάνιος) τον περιμένει να γυρίσει, όπως της ορκιζόταν πριν σαλπάρει. Ο κ. Πρέσβης ήταν αυτός που τους πάντρεψε (έχει το δικαίωμα σύμφωνα με το νόμο) και ο οποίος, όπως θα δούμε παρακάτω, παίζει καθοριστικό ρόλο αφού είναι παρών σε όλα τα χαρμόσυνα, άμα δε και τα δυσάρεστα γεγονότα.
Ο καπετάνιος φεύγει (όλοι οι καπεταναίοι ανά την υφήλιο έρχονται και φεύγουν), τον συνοδεύει στο λιμάνι τραγουδώντας όλος ο κόσμος και εκείνος φιλάει την αγαπημένη του και υπόσχεται ότι θα γυρίσει.
Η μουσική και η ιστορία (το λιμπρέτο) γράφτηκαν, αν θυμάμαι καλά, κάπου το 1900. Τη μουσική έγραψε ο μεγάλος μουσουργός Giacomo Puccini και με το λιμπρέτο ασχολήθηκαν δύο-τρεις φορές μέχρι να έλθει στη σημερινή του μορφή. Απλά είναι μια πολύ ωραία όπερα, θεαματική που δίνει τη δυνατότητα στα μεγάλα ονόματα των υψίφωνων, όπως η δική μας Μαρία Κάλας, να επιδείξουν τις ιδιαίτερες ικανότητές τους. Η Μαντάμ Μπατερφλάι περιμένει, ελπίζει ότι παρά το ότι έχουν περάσει τρία χρόνια, όπου να είναι ο καπετάνιος θα φανεί. Ο Πρέσβης θέλει να της πει τα κακά μαντάτα ότι όχι μόνο δεν θα έλθει αλλά ο φίλος του ο καπετάνιος έχει παντρευτεί στην Αμερική μια δίμετρη ξανθιά. Η Μαντάμ πού ν’ ακούσει και πώς να πιστέψει τέτοια κακά μαντάτα. Τελικά, η έμπιστη βοηθός της Μαντάμ, που ξέρει τα πάντα, προσπαθεί να πει στην κυρία της πως έχει η κατάσταση και καταλαβαίνει και αυτή και οι θεατές, ότι η κ. Μπατερφλάι θα… μας την κάνει. Ο καπετάνιος γυρίζει στην Ιαπωνία συνοδευόμενος από την Αμερικάνα σύζυγό του, μαθαίνει από τον Πρέσβη για την όλη κατάσταση, πάει να ζητήσει συγγνώμη και να δει και το παιδί του, αλλά η… Μπατερφλάι τραγουδάει την άρια «καλύτερα τίμια πεθαμένος παρά ατιμασμένος ζωντανός..» και δίνει τέρμα στη ζωή της με ένα σουγιά μισό μέτρο. (στην Ιαπωνία το λέμε και χαρακίρι). Ο καπετάνιος… συντετριμμένος παίρνει το αγοράκι και σαλπάρει για το Αμέρικα.
Εκείνο που μου τη δίνει, εκείνο που μου τη σπάει -που λένε και τα παιδιά της πιάτσας-, είναι που οι διάφοροι σκηνοθέτες ή παραγωγοί αλλάζουν, τελείως αδικαιολόγητα, τα σκηνικά και τις ενδυμασίες. Έχω δει τη συγκεκριμένη όπερα άλλες δύο φορές και το χάρηκα λόγω του σεβασμού που έδειξαν οι σκηνοθέτες στη μουσική και στο λιμπρέτο. Προχτές η παράσταση του Σίδνεϊ με ωραίες φωνές θαυμάσιο το περιβάλλον, υπέροχη η ορχήστρα και να βλέπεις τη Γκέισα του 1900 με καυτό σορτς, τατουάζ και φανελάκι κοντομάνικο με την αμερικανική σημαία στο στήθος. Ο καπετάνιος μ’ ένα κουστούμι στενό της εποχής του ’50 και η χορωδία με ζιβάγκο όπως αυτό που φόραγε ο Ανδρέας Παπανδρέου (θα τρίζουν τα κόκαλα του πριν και μετά τις εκλογές) .
Για να καταλάβετε πόσο άσχημα χτυπάνε, κατακούτελα που λένε, αυτού του είδους οι αυθαιρεσίες εντυπωσιασμού, θα σας φέρω ένα… άγριο παράδειγμα. Ας πούμε ότι γυρίζουμε ταινία την Επανάσταση του εικοσιένα και ξαφνικά βλέπετε τον Κολοκοτρώνη με σορτς, αθλητική φανελίτσα, τατουάζ, ξυρισμένο κεφάλι και το γιαταγάνι στο χέρι και να φωνάζει « απάνω τους ορέ και τους φάγαμε». Ξαφνικά βγαίνει και η Μπουμπουλίνα με μίνι, χαλκά στη μύτη, και μισοξυρισμένο κεφάλι και φωνάζει και αυτή: «πίσω… κουφά.. κουφάλογα και σας φάγαμε». Λυπηθείτε με.